«ΘΑΡΡΟΣ» 23 Σεπτεμβρίου 1936: Ένα αξέχαστο ταξείδι στους Δολούς με μια βάρκα

«ΘΑΡΡΟΣ» 23 Σεπτεμβρίου 1936: Ένα αξέχαστο ταξείδι στους Δολούς με μια βάρκα

Απόβραδο. Τα μενεξεδένια χρώματα του ήλιου, που ετοιμάζεται να λουσθή σε λίγο στα ήσυχα νερά του Μεσσηνιακού, γεμίζουν την ατμόσφαιρα και το δροσερό αεράκι, σαν χάδι, ρυτιδώνει την επιφάνεια της κοιμισμένης θάλασσας.

Ψηλά το Καλάθι αντανακλά τα ονειρευμένα χρώματα του ηλιοβασιλέματος, λουσμένο σε μια ξεθωριασμένη μαβιά πάχνη. Απ’ όλη τη φύση ξεχύνεται μυστικισμός και το ηλιοβασίλεμα συντελείται γοητευτικό.

Μια βαρκούλα ξεγλυστρά από το λιμάνι μας, με ανοιγμένο στον άνεμο το ολόλευκο τριγωνικό πανάκι της. Το αεράκι γεμίζει το πανί και η βαρκούλα σχίζει τα κύματα γοργά, λικνιζόμενα ελαφρά.

***

Ξαπλωμένος πλάι στο τιμόνι αφήνω τη ματιά μου λεύτερη να πλανηθή στο φαντασμαγορικό πανόραμα της φύσεως. Πιάνω την ανατολική γραφική ακτή. Το Αλμυρό, η Παληόχωρα, τ’ Αρχοντικό και οι Κόπανοι, τα γραφικά αυτά χωριουδάκια του κόρφου, προβάλλουν, χάνονται και ξαναπροβάλλουν στην άπληστη ματιά, σαν κινηματογραφική προβολή.

Ο γοητευτικός αυτός οραματισμός βαστά δυο ώρες περίπου και τέλος, η ρηχή αποβάθρα των Κιτριών προβάλλοντας, σβύνει την οπτασία. Λίγο ακόμη και πατώ στην ξηρά. Δένω το παλαμάρι στο σίδερο και βγαίνοντας, παίρνω την ανηφοριά για τους Δολούς. Είναι η πρώτη μου επίσκεψη. Ένα ακαθόριστο δειλό συναίσθημα κυβερνά τα αβέβαια βήματά μου. Ίσως όμως με περιμένουν ευχάριστες εντυπώσεις.

Προχωρώ.

Ανηφορικός δρόμος, στενός και πολύ παληός ξετυλίγεται. Βαδίζω με την καρδιά ανοιχτή να δεχθή την ελεύθερη φύση. Πίσω μου αφήνω τη θάλασσα που παφλάζει σπώντας στην απόκρημνη ακτή και μπροστά μου ανοίγεται η λουλουδένια αγκαλιά της φύσεως, με τα μεθυστικά της αρώματα και μέσα της χάνομαι με μια ελαφριά ζάλη.

***

Πυκνές πρασιές και σκιάδες από ανθισμένους κισσούς και αγριόβατους κλείνουν σαν θόλος στο στενό δρομάκι που προχωρεί ανάμεσα σε δύο τοίχους περιβολιών, ενώ το ρέμμα κάτω είναι γεμάτο από φουντωτές πορτοκαλιές. Μια χαράδρα κατάφυτη από νεαρά κυπαρίσσια προβάλλει ξαφνικά και με το μάτι γοητευμένο χάνεται στα μυστήρια του λόγκου.

Μια βρύση κρυμμένη στη ρεμματιά κελαρύζει πρόσχαρη και στην κορυφή ψηλά προβάλλει ο φρεσκοβαμμένος κουμπές της Φανερωμένης, μιας γραφικής ρημοκλησιάς χωμένης στην απέραντη βλάστηση.

Ξαφνικά μια φωνή με κάνει να σταματήσω και ο αξιάγαστος παπάς του χωριού – συγγενής μου – τρέχει να με φθάση. Θα πάμε μαζί στο χωριό.

***

Η παρέα μου με γεμίζει χαρά, γιατί είναι ένα ευχάριστο δώρο που μου στέλνει η τύχη στη μοναξιά της πορείας μου. Ο αιδεσιμώτατος Ρουμπέας είναι και δάσκαλος του χωριού, η πείρα δε της ηλικίας του και η εγκυκλοπαιδική του μόρφωσις – τα δύο χαρακτηριστικά του προσόντα – δεν αφήνουν τον χρόνο να επιδράση πάνω του με το γεροντικό του σκέβρωμα.

Συζήτηση γύρω από τα σύκα και τα άλλα προϊόντα του τόπου, μας κάνει να ξεχάσωμε την κούραση της ανηφοριάς και σε λίγο αρχίζει να ξεχωρίζη το χωριό, ανάμεσα στην ζωηρή βλάστηση που το κρύβει.

Φθάνομε τέλος στην γραφική πλατεία του, με την παλιά ασβεστωμένη εκκλησία του. Ελαφρά βροχή αρχίζει να πέφτη και η μεταλλαγή της ατμόσφαιρας στο υψόμετρο αυτό των 400 μέτρων γίνεται αισθητή.

Στο μικρό αυτό χωριό με τα παληά του σπίτια και τα στενά του καλντερίμια, η ζωή κυλά ήσυχα και ανυπόκριτα ακούει κανείς φωνές ανθρώπων και ζώων που επιστρέφουν από τα χωράφια τους και νοιώθει την άδολη υπεροχή του αγροτικού βίου.

Αξέχαστες ώρες

Το σκοτάδι της νύχτας εξουδετερώνουν τα θαμπά λαδοφάναρα που κινούνται σκορπώντας κάποιο μυστήριο. Ο ακατάλληλος καιρός δεν μ’ αφήνει να δω τίποτε κείνο το βράδυ, όμως αποζημιώνομαι το πρωί.

Μόλις ακούστηκαν τα πρώτα λαλήματα των πετεινών βρίσκομαι στο πόδι. Ακόμη τα τελευταία σκοτάδια της νύχτας δεν έχουν χαθή απ’ τον ορίζοντα. Ελαφρό δροσερό αεράκι φυσά όλο ζωή και ξανανειώνει το σώμα. Παίρνω το πρώτο ανηφορικό σοκάκι και ύστερ’ από λίγο βρίσκομαι σ’ ένα λοφίσκο. Το θέαμα που αντικρύζω είναι μαγευτικότατο, το μάτι χάνεται στις απότομες γραφικές εναλλαγές του ορίζοντος. Δυτικά στο βάθος ο Ακρίτας, το γραφικό αυτό της Κορώνης ακρωτήρι, αναπαύεται και στις πρώτες ανταύγειες της ημέρας φαντάζουν ολόλευκα τα διάφορα χωριά.

Ο Λυκόδημος έπειτα δεσπόζει σαν φρουρός σ’ όλη την εύφορη πεδιάδα του Νησιού και αριστερά πιο πάνω, απλώνεται φαντασμαγορική στα υψώματα της βουκοσειράς η πόλις μας. Ανατολικά το Καλάθι, ανάμεσα στα βουνά της Αλαγωνίας και της Μάνης. Πίσω του οι πιο ψηλές κορφές του Ταϋγέτου και κάτω δεξιά το ακρωτήρι της Κούτσας με το γνωστό φανάρι του, που στρέφεται αναμμένο ακόμη, κλείνουν τον ορίζοντα.

Στα πόδια μου απλώνεται καταπράσινη η περιφέρεια των γύρω χωριών και πιο κάτω ήσυχη σαν κοιμισμένη λίμνη η καταγάλανη θάλασσα, συναγωνίζεται στα χρώματα τον καθαρό ουρανό, που σκεπάζει όλο αυτό το απαράμιλλα γοητευτικό θέαμα.

Σιγά σιγά ο ήλιος προβάλλει πίσω απ’ τις κορφές σκορπώντας με το φως του την χαρά, την κίνηση και τη ζωή μέσα στην φύση. Παράθυρα ανοίγουν, τινάζοντας τον νυχτερινό ύπνο, βελάσματα των αρνιών γεμίζουν τον αέρα και σε λίγο ξεχύνονται στους δρόμους οι εργατιές για τα χωράφια.

Η συκοπαραγωγή είναι στο φόρτε της. Με το καλάμι στο χέρι οι ροδοκόκκινες Δολιανές ξετινάζουν τις συκιές τραγουδώντας.

Η καμπάνα του Άη Λια, της εκκλησιάς του χωριού, χαρμόσυνα χτυπά και με τους αρμονικούς της ήχους γεμίζει τις λαγκαδιές και τις πλαγιές. Είναι Κυριακή και όσοι από τους χωρικούς δεν έχουν δουλειά στα χωράφια, πηγαίνουν στην εκκλησιά. Κατεβαίνω και σε λίγο βρίσκομαι στη γραφική μικρούτσικη πλατεία της. Είναι γεμάτη από χωρικούς που καπνίζουν μακαρίως πάνω στα πέτρινα πεζούλια της. Στην εκκλησιά δυο – τρεις γέροι και μερικές γυναίκες αποτελούν το ευλαβικό εκκλησίασμα. Η δεσποτική λειτουργία του παπά τους, δεν βρίσκει την πρέπουσα απήχηση στο νωθρό του ποίμνιο.

Μετά τη λειτουργία, μια παρέα από τους Ι. Κατσάκον, πρόεδρον, Ι. Αντιβάσην, Π. Δημητρέαν, Επ. Ρουμπέαν, δημοδιδάκαλον, τον αιδεσιμώτατο και άλλους βαδίζομε για τον Άη – Γιώργη που βρίσκεται πάνω στην κορυφογραμμή της Κούτσας τρία τέταρτα έξω από το χωριό. Φθάνομε αγκομαχώντας απ’ την απότομη ανηφοριά.

Ο υποχρεωτικός πρόεδρος, λάτρης της φύσεως, στέκει μαγευμένος, αναγκάζοντας και μας τους άλλους να προσέξωμε το γραφικό θέαμα, αριστερά το γνωστό θέαμα του Μεσσηνιακού και δεξιά η άγονη και περήφανη ακτή της Μάνης με τα χωριουδάκια της, που σαν λευκά σημαδάκια διακρίνονται στο διάζωμα και τους αλλεπάλληλους κολπίσκους της ακτής, την ψηλή καμινάδα του εργοστασίου του κ. Λιακέα στην Καρδαμύλη και τα γραφικά νησάκια, ως πέρα μακρυά στο Ταίναρο. Ανατολικά η περήφανη του Ταϋγέτου οροσειρά κλείνει το πλαίσιο και νοτιοδυτικά ατέλειωτη η θάλασσα προχωρεί και χάνεται στο άπειρο.

Τέλος, γυρίζουμε στο συκόσπιτο του παππού που μας περιμένει πλούσιο γεύμα. Αργά έπειτα γυρίσαμε στο χωριό με όργανα και τραγούδια και μ’ ένα κέφι που το κρατούσαν άσβεστο τα γεμάτα πνεύμα αστεία του πνευματώδους Π. Δημητρέα.

Το βράδυ, όταν η νύχτα απλώθηκε σ’ όλη τη φύση και γενική σιγολαλιά επικρατούσε παντού, βρισκόμαστε καθισμένοι γύρω από ένα τραπέζι με πλούσια χωρικής κουζίνας φαγητά και άφθονο αγνό κρασί. Στις κορφές ρόδιζε ο ουρανός από το ασημένιο φεγγάρι που πρόβαλλε με χάρη και κάπου κοντά εκεί, μες στο σκοτάδι, ένα βιολί δονούσε τον αέρα με τους παθητικούς του ήχους.

Στιγμή αληθινά υπέροχη. Βραδυά μαγευτική. Όλα γύρω ήσαν πλημμυρισμένα από ένα μεθυστικό άρωμα.

Αργά πολύ αποφασίσαμε να διαλυθούμε, γοητευμένοι από την ιδανική ανωτερότητα της φυσικής ωμορφιάς και το πρωί πήρα πάλι το δρόμο για τις Κιτριές.

Σε λίγες ώρες ήμουν στο λιμάνι μας. Άφηνα όλες αυτές τις αξέχαστες φυσικές καλλονές με κάποια λύπη και γυρνούσα στη βιοπάλη. Έζησα όμως είκοσι τέσσερες ώρες στην ώμορφη αυτή γωνιά της περιφερείας μας, είκοσι τέσσερες ώρες που θα μου μείνουν αξέχαστες, βαθειά χαραγμένες στις πιο απόκρυφες γωνιές της ψυχής μου, κει που ο χρόνος δεν φθάνει να ξεθωριάση τις αναμνήσεις.

Του συνεργάτου μας Κ. Δημητρέα