«ΘΑΡΡΟΣ» 25 Ιουλίου 1936: Μεσημεριάτικοι περίπατοι – Μία βόλτα εις το Νησί

«ΘΑΡΡΟΣ» 25 Ιουλίου 1936: Μεσημεριάτικοι περίπατοι – Μία βόλτα εις το Νησί

Πρέπει να ομολογηθή ότι είναι ηρωισμός να ξεσηκωθή κανείς μεσημεριάτικα όταν η υδραργυρική στήλη σημειώνει 38 βαθμούς Κελσίου και ο λίβας, λάβα εξαερωμένη, κατακαίει τα πάντα, για να… εκδράμη μέχρι το Νησί. Ηρωισμός τάχα μόνο ή και παραφροσύνη; Ίσως και τα δύο.

Μπορεί φυσικά  το Νησί να είναι θαυμάσιο μέρος, μπορεί να κατοικείται από ευγενικούς και πολιτισμένους ανθρώπους, μπορεί, μπορεί… αλλά η ζέστη είναι ζέστη και μάλιστα αρκετά μεγαλύτερη στο Νησί από την Καλαμάτα.

***

Ταξειδεύουμε! Δίπλα μας στο βαγόνι που στη ράχη του φέρνει απείρους ενιαυτούς και είναι μάλλον Κιβωτός του Νώε παρά όχημα, μια κυρία τεραστίων διαστάσεων, τέρας του Λοχ – Νες εις φυσικόν μέγεθος, σκουπίζει τον ιδρώτα, που σε χειμάρρους εν μικρογραφία κατρακυλά παρασύροντας πούδρες, ρίμελ, κραγόνια, σε σημείο που να παρουσιάση ένα πρόσωπο ικανό να παραβληθή με αρκετές ελπίδες επιτυχίας με τις αποκριάτικες μπαρμπούτες.

Πιο κει κάποιος άλλος αγκομαχάει από την αγωνία που φέρνει η αβάσταχτη ζέστη και κάποιος ακόμη έχει αποκοιμηθή ροχαλίζοντας σε τόνο… φα ματζόρε.

Μια μυρουδιά ανυπόφορη από τις ιδρωμένες σάρκες έχει πλημμυρίσει την ατμόσφαιρα του βαγονιού που την καταντάει αποπνικτική. Ο λίβας που μπαίνει από τα ανοιχτά παράθυρα μας τσουρουφλίζη τα πρόσωπα κι ο Κολοσούρτης… ντούκου… ντούκου… με ταχύτητα χελώνης προσπαθεί να αναρριχηθή την προς το Ασπρόχωμα ανωφέρεια.

***

Τώρα έχουμε εν όψει τον κάμπο του Νησιού με τις απέραντες ρυζοφυτείες του και την τόση μονοτονία του, που καταντά ανυπόφορη. Τι να ταξειδεύης στη Σαχάρα, τι εδώ! Τα ίδια και τα ίδια πράγματα χωρίς κανένα ενδιαφέρον, καμμιά ευχάριστη εναλλαγή. Κι η ζέστη όσο πάει και δυναμώνει. Η κυρία με τη βαρελοειδή εμφάνιση απαλλάσσει τα τελευταία ρίμελ και κραγιόν που κατεβάζει ο ιδρώτας, ο ένας συνταξιδιώτης εξακολουθεί ν’ αγωνιά κι ο άλλος το χαβά του. Μονοτονία κι εδώ… Μονοτονία. Ν’ άλλαζε τουλάχιστον τον τόνο του ρουχαλητού του. Ένα ρε μινόρε σε χρόνο τρία τέταρτα θα ’φτιαχνε λίγο την κατάσταση. Κι είμαι έτοιμος να φωνάξω. «Αλέγκρο, μαέστρο. Παίξε μας κάνα αλέγκρο».

***

Φθάνουμε!… Τους εν Καμίνω παίδας κατά την Βίβλον, τους έλειχον γλώσσαι πυρός και δεν εκαίοντο. Ο σάλιαγκας επίσης καιγόταν στη φωτιά και τραγούδαγε. Και με μας κάτι παρόμοιο συμβαίνει. Η ζέστη σε πύρινες φλόγες που τις διακρίνεις να ανεβαίνουν προς τα επάνω στο δρόμο, μας λείχουν, καιγόμαστε από τη φωτιά, κι όμως ο διπλανός μας κύριος που ανηφορίζουμε πλάι – πλάι σιγοψιθυρίζει  κάποιον εύθυμον σκοπό. Είναι το αλέγκρο που ζητούσε από τον ροχαλίζοντα συνεπιβάτη μου. Και να που μου ‘γινε η χάρη. Μα πόσο αλήθεια εκνευριστικό είναι κι αυτό. Όταν νοιώθει κανείς τα λίπη του να λιώνουν και να κατρακυλούν στο κορμί του, όλα του φταίνε και προ πάντων τα ρούχα που φορεί. Ως εκ τούτου διαψεύδεται και η για τους γκρινιάρηδες λεγομένη παροιμία «Με τα ρούχα του μαλώνει». Δεν είναι γκρίνια, είναι η ελπίδα της δροσιάς κι ανάθεμα το Νόμο περί Δημοσίας Αιδούς, γιατί όλοι θα γινόμαστε «φυσιολάτραι».

***

Με 38 βαθμούς υπό σκιάν, με το αίμα καταντημένο βραστόν χαμομήλιον, με το μυαλό κινδυνεύον να εγκαταλείψη τον επάνω όροφό μας, παίρνουμε συνέντευξη. Για όνομα του Θεού!

-Λοιπόν αυτά. Τα ίδια, τα ίδια… Τίποτα νεώτερο. Τα πράγματα της Κοινότητος βαίνουν καλώς… Ουφ ζέστη!…

-Ναι, μεγάλη ζέστη!

-Α ναι. Ήθελα να σας πως ότι… Μα τι θα γίνη αν η ζέστη σφίξη ακόμη;

-Απλούστατα θα παραφρονήσουμε.

-Θα παραφρονήσουμε ε; Θα παραφρονήσουμε…. Αλλά τι ήθελα να πω… Το ξέχασα… Δεν πειράζει, σας το λέω άλλοτε. Η ζέστη, βλέπετε…

-Ναι η ζέστη.

-Ορβουάρ λοιπόν.

-Ορβουάρ…

Και σε λίγο στην «Όασι».

-Γκαρσόν, ένα κομμάτι πάγο να βάλω στο κεφάλι μου. Νοιώθω πως θα τρελλαθώ.

-Μόλις σώθηκε, κύριε.

-Σώθηκε ε; Σώθηκε. Μπράβο του να ιδούμε εμείς τώρα πώς θα.. σωθούμε.

***

Κι όμως το Νησί είναι θαυμάσιο μέρος. Έχει πνεύμονα και πόλις που ’χει πνεύμονα, μην τη λυπάσαι. Είναι το αλσύλλιο της επάνω πλατείας, που το βαθύ πράσινο των δένδρων του προσπαθεί να καταπολεμήση την λευκήν μονοτονία των γύρω σπιτιών, απαράλλαχτα όπως τα λευκά αιμοσφαίρια προσπαθούν να εξοντώσουν το βάκιλο του Κωχ.

Κι είναι το καλοκαίρι χειρότερη η λευκή μονοτονία από το βάκιλο του Κωχ. Να ’ταν αλήθεια δυνατό να μην έκανε ζέστη στο Νησί. Να μπορούσε, μια κι ήρθε, κανείς να καθήση δύο ώρες, να αναζωογονηθή και να φύγη ύστερα ξαναγεννημένος.

Κακή μέγαιρα όμως αυτή η Μαντάμ Ζέστη. Σε κυνηγάει κατά πόδας και όπως σε τσουρουφλίζει στην Καλαμάτα, το ίδιο και χειρότερα σε κάνει στο Νησί να βράζης με το ζουμί σου.

Τι βλακεία αλήθεια να ψάχνη κανείς για δροσιά, να προσπαθή να απαλλαγή από τους 36 βαθμούς και να βρη 38; Τι άλλο χειρότερο έπαθε εκείνος που πήγε για μαλλί κι έφυγε κουρεμένος;

Του συνεργάτου μας Θ. Μαρκ