Οι σημερινές ανάγκες στη χρήση ύδατος είναι τεράστιες και τείνουν αυξανόμενες με την αύξηση και συσσώρευση του πληθυσμού στα μεγάλα αστικά κέντρα, τον υπερτουρισμό και την υπερκατανάλωση, κυρίως σε αγαθά μη πρωτεύουσας σημασίας.
Παράγοντες φυσικά που επιτείνουν τη λειψυδρία, είναι η κλιματική αλλαγή με τις υψηλές μισές θερμοκρασίες, τα τροποποιημένα υδατικά συστήματα από πυρκαγιές, κυρίως εγκατάσταση ανεμογεννητριών και βεβαίως η αλλαγή χρήσης σε δασικές ή γεωργικές εκτάσεις υψηλής παραγωγικότητας. Τα στοιχεία κατανάλωσης είναι τρομακτικά.
– 15.000 λίτρα ή 15 τόνοι νερό, για ένα κιλό μοσχαρίσιο κρέας
– 10.000 λίτρα, για ένα κιλό λάδι
– 11.000 λίτρα, για ένα παντελόνι τζίν
– 140.000 λίτρα/ εβδομάδα, για 4μελή ευρωπαϊκή οικογένεια
– Μέση απώλεια δικτύων μεταφοράς και διανομής ύδατος σε δήμους 50 % έως 60%.
Θα πρέπει να γνωρίζουμε, ότι το μισό νερό θα φτάσει στις βρύσες μας από την πηγή υδροληψίας και μάλιστα στη διπλή τιμή, γιατί χρεωνόμαστε και αυτό που «χάνεται».
Στην άρδευση η σπατάλη και γενικότερα οι απώλειες είναι περισσότερο αυξημένες. Το αρδευτικό νερό αντιστοιχεί στο 80% της ετήσιας συνολικής κατανάλωσής μας. Συνεπώς είναι επιτακτική ανάγκη για σύγχρονα δίκτυα και φράγματα, η επαναχρησιμοποίηση και στροφή σε βιώσιμους υδροφόρους ορίζοντες.
Τί ορίζουμε όμως ως βιώσιμο υδροφορέα, πώς προστατεύεται από την υπεράντληση και τους ρύπους.
Ένα υδατικό σύστημα, όπως αυτά που αναφέρονται στα διαχειριστικά σχέδια λεκανών απορροής, παρακολουθείται από την κοινοτική νομοθεσία και προστατεύεται από μια σειρά διατάξεων, αλλά και από τη σύγχρονη περιβαλλοντική νομοθεσία, ώστε να προσαρμόζεται η χρήση του νερού ανάλογα με την κλιματική αλλαγή και την κάλυψη των αδειοδοτημένων υδατικών αναγκών. Η ανθεκτικότητα του υδατικού συστήματος ενός υπόγειου υδροφόρου, κρίνεται από την ποσότητα ετησίως, που δεν αναπληρώνεται σε ένα υδρολογικό κύκλο. Ίσως χρειαστούν πολύ περισσότεροι μερικές φορές.
Χωρίς φράγματα και βιώσιμους υδροφόρους ορίζοντες, δεν θα υπήρχε νερό στις σύγχρονες κοινωνίες.
Το μεγάλο ερώτημα που αναδύεται από τη διαχείριση του νερού στη χώρα μας, είναι το γεγονός ότι παρότι υπάρχει νομοθεσία και παρακολούθηση των υδάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Ελλάδα, μια χώρα με μεγάλα υδατικά αποθέματα, έχει τρομερή έλλειψη νερού, ενώ τα ποτάμια της έχουν σημαντικές παροχές διαχρονικά. Όταν βρέχει έχουμε τόσο πολύ νερό που πνιγόμαστε! Επιβάλλεται δε άμεσα να τιθασεύσουμε τα φυσικά φαινόμενα, όποια και αν είναι, ό,τι και αν απαιτηθεί.
Το πρόβλημα της έλλειψης νερού είναι γνωστό και σχετίζεται με την αυθαίρετη χρήση και μεταφορά μεγάλων ποσοτήτων νερού χωρίς περιβαλλοντικές δεσμεύσεις και έρευνες. Αποτέλεσμα είναι να έχουμε ραγδαία ταπείνωση της στάθμης ύδατος στους υδροφόρους κάτω από το όριο βιωσιμότητας, που σημαίνει ότι αυτό που παίρνουμε ετησίως δεν αναπληρώνεται σε ένα υδρολογικό κύκλο. Σε μερικές δε περιπτώσεις ίσως χρειαστούν πολύ περισσότεροι.
Το είδαμε πέρυσι στην Ιβηρική χερσόνησο και φέτος στη βόρεια και ανατολική Ευρώπη, στην Ελλάδα και σε άλλες μεσογειακές χώρες, κυρίως στα ανατολικά.
Η λύση βρίσκεται στην αποθήκευση, στην επαναχρησιμοποίηση, στη στροφή σε οικολογικά προϊόντα, σε αλλαγή καταναλωτικού μοντέλου με μικρότερες καταναλώσεις, σε εκσυγχρονισμό δικτύων και σε μοντέλα προσομοίωσης με εναλλακτικές λύσεις.
Οι περιπτώσεις που αναφέρονται όλο και πιο συχνά, αφορούν νερό της βρύσης που δεν πίνεται ή δεν υπάρχει στη χειρότερη περίπτωση.
Οι νέες γεωτρήσεις επιτείνουν το πρόβλημα λόγω του φαινομένου της υπεράντλησης και της επακόλουθης υφαλμύρωσης των παράκτιων υδροφόρων οριζόντων.
Όταν είναι ελλειμματικός ή μη βιώσιμος ο υδροφόρος, παράλληλα πέφτουν και τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά. Αυξάνονται τα νιτρικά, η αλατότητα και οι συγκέντρωση φωσφορικών αλάτων και σύγχρονων ρύπων, όπως είναι τα φυτοφάρμακα.
Οι εντατικές καλλιέργειες απαιτούν όχι μόνο υπερκατανάλωση ύδατος, αλλά και φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων.
Ειδικά τα λιπάσματα είναι ένας ύπουλος εχθρός της ποιότητας νερού, γιατί διαλύεται εύκολα σε αυτόν και αυξάνεται με τη μείωση της ποσότητάς του επειδή καθιζάνει όταν αυξάνει το ph.
Πώς λοιπόν να αντιμετωπίσουμε τη λειψυδρία και να προσαρμοζόμαστε καλύτερα στην κλιματική αλλαγή; Φράγματα κυρίως με μειωμένο μέγεθος, είναι η βέλτιστη επιστημονικά λύση ειδικά για την Ελλάδα. Τα φαραωνικά φράγματα των εκατομμυρίων κυβικών μέτρων σήμερα δεν είναι δυνατόν να γεμίσουν με την κλιματική αλλαγή που βιώνουμε. Τα περισσότερα στην Κρήτη και πέρυσι στην Ισπανία, παρέμειναν άδεια ή δεν γέμισαν ποτέ.
Τα περισσότερα και μικρότερα φράγματα προκρίνονται για περιοχές της Πελοποννήσου, γιατί έχουμε πολλές μικρές λεκάνες και ορεινό ανάγλυφο. Περιοχές με υδατοστεγανά πετρώματα, όπως ο φλύσχης, είναι πολύ συνηθισμένα στις λεκάνες απορροής της Πελοποννήσου.
Αναφέρονται στη βιβλιογραφία δεκάδες θέσεις που πληρούν ανάλογα κριτήρια. Δυτική Μεσσηνία, Κορινθία, ορεινή Ηλεία. Έχουν αξιόλογες θέσεις για μικρά φράγματα. Το ίδιο ισχύει για πολλές περιοχές της δυτικής Ελλάδας. Επειδή γεμίζουν εύκολα και υπάρχει το ανάλογο γεωλογικό και γεωμορφολογικό υπόβαθρο, σε αντίθεση με την ανατολική νησιωτική χώρα, που προτείνεται το μοντέλο των λιμνοδεξαμενών και της αφαλάτωσης.
Σε κάθε περίπτωση ο σχεδιασμός θα προβλέπεται για κάλυψη υδρευτικών αναγκών, τουλάχιστον 50 έτη από σήμερα.
Οι μεγάλοι δήμοι βεβαίως θα πρέπει να συντάξουν «μάστερ πλαν» για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας και να το καταθέσουν για χρηματοδότηση. Ειδικά ο δήμος Καλαμάτας, που είναι σε θέση να ενισχύσει και τους γειτονικούς δήμους με το μεγάλο ποσό των σχεδόν 10.000.000 ευρώ που έχει συσσωρεύσει αδιάθετο στο αποθεματικό του.
Toυ Μ. Δ. Αντωνόπουλου
Γεωλόγου – γεωτεχνικού περιβάλλοντος, Μ.Sc.