Πάρα πολύν καιρόν είχα να κάμω περίπατον έως το Αυτόφωρον. Προ ημερών επήρα την απόφασιν να παρακολουθώ κάποτε κάποτε τις συνεδριάσεις του και να μεταδίδω τις πλέον ενδιαφέρουσας από των στηλών αυτών.
Εις το εδώλιον του κατηγορουμένου μία μεσήλιξ κυρία πελωρίων διαστάσεων. Μηνύτρια μια θελκτικωτάτη δεσποινίς.
Ο κ. Πταισματοδίκης καλεί την μηνύτρια να ιστορήση την υπόθεσιν και η τσακπινούλα δεσποινίς αρχίζει:
-Εκαθόμουν στον εξώστη μου όταν εξ απροσεξίας μου ένας μικρός όγκος χώματος έπεσεν από τη γλάστρα μου και εχτύπησε την κυρίαν εις το καπέλλο.
Έσπευσα αμέσως κάτω και άρχισα να ζητώ συγγνώμην από την κυρίαν, η οποία όμως ως την επλησίασα εσήκωσε τη χερούκλα της και μου κατέφερεν ηχηρότατα ραπίσματα. Γι’ αυτό αναγκάσθηκα να την μηνύσω.
Εις το σημείον τούτο επεμβαίνει ο κ. Δημόσιος Κατήγορος και ερωτά την μηνύτριαν μελισταλάκτως:
-Τι είχατε φυτεύσει εις την γλάστραν σας;
Η δεσποινίς τον προσβλέπει κάπως περιέργως και απαντά:
-Βασιλικόν, κύριε…
Αλλ’ ο κ. Δημόσιος Κατήγορος δεν πείθεται και καλεί την κατηγορουμένην την οποία και ερωτά:
-Τι άνθη είχε στη γλάστρα της η δεσποινίς;
Την απάντησιν όμως έπνιξαν οι δαιμονιώδεις κρότοι του προεδρικού κώδωνος:
-Δεν είν’ ερωτήσεις αυταί, κε Δ. Κατήγορε…
-Δικαίωμα, κε Πρόεδρε!
Εις το σημείον τούτο δημιουργείται θόρυβος μέσα εις το ακροατήριον. Μετά παρέλευσιν πολλής ώρας ο Πταισματοδίκης ερωτά την παχύδερμον κυρίαν:
-Διατί, κυρία μου, εβιαιοπραγήσατε;
-Λέει ψέμματα, αυτή η τερτίπω…
-Σιωπή – διατάσσει ο κ. Πταισματοδίκης.
-Εμ με εχτύπησε, εμ άρχισε και τα γέλοια.
-Είναι ένοχος η κατηγορουμένη, κύριε Πρόεδρε, παρεμβαίνει ο κ. Δημόσιος Κατήγορος.
Αλλά δεν ήτο σύμφωνος με την γνώμην τούτου ο κ. Πρόεδρος, δι’ αυτό δε και η γιγαντιαία κυρία ηθωώθη.
ΟΥΔΕΤΕΡΟΣ
ΕΠΙ ΔΙΑΤΑΡΑΞΕΙ…
«ΘΑΡΡΟΣ» 18 Φεβρουαρίου 1932
Πολλοί αναγνώσται της παρούσης στήλης –καλωσύνη των – με παρακαλούν δι’ επιστολών των να τους τροφοδοτώ κάπου –κάπου και με τας εντυπώσεις μου από διάφορες συνεδριάσεις του Αυτοφώρου.
Προχθές λοιπόν παρηκολούθησα μίαν σπουδαίαν συνεδρίασιν της οποίας τα εστενογραφημένα πρακτικά μεταφέρω στη στήλη αυτή. Κατηγορούμενος ένας νέος έως είκοσιν ετών και μηνυτής ένας κοιλαράς πεντηκοντούτης.
-Τι έκαμεν ο νεαρός; ερωτά ο κ. Πταισματοδίκης.
Το αστυνομικόν όργανον το οποίον προσήγαγεν αμφοτέρους στο Αυτόφωρο εκθέτει τα καθέκαστα.
-Ήμουν σκοπός, κε Πρόεδρε, όταν περί ώραν 12ην περίπου βλέπω τον κύριον – με το συμπάθιο – με τα νυκτικά του ασθμαίνοντα και φωνάζοντάς με. Τον επλησίασα και τον ηρώτησα τι συμβαίνει. Μου κατήγγειλε, λοιπόν, ότι ο κύριος απ’ εδώ (δεικνύει τον νεαρόν) τραγουδούσε κάτω απ’ τα παράθυρά του, συνοδεύοντας το τραγούδι του με τους ήχους μιας κιθάρας.
-Αρκετά… να έλθη ο τάδε. Ο κοιλαράς κύριος καλείται να εκθέση τα συμβεβηκότα.
-Δεν είναι κατάστασις μ’ αυτόν, κε Πρόεδρε. Ούρλιαζε μια ώρα κάτω απ’ τα παράθυρα του σπιτιού μου και όταν ετόλμησα να του παρατηρήσω ότι μας ανησυχεί, άρχισε να με ειρωνεύεται. Εις το σημείον τούτο επεμβαίνει ο κ. Δημόσιος Κατήγορος.
-Έχετε κόρην; ερωτά.
-Μάλιστα.
-Μεγάλην;
-Δέκα εννέα ετών, κε Αστυνόμε.
-Μπορείτε να μας περιγράψετε τα χαρακτηριστικά της;
Αλλ’ ο προεδρικός κώδων επιβάλλει σιγήν.
-Κύριε Πρόεδρε, διαμαρτύρεται ο Δημόσιος Κατήγορος, το πράγμα έχει σημασίαν.
-Ανούσιες λεπτομέρειες, κε Δ. Κατήγορε.
-Με υβρίζετε, διαμαρτύρομαι.
Μέγας θόρυβος δημιουργείται και συνεπεία τούτου η δίκη αναβάλλεται…
ΟΥΔΕΤΕΡΟΣ
ΑΘΩΩΣΙΣ ΥΠΟΠΤΩΝ…
«ΘΑΡΡΟΣ» 20 Φεβρουαρίου 1932
Το Αυτόφωρον εξεδίκασε προ ημερών μίαν πρωτότυπον και σπουδαίαν υπόθεσιν, γενικάς γραμμάς της οποίας μεταφέρομεν ώδε!
Ας αφήσωμεν το αστυνομικόν όργανον να εκθέση τα καθέκαστα ως τα εντελήφθη:
-Κύριε Πρόεδρε, εφύλαγα σκοπός το παρελθόν βράδυ, όταν κατά την 1ην πρωινήν ακούω εξακολουθητικά και εκκωφαντικά σφυρίγματα εις ολίγην απόστασιν από της σκοπιάς μου.
-Πώς; ενδιαφέρεται ασμένως ο κ. Πταισματοδίκης.
-Μάλιστα… Στην αρχή δεν έδωσα και πολλήν σημασίαν νομίσας ότι κάποιος ξενύχτης κεφωμένος θα εσφύριζε βαδίζοντας… αλλά σε λίγο τα σφυρίγματα επανελήφθησαν εντονώτερα και από καθήκοντος έτρεξα να ιδώ τι συμβαίνει. Φθάνω, λοιπόν, δίπλα στη γωνία και βλέπω έναν νεαρόν χωμένον στο παλτό του.
-Γιατί σφυρίζεις, κύριε; τον ερωτώ. Δεν επρόφθασεν όμως να μου δώση απάντησιν, όταν άλλος συνομήλικός του, αυτός εκεί (δεικνύει τον έτερον κατηγορούμενον), με ένα σάλτο εβγήκε από την πλησίον εξώθυραν ενός ψηλού σπιτιού και μας επλησίασε.
-Τι είσαι συ; ερωτώ και αυτόν.
-Έλλην ορθόδοξος, μου λέγει, και… γράμματα γνωρίζω!
Ο κ. Πρόεδρος εκπλήσσεται και καλεί τον πρώτον να απολογηθή.
-Γιατί εσφύριζες;
-Έτσι απλώς… κύριε Πρόεδρε.
Αλλ’ ο κ. Πρόεδρος σαστίζει και αναγκάζεται να καλέση εις απολογίαν και τον έτερον των κατηγορουμένων.
-Γιατί εβγήκατε εκείνην την ώραν από το σπίτι σας;
-Δεν ήτο σπίιτι μου, κε Πταισματοδίκα!
-Πώς;
-Μάλιστα…
-Αλλά τότε είσθε κλέπτης;
-Με υβρίζετε… διαμαρτύρομαι.
Το μυστήριον όμως έρχεται να διαλευκάνη εύστοχος επέμβασις του κ. Δημοσίου Κατηγόρου:
-Τι εγυρεύατε στο ξένο σπίτι και τι τον έχετε αυτόν που εσφύριζε έξωθεν;
-Είναι φίλος μου.
-Μμ… και τι ηθέλατε στο ξένο σπίτι, αφού δεν είσθε κλέφτης;
Σιωπή!
-Μήπως έχετε κανένα αίσθημα και συναντηθήκατε τη νύχτα εκείνη και ο φίλος σας έκαμνε χρέη σκοπού;
-Η νεότης, κε Αστυνόμε…
-Α!… καλά το εκατάλαβα… και δεν μου λέτε υπηρέτρια είναι αυτή ή κυρά;
-…
-Μιλήστε, λοιπόν…
-Υπηρέτρια…
-Έχετε λόγους να πιστεύετε πως σεις μόνον είσθε που της απασχολήσατε την καρδιά;
Αλλ’ εις το σημείο τούτο ο προεδρικός κώδων φρενιτιά και εντός ολίγου αμφότεροι οι κατηγορούμενοι αφίενται ελεύθεροι.
ΟΥΔΕΤΕΡΟΣ
ΠΕΡΙ ΜΠΑΡΜΠΟΥΝΑΣ…
«ΘΑΡΡΟΣ» 11 Μαρτίου 1932
Το Αυτόφωρον αδιαφορούν τελείως δια τα τεκταινόμενα εν τη χώρα και ον απερισπάστως αφοσιωμένον εις τον προορισμόν του, συνεχίζει ηρέμως τας συνεδριάσεις του. Βεβαίως, υπάρχουν και ωρισμέναι συνεδριάσεις αι οποίαι ενδιαφέρουν ιδιαζόντως:
Προχθές το Αυτόφωρον εξεδίκασε μίαν σοβαρωτάτην υπόθεσιν και η σχετική συνεδρίασις υπήρξε θυελλώδης.
Υπό τινός αστυνομικού οργάνου προσάγεται εις νεαρός, κομψός, ευήλιος, ευάερος και… λικνιζόμενος, όστις χωρίς πολλάς διατυπώσεις καλείται να απολογηθή;
-Τι έκαμες, πάλι εσύ; ερωτά ο κ. Πρόεδρος διευθετών την ύπαρξίν του εις το κάθισμα.
-Ούτε κι εγώ, κε Πταισματοδίκα, γνωρίζω, διατί προσήχθην ενώπιόν σας.
-Πώς;
-Μάλιστα.
Ο κ. Πρόεδρος φαίνεται θορυβημένος και δια να εξακριβώση τα καθέκαστα ερωτά το αμφιμασχάλιον:
-Διατί προσηγάγατε αυτόν εδώ, χωροφύλαξ;
Το αστυνομικόν όργανον πλησιάζει και απηντά:
-Αυτός, κε Πρόεδρε, βαδίζων καθ’ οδόν επείραξε μίαν κοπέλλαν δια φράσεων ανηθίκων.
-Τι… περίπου έλεγε;
-Έλεγε, δηλαδή, ότι ο πατήρ της κοπέλλας είναι ζαχαροπλάστης και ότι αυτή είναι μπαρμπούνα και τα τοιαύτα.
Ο κ. Πταισματοδίκης συνοφρυούται και καλεί τον κατηγορούμενον:
-Διατί είπατε ζαχαροπλάστην τον πατέρα της δεσποινίδος και μπαρμπούνα αυτήν;
-Αυτά είναι συκοφαντίαι, κε Πρόεδρε. Άλλως τε και αν υποτεθή πως ωμίλησα κατά τοιούτον τρόπον, έχω την γνώμην πως ένα κοπλιμάν της έκαμα (ενταύθα ο κατηγορούμενος και το ακροατήριον γελά θορυβωδώς).
Ο προεδρικός κώδων διατάσσει σιγήν:
-Είσαι και θρασύς, βλέπω.
-Παρακαλώ, κε Πρόεδρε… Άλλως τε να προσαχθή η Δις εκείνη την οποίαν δήθεν ηνόχλησα.
Εις το σημείον τούτο μία παρένθεσις του κ. Δημοσίου Κατηγόρου έρχεται να… ευθυμήση το ακροατήριον.
-Κύριε Πρόεδρε, έχω την γνώμην ότι δεν ενδιαφέρει η κατάθεσις της Δος. Εκείνο το οποίον οφείλομεν να εξετάσωμεν είναι αν πράγματι η δνις αυτή είναι μπαρμπούνα εν τη ευρεία εννοία της λέξεως και φυσικά το γεγονός τούτο ηλέκτρισε τον κατηγορούμενον (ιλαρότης…).
Ο κ. Πταισματοδίκης ευρών ευλογοφανή και σκόπιμον την παρατήρησιν αναβάλλει την συνεδρίασιν δια το απόγευμα.
ΟΥΔΕΤΕΡΟΣ