Δύο γκρίζα συννεφάκια στον ουρανό προχθές το απομεσήμερο άρχισαν να ξεμακραίνουν σαν βαμβάκι που το γνέθει στη ρόκα της η γρηά… Έπειτα άπλωσαν και σιγά – σιγά χρωματίστηκαν στο άυλο μωβί χρώμα της κατήφειας! Κι ο ουρανός, που λίγο πριν είχε τεντώσει το καταγάλανο ατλάζι του πάνω στη γη, άρχισε να σκυθρωπάζη και να απειλή ράντισμα, λες και θλίβεται κι αυτός κι είναι έτοιμος να δακρύση σαν τις ευαίσθητες ψυχές που, τις ημέρες τούτες, αποξεχάνονται σε μιάν απροσδιόριστη έκταση κι υγραίνουν τα μάτια τους από κάποιο ακαθόριστο συναίσθημα…
Η ρούγα, η συμπαθητική αυτή χοάνη της απλότητας με τις νοικοκυρούλες της και τα τσεμπεράκια και τους κότσους της που παρακολουθούσε, σαν ασύρματος, όλα τα ζητήματα της κοινωνικής ηθικής και τα εγαλβάνιζε στο αδυσωπητότερο χαβάνι της αυστηρότερης κριτικής και που, όπως να πης, προσέδινε έναν ζωηρόν τόνο στη συνοικία, άρπαξε το σκαμνάκι και την καρεκλίτσα της και αρμπαρώνεται πια νωρίς – νωρίς, γιατί το βραδυνό μελτεμάκι περονιάζει τη σάρκα και θωπεύει ύποπτα τα πνευμόνια…
Ακόμη κι ο γείτονάς μου, ο κυρ-Γιώργης, με τους τρεις γυιούς του που τον έχουνε αποξεχάσει στην ξενιτειά, ο κυρ-Γιώργης που πολλές φορές με τρόμαζε με την ποδήρη πουκαμίσσα του, έτσι καθώς περνούσα, περασμένα μεσάνυχτα, απ’ την αυλή του, ο κυρ- Γιώργης που τρεις μήνες τώρα αλυγμολαλούσε παραδέρνοντας στο κρεββάτι της μοναξιάς του, καπνίζοντας απανωτά τσιγαράκια όλη την νύχτα, κι αυτός προχθές το βράδυ είχε χαθή απ’ την αυλή του…
Κι η δροσάτη κοπέλλα του δρόμου προς το σπίτι μου, το ρομαντικό κορίτσι με τα 18 μοσχοβόλα χρόνια, το κορίτσι με τα γαλανοπράσινα μάτια που ερέμβαζαν εκστατικά στο παραθύρι – ποιος ξαίρει αν μιλώντας με τα άστρα και τη μοίρα της-, το σοβαρό αυτό κορίτσι που έδινε την εντύπωση μιας περίεργης προσωπικότητας και που ήταν για μένα πολλές φορές η ποθητή ξεκούραση, μετά απ’ την εξαντλητική δουλειά, έτσι καθώς την έβλεπα κάθε βράδυ στο παραθύρι όπου δίπλα της μια γλάστρα με μπουγαρίνια σκόρπιζε το πιο μεθυστικό άρωμα, το κορίτσι – αίνιγμα, χάθηκε κι αυτό, ποιος ξαίρει αν για πάντα, αφού τόσο σκοτεινό είναι το αύριο και τόσο παράξενη η προσταγή της μοίρας στην ανθρώπινη ζωή…
Α! όλα χάνονται κι όλα σβύνουν σ’ αυτόν τον κόσμο, τόσο γρήγορα, τόσον αναπάντεχα, πολλές φορές, καθώς χάνεται ο καπνός στο ανορθωτικό ξετύλιγμά του…
Κι είναι τόσο ανατριχιαστικό το χτες και τόσο συγκλονιστική η αίσθηση του χρόνου και της ώρας που φεύγουν και σβύνουν χωρίς νόημα και σκοπό, και σκεπάζουν με τον πέπλο τους κάθε ανθρώπινη ελπίδα… κάθε ανθρώπινη απαντοχή…
Ω! αν ξαίραμε, αν μπορούσαμε να σκεφτούμε, ν’ αγκαλιάσουμε με τ’ άυλα χέρια της φαντασίας εκείνο που λέγεται Ζήση, ποτέ δε θα γελούσαμε, ή ποτέ δε θα θλιβόμαστε.
Γιατί όλα μας γελούνε κι όλα μας σκοτώνουν…
Φθινόπωρο! Πόσο σοφά, πόσον ώμορφα είναι τοποθετημένα, τα άψυχα στοιχεία σε τούτο τον κόσμο! Θαρρώ πως τούτες τις ημέρες μοιρολογάν τα νειάτα, μιας ζήσης το ξεψύχημα!
Ριγούν τα δέντρα, σκυθρωπά ζουν τα ουράνια, ανατριχιάζ’ η πλάση, δέχετ’ αδιαμαρτύρητα η γη το μούντζωμα του χάους!
ΟΥΔΕΤΕΡΟΣ
MHNYMATA
«ΘΑΡΡΟΣ» 12 Σεπτεμβρίου 1937
Ο ουρανός τις τελευταίες μέρες εννοεί να εμφανίζεται συνοφρυωμένος σαν το θυμωμένο Δία. Ο καιρός ακατάστατος, γκρινιάρης, κατσουφιασμένος. Μερικά γκρίζα συννεφάκια το πρωί, λίγος ζεματιστός ήλιος ικανός να λυώσει και την άσφαλτο το μεσημέρι και κατόπι βροχή. Πότε ψιλή – ψιλή και πότε καταρρακτώδικη. Τα γκρίζα σύννεφα γίνονται μαύρα, η δύση σκυθρωπάζει και τα μπουμπουνητά ξεσκίζουν τον καλαματιανόν ορίζοντα…
Τα νεύρα μας σπάζουν.
Οι αρμοί του κορμιού μας σμπαραλιάζουν.
Οι φλέβες γίνονται χείμαρροι ανατριχίλας και τα πρώτα φθινοπωρινά ρίγη φέρνουν το μεγάλο μήνυμα.
-Έρχεται…
-Ποιος;
-Το φθινόπωρο. Δεν ακούς τον ουρανό π’ αλυχτάει σαν το λυσσάρικο το σκυλί;
Κι αλήθεια έρχεται. Σαν τ’ ανάλαφρο το μελτεμάκι για να φουσκώσει τα πανιά της βαρκούλας που θα μας φέρει με πρίμα τον καιρό στην τρικυμία του χειμώνα. Στους γεναριάτικους βορρηάδες με τ’ αστραποβολητά τους, στο γκρινιάρικο ακομπανιάρισμα της βροχής, που θα σπάζει ορμητικά στα τζαμόφυλλα του σπιτιου μας, στη γλυκειά τη θαλπωρή της σόμπας ή του παραγωνιού, όπου κάποια γρηούλα θα μας ανιστορεί το θρύλο του στοιχειωμένου δράκοντα.
Το φθινόπωρο…
Με βαρειά καρδιά θ’ αποθέσουμε αύριο, μεθαύριο ίσως, στο περιθώριο του χρόνου τις καλές αναμνήσεις του καλοκαιριού – τη χαρά της θάλασσας, το μύρο του έλατου, τις ωμορφιές της πλαζ – και θ’ αλλάξουμε κοστούμι. Θα ντυθούμε στα μάλλινα. Θα γίνουμε σοβαροί και συνοφρυωμένοι – σαν το χθεσινό τον ουρανό – και θα ριχτούμε διψασμένοι σε νέες περιπέτειες…
Τις απολαύσεις της θάλασσας θα τις κλείσουμε στο καφενείο όπου θα περνάμε τις ώρες της θανατερής της πλήξης, πότε με τα «χαρτιά», πότε με τα πούλια του ταβλιού ή τα κοκκαλάκια του «ντόμινου» και πότε σκυμμένοι πάνω στ’ άρθρο κάποιας εφημερίδας που θα ενδιαφέρεται για τα… κινεζοϊαπωνικά!
Και κάποτε, ίσως, θα θυμόμαστε πως κάποιο κομμάτι απ’ την καρδιά μας το λησμονήσαμε στην ακρογιαλιά ή στη δροσιά κάποιου βαθύσκιου πλάτανου.
ΝΟΥΛΗΣ ΝΤΟΛΙΟΣ
Η ΜΠΟΡΑ
«ΘΑΡΡΟΣ» 15 Οκτωβρίου 1937
Δύο φθινοπωρινές ριπές έσπασαν στο κουκλίστικο προσωπάκι της, ίσα – ίσα κάτω από τις βαθειά μαύρες βλεφαρίδες της. Κι ήταν σαν δύο χάντρες – δάκρυα που είχαν κυλήσει από τα γαλαζοπράσινα μάτια της που παιγνίδιζαν σαν πειρασμοί…
Την είχα προσέξει, από μιάν ώρα, που βημάτιζε νευρικά στο απόμερο σοκάκι. Κάποιον περίμενεν ασφαλώς το απόγευμα εκείνο η παιδούλα των δεκατέσσερω χρονώ. Στο προσωπάκι της το βελούδινο είχεν απλωθή η αγωνία της μάταιης προσμονής…
Είχε σχολάσει νωρίς απ’ τη δουλειά της – ήταν «μοδιστρόνι» κι έτσι, με τη «φανταιζί» μπλουζίτσα της δουλειάς, καρτερούσεν ανυπόμονα να ξαγναντήση στη γωνιά ο νυμφίος…
Τα δευτερόλεπτα περνούσαν χωρίς η μικρούλα να το νιοώθη. Κάπου κάπου κυττούσε το ρολόι της Υπαπαντής και κατόπι, αφού έρριχνε μιαν ερευνητική, απεγνωσμένη ματιά στο στρίψιμο του δρόμου, ξανάρχιζε τους νευρικούς βηματισμούς.
Πλάι της περνούσαν γυναικούλες της γειτονιάς, άνδρες που γύριζαν απ’ τη δουλειά σπίτι τους φορτωμένοι ψώνια, παιδάκια χαρούμενα που τιτίβιζαν σαν τα σπουργίτια τα τρελλά.
Κι αυτή – η παιδούλα των δεκατέσσερω χρονώ – υπέφερε τους πρώτους καϋμούς της αγάπης.
Τώρα πια ειν’ αργά. Έχει περάσει μια ώρα περίπου. Κι εκείνος δεν φάνηκε στη γωνιά του δρόμου.
Γιατί;
Η μικρούλα έβγαλε σε μια στιγμή από την τσέπη της μπλουζίτσας της ένα τσαλακωμένο χαρτάκι – σημείωμα, που το πασπάτευεν ολοένα με το δεξί της χέρι, το ξεδίπλωσε και του έρριξε μιαν απλανή ματιά που έκρυβε χίλια ερωτηματικά. Το διάβασεν; Ίσως. Ωστόσο, έπειτα από πολλούς δισταγμούς και αφού για τελευταία φορά κύτταξε το ρολόι της πόλεως, τόσκισε. Το ‘κανε χίλια κομματάκια.
Και τότε – ω, τότε… – οι δύο φθινοπωρινές ριπές έγιναν πέντε, εφτά, δέκα, αμέτρητες…
Άρχισε ψιλή – ψιλή βροχή. Έτσι σαν χιονόνερο. Ομπρέλλα δεν είχε και στάθηκε κάτω από ένα μπαλκόνι.
Ένας νεαρός κομψευόμενος περνούσε με την ομπρέλλα του. Κι είδε την ώμορφη παιδούλα των δεκατέσσερω χρονώ, με το κουκλίστικο το προσωπάκι της.
-Να σε συνοδεύσω, μικρούλα μου, εγώ με την ομπρέλλα μου; της είπε.
Η μικρή γύρισε αλλού το προσωπάκι της.
Κι αυτός ειρωνικά:
-Άδικα περιμένεις, δεν θάρθη…
Κι η βροχή δυνάμωνε… Μα κι αν δυνάμωνε τι; Η παιδούλα έφυγεν, αργά αργά, χωρίς καμία προφύλαξη. Ούτε η βροχή ούτε το σούρουπο το φθινοπωρινό που απλωνόταν γύρω της την τρόμαζε.
Είχε δοκιμάσει πια την πρώτη μπόρα της αγάπης…
Η παιδούλα των δεκατέσσερω χρονώ…
ΝΟΥΛΗΣ ΝΤΟΛΙΟΣ