Υπόμνημα 110 σελίδων με ενστάσεις και αντιρρήσεις για την προτεινόμενη εγκατάσταση 37 ανεμογεννητριών σε βουνά της Δυτικής και Ανατολικής Μάνης κατέθεσε χθες ο δήμαρχος Δυτικής Μάνης, Γιώργος Χιουρέας, στην ειδική διαβούλευση του υπουργείου Περιβάλλοντος, η οποία ολοκληρώθηκε.
Κύρια διαπίστωση από το Δήμο Δυτικής Μάνης είναι ότι οι επιστημονικές μελέτες στις οποίες στηρίχθηκε η Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων της εταιρείας που θέλει να κατασκευάσει το έργο είναι ανύπαρκτες και στη θέση τους εμφανίζονται λευκές σελίδες.
Ζημιογόνο για τη Μάνη
Όπως σημειώνεται στο υπόμνημα του Δήμου, στο έργο MORES II της εταιρείας Volton προτείνεται η εγκατάσταση 37 ανεμογεννητριών, προβλέπονται έργα κατάληψης του βουνού έκτασης 800 στρεμμάτων και κατασκευή νέας οδοποιίας μήκους 48 χιλιομέτρων, σε απόσταση ενός ή δύο χιλιομέτρων από παραδοσιακούς οικισμούς και αρχαιολογικούς χώρους στη Δυτική Μάνη.
«Ο Δήμος έχει από την πρώτη στιγμή δηλώσει ότι οι σχετικές εκτάσεις είναι ιδιοκτησία του, κάτι που η εταιρεία δε φαίνεται να γνωρίζει. Σε κάθε περίπτωση, ο Δήμος συμμετέχει στη διαβούλευση ώστε να μην υπάρχει καμία αμφιβολία για τις απόψεις του Δήμου για μεγάλης κλίμακας αιολικά πάρκα στην περιοχή του.
Την επιστολή – υπόμνημα συνέταξε ειδική ομάδα εργασίας που ο Δήμος συνέστησε πριν από δύο εβδομάδες, μόλις πληροφορήθηκε την ύπαρξη των σχεδίων της εταιρείας και της διαβούλευσης. Η επιστολή αποτελείται από επιχειρήματα χωροταξικής πολιτικής και νομικά επιχειρήματα και συνοδεύεται από ένα ειδικό παράρτημα για ζητήματα γεωλογίας και υδάτων.
Το Δημοτικό Συμβούλιο Δυτικής Μάνης ομόφωνα έκρινε ότι το έργο θα προκαλέσει τεράστια βλάβη σε ολόκληρη τη Δυτική Μάνη και ότι η ΜΠΕ, που φέρεται να συνάγει το αντίθετο συμπέρασμα, είναι πρόχειρη, γεμάτη λάθη, και συχνά αντιφατική, ενώ τα επιχειρήματα υπέρ της χωροθέτησης στη Μάνη είναι εντελώς αδύναμα.
Η Βεβαίωση Παραγωγής που έχει λάβει η εταιρεία για το έργο προβλέπει τη διοχέτευση της ενέργειας όχι στην Πελοπόννησο, της οποίας το ηλεκτρικό δίκτυο είναι κορεσμένο, αλλά αποκλειστικά στη Στερεά Ελλάδα και στο ΚΥΤ Δίστομου Φωκίδας. Το σχέδιο αυτό είναι παράλογο: είναι μη βιώσιμο, εξαιρετικά κοστοβόρο και με τεράστιες και αχρείαστες περιβαλλοντικές συνέπειες. Το έργο θα είναι ιδιαίτερα ζημιογόνο για τη Μάνη, χωρίς να συνεισφέρει στην ενεργειακή μετάβαση της χώρας, εφόσον η διασύνδεση με τη Στερεά Ελλάδα, που απαιτεί η βεβαίωση παραγωγής της εταιρείας, δεν είναι εφικτό να γίνει, αφού δεν είναι μέσα στον δεκαετή προγραμματισμό που πρόσφατα ανακοίνωσε ο ΑΔΜΗΕ.
Γι αυτόν το λόγο και μόνο η Βεβαίωση Παραγωγής πρέπει να ανακληθεί από τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας», αναφέρει- μεταξύ άλλων- η επιστολή που κατατέθηκε.
Βασικές ενστάσεις
Τα κύρια σημεία και οι ενστάσεις που θίγονται στην επιστολή είναι τα εξής:
«α) Το έργο θα ζημιώσει ανεπανόρθωτα τον ιστορικό χαρακτήρα της Μάνης:
Η ΜΠΕ δεν αποτυπώνει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και ιστορία της Μάνης. Η περιοχή της Δυτικής Μάνης δεν προσφέρεται για την ανάπτυξη μεγάλης κλίμακας αιολικών εγκαταστάσεων, λόγω του ιδιαίτερου φυσικού κάλλους της, της πλούσιας ιστορίας της, της ανάπτυξης του πεζοπορικού και ορειβατικού τουρισμού καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, λόγω της μεγάλης περιβαλλοντικής σημασίας των άγριων πτηνών και των οικοσυστημάτων της, αλλά και επειδή δεν έχει τις κατάλληλες υποδομές, π.χ. δρόμους, λιμάνια, ή διασύνδεση με το δίκτυο υψηλής τάσης.
Τα ορεινά χωριά της Δυτικής Μάνης αναπτύσσονται ήπια με ιδιαίτερη έμφαση στους επισκέπτες που αγαπούν τη φύση, αλλά και τις τέχνες και τα γράμματα, με πλήθος εκδηλώσεων και φεστιβάλ στην ευρύτερη περιοχή την άνοιξη, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο.
Όλες αυτές οι δραστηριότητες θα υποστούν βλάβη από την εγκατάσταση ανεμογεννητριών, ύψους 160 μέτρων, που θα είναι ορατές από όλο το παράλιο μέτωπο της Δυτικής Μάνης, την ισοπέδωση έκτασης 800 στρεμμάτων μέσα σε προστατευόμενους οικοτόπους, την εκσκαφή μεγάλου μέρους του βουνού, την απώλεια της ανοικτής πρόσβασης στον Ταΰγετο και την κατασκευή 48 χιλιομέτρων νέων δρόμων που θα αλλάξουν ανεπανόρθωτα ένα τοπίο απαράμιλλης ομορφιά, ακριβώς δίπλα σε 10 ιστορικής σημασίας οικισμούς, καθώς και σε δεκάδες αρχαία, βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία.
Παραπλανητική μελέτη
β) Το έργο στηρίζεται σε μια ελλιπή, αναξιόπιστη και παραπλανητική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων:
Το αντίθετο συμπέρασμα της ΜΠΕ βασίζεται σε προφανώς λανθασμένη εκτίμηση της πραγματικότητας. Η μελέτη αυτή είναι εντελώς αναξιόπιστη. Για παράδειγμα, η μελέτη ισχυρίζεται ότι έχει προετοιμάσει “Τεύχος Φωτορεαλιστικής Απεικόνισης” που δείχνει με επιστημονικό τρόπο ότι η όχληση θα είναι περιορισμένη. Τέτοιο τεύχος δεν υπάρχει. Η σχετική σελίδα της μελέτης (σελ. 16-7) είναι μια λευκή σελίδα.
Το ίδιο ισχύει για άλλες πέντε επιστημονικές μελέτες, που δήθεν στηρίζουν τα συμπεράσματά της. Είναι όλα λευκές σελίδες. Η ίδια έλλειψη παρουσιάζεται και στην ΜΠΕ που συνοδεύει το συγγενές έργο της ίδιας εταιρείας, Bόλτον, MORES στην Αρκαδία.
Το συμπέρασμά μας είναι ότι η αξιολόγηση των επιπτώσεων έγινε χωρίς να υπάρχουν ειδικές μελέτες. Η ανυπαρξία επιστημονικών μελετών φαίνεται να είναι απόφαση της εταιρείας. Γι’ αυτόν και μόνο το λόγο η αίτηση πρέπει να απορριφθεί άνευ ετέρου.
γ) Το έργο είναι ιδιαίτερα επιβλαβές για τους Οικοτόπους του Δικτύου NATURA 2000:
Το προτεινόμενο έργο, τόσο οι ανεμογεννήτριες καθεαυτές και οι “πλατείες” τους, όσο και τα 48 χιλιόμετρα νέων δρόμων, καθώς και το εναέριο δίκτυο μήκους εκατοντάδων χιλιομέτρων μέσα από τον Ταΰγετο προς την Αρκαδία, θα είναι τόσο ζημιογόνο για το οικοσύστημα της προστατευόμενης περιοχής Natura 2000, ώστε η τυχόν αδειοδότησή του θα σήμαινε τη βέβαιη και μόνιμη υποβάθμιση της ακεραιότητας των σχετικών οικοτόπων και θα ήταν αυτοτελώς αντίθετη προς τις ελάχιστες περιβαλλοντικές υποχρεώσεις της Ελλάδας σύμφωνα με τα άρθρα 3 έως 6 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 1992 για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων, καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας.
Η μελέτη, όχι μόνο δεν εξετάζει επαρκώς τις συνέπειες στην περιοχή, αλλά δεν εξετάζει καθόλου τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της εναέριας διασύνδεσης με το ΚΥΤ Νεστάνης στην Αρκαδία. Η έλλειψη αυτή είναι ανεξήγητη και καθιστά τα συμπεράσματα της μελέτης εντελώς αναξιόπιστα.
Το σχέδιο σύνδεσης με τη Στερεά Ελλάδα είναι εντελώς παράλογο, δε συμπεριλαμβάνεται στο δεκαετή προγραμματισμό του ΑΔΜΕ, και προκαλεί τεράστια και αχρείαστη ζημιά στους προστατευόμενους οικοτόπους, εφόσον υπάρχει πλήθος άλλων εναλλακτικών για την κατασκευή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στη Στερεά Ελλάδα, πολύ πλησιέστερα στο ΚΥΤ Διστόμου, χωρίς να προκαλείται τεράστια ζημιά σε δασικές εκτάσεις.
Απειλή για μνημεία
δ) Το έργο θα έχει καταστροφικές συνέπειες για πλήθος μνημείων της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, τα οποία η ΜΠΕ δεν αναγνωρίζει ότι υπάρχουν:
Το έργο θα απειλήσει με άμεση καταστροφή 12 κηρυγμένα μνημεία της πολιτιστικής κληρονομιάς που προστατεύονται από τον αρχαιολογικό νόμο και βρίσκονται μέσα στα σχετικά πολύγωνα Α, Β και Γ του έργου, ή σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από αυτά. Θα βλάψει επίσης 86 κηρυγμένα μνημεία που θίγονται από την άμεση οπτική επαφή. Θα βλάψει, επίσης, 45 μη κηρυγμένα μνημεία που θίγονται από την άμεση οπτική επαφή και προστατεύονται αυτοδίκαια από τον ν. 4858/2021. Συνολικά δέκα οικισμοί απειλούνται από το συγκεκριμένο έργο των ανεμογεννητριών. Επιπροσθέτως, η εναέρια σύνδεση προτείνεται να περάσει από άλλους αρχαιολογικούς χώρους, συμπεριλαμβανομένου του μείζονος σημασίας αρχαιολογικού χώρου του Μυστρά, ένα μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Η ΜΠΕ δεν αναγνωρίζει πουθενά τις βλάβες αυτές. Αγνοεί την ύπαρξή τους.
ε) Το έργο είναι ασύμβατο με το Ειδικό Πλαίσιο για τις ΑΠΕ:
Σύμφωνα με την ίδια την ΜΠΕ, το έργο θα είναι μέσα σε ακτίνα 1.500 μέτρων από δύο παραδοσιακούς οικισμούς, σε ζώνη που αποκλείεται από το Ειδικό Πλαίσιο για τις ΑΠΕ. Η ΜΠΕ παραδέχεται ότι οι Θαλάμες βρίσκονται σε απόσταση 1.245 μέτρων από τους πυλώνες (σελ. 8-138), ενώ η Λαγκάδα απόσταση 1.455 (σελ. 8-137). Η μελέτη, επίσης, παραδέχεται ότι η εναέρια διασύνδεση θα περάσει μέσα από τον αρχαιολογικό χώρο του Μυστρά, κάτι που επίσης απαγορεύεται ρητά από το Ειδικό Πλαίσιο για τις ΑΠΕ.
στ) Το έργο MORES II δεν είναι αναγκαίο για την Πράσινη Μετάβαση:
Το επιχείρημα της εταιρείας ότι το έργο είναι αναγκαίο για την πράσινη μετάβαση της χώρας είναι προδήλως εσφαλμένο. Είναι γνωστό ότι υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα υπερπροσφορά κατασκευής αιολικών πάρκων και άλλων χερσαίων ΑΠΕ, όπως π.χ. φωτοβολταϊκών πάρκων. Μαζί με το συγκεκριμένο έργο υπό κρίση MORES II, εκκρεμούν σήμερα πάνω από άλλες 1.000 αιτήσεις περιβαλλοντικής αδειοδότησης για αιολικά πάρκα, οι οποίες, όπως και το MORES II, έχουν λάβει από τη ΡΑΕ Βεβαίωση Παραγωγής. Η συνολική ισχύς των αιτήσεων είναι πάνω από 30 GW.
Το Αναθεωρημένο Σχέδιο ΕΣΕΚ που τέθηκε σε διαβούλευση τον Αύγουστο του 2024 προβλέπει ότι μέχρι το 2030 ο συνδυασμός νέων επενδύσεων σε χερσαία αιολικά και φωτοβολταϊκά προβλέπεται να αυξήσει την ισχύ μόνο κατά 10 GW. Οι σχετικές εκκρεμούσες αιτήσεις αιολικών και φωτοβολταϊκών, όπως φαίνεται στην σχετική έκθεση της ΡΑΕ, αιτούνται πρόσθετη ισχύ 95 GW.
Αυτό σημαίνει ότι 8 στις 9 αιτήσεις δεν είναι αναγκαίες, εφόσον δε θα χωρέσουν στο Δίκτυο. Εξάλλου, η υποθαλάσσια διασύνδεση με τη Στερεά Ελλάδα δε συμπεριλαμβάνεται στο δεκαετή σχεδιασμό του ΑΔΜΗΕ και, άρα, το παρόν έργο δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στην επόμενη δεκαετία. Συνεπώς, εντελώς λανθασμένα ισχυρίζεται η εταιρεία ότι η τυχόν απόρριψη της αίτησης θα ζημιώσει την πράσινη μετάβαση της χώρας. Το αντίθετο ισχύει.
Ο ορθολογικός προγραμματισμός της ανάπτυξης ΑΠΕ στη χώρα απαιτεί την απόρριψη των περισσότερων αιτήσεων περιβαλλοντικής αδειοδότησης που εκκρεμούν σήμερα, ώστε να επιλεγούν οι πιο αξιόπιστες, αποτελεσματικές, βιώσιμες και σωστές προτάσεις – μεταξύ των οποίων δεν μπορεί να είναι το παρόν έργο», καταλήγει η επιχειρηματολογία του Δήμου Δυτικής Μάνης.