Φίλιππος Σοφιανός στο «Θ»: Είναι πολύ συγκινητικό να επιστρέφεις σε μια πόλη που σε «γέννησε»

Φίλιππος Σοφιανός στο «Θ»: Είναι πολύ συγκινητικό να επιστρέφεις  σε μια πόλη που σε «γέννησε»

Έπειτα από ένα ταξίδι πολλών χιλιομέτρων, τα καλλιτεχνικά βήματα του Φίλιππου Σοφιανού έμελλε να τον οδηγήσουν ξανά σε γνώριμα μονοπάτια,όντας γεννημένος και μεγαλωμένος επί μεσσηνιακού εδάφους.

Έχοντας, λοιπόν, διαγράψει μια σημαντική διαδρομή σαράντα τεσσάρων χρόνων σε θέατρο, τηλεόραση και κινηματογράφο, επιστρέφει στην Καλαμάτα, δηλώνοντας αποφασισμένος να γυρίσει σελίδα στο τοπικό θέατρο. «Έχω έναν εξαιρετικά ευσεβή πόθο να δω το θέατρο να γεμίζει και να γεμίζει χαρά τους ανθρώπους αυτής της πόλης», σημειώνει χαρακτηριστικά μιλώντας στο «Θάρρος» με αφορμή την ανάληψη των ηνίων του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου της Καλαμάτας.

Στη συζήτηση που ακολουθεί, ο κ. Σοφιανός κάνει λόγο για την (καλλιτεχνική) επιστροφή του στην πόλη, αλλά και για το όραμά του να επιστρέψει ο κόσμος της στις θεατρικές αίθουσες.

-Πώς βιώνετε την (καλλιτεχνική) σας επιστροφή στην Καλαμάτα, έπειτα από την παρουσία σας επί σκηνής το 2017;

Στην πραγματικότητα, το 2017 είχα επιστρέψει από την Κύπρο, έπειτα από μια απουσία επτά ετών, και τότε ο δήμαρχος της πόλης μού έδωσε έγκριση να φτιάξουμε μια παράσταση, αφού δεν υπήρχε καλλιτεχνικός διευθυντής και δε λειτουργούσε καν το ΔΗΠΕΘΕΚ. Έτσι, κάναμε δύο παραστάσεις. Το «Φιάκα» στην Κεντρική Σκηνή, που αποτέλεσε μια εξαιρετική παράσταση από ό,τι φάνηκε, μιας και ζωντάνεψε το θέατρο. Το επόμενο καλοκαίρι κάναμε περιοδεία με τον Πέρη Μιχαηλίδη την παράσταση «Το τάβλι» του Κεχαΐδη σε τριάντα μικρά χωριά της Μεσσηνίας, όπου είχαμε την ευκαιρία να στήσουμε σκηνή σε απίστευτους χώρους, όπως ήταν οι αυλές εκκλησιών, σχολείων και καφενείων, κάτι που αποτέλεσε μια εξαιρετική εμπειρία για όλους μας.

Από την άλλη πλευρά, με την Καλαμάτα κρατάω προσωπικά δεσμούς από πολύ παλιά, επειδή έχω γεννηθεί εδώ και έχω μεγαλώσει στο Πεταλίδι. Παρότι δεν έλκω την καταγωγή μου από εδώ, αλλά από την Καρδίτσα, θεωρώ ότι γενέτειρά μου είναι η Καλαμάτα.

Στο πέρασμα των χρόνων, λόγω οικογενειακών σχέσεων και συνάφειας, που προέκυψαν από το γεγονός ότι η μεγαλύτερη αδερφή μου παντρεύτηκε Καλαματιανό, κρατήθηκαν τα «πήγαινε-έλα». Την ξέρω την πόλη σαν πόλη μου, έχω περάσει πάρα πολλά καλοκαίρια εδώ, διακοπές και χειμώνες. Είναι πραγματικά συγκινητικό να επιστρέφεις μετά μια τροχιά καριέρας σαράντα τεσσάρων χρόνων, εάν σκεφτεί κανείς ότι από το 1980 που βγήκα από τη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, δουλεύω διαρκώς στο θέατρο, όπως αντίστοιχα και στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Είναι πολύ συγκινητικό να επιστρέφεις σε μια πόλη που σε «γέννησε» και να αναλαμβάνεις ευθύνη για μέρος του πολιτιστικού γίγνεσθαι αυτής. Είναι πολύ μεγάλο κεφάλαιο αυτό για μένα. Το θεωρώ πολύ σπουδαίο και πολύ σημαντικό. Πολύ υπεύθυνο από την άλλη πλευρά, αλλά και πολύ ανανεωτικό, γιατί μου δίνει τη δυνατότητα να μπορώ να έχω έναν ορίζοντα μπροστά, ώστε να μπορώ να σχεδιάσω πράγματα. Στη δουλειά μας είναι λίγο δύσκολο να το κάνεις αυτό. Δεν έχω ανακατευτεί ποτέ με δημόσιο χρήμα, δεν έχω επιχορηγηθεί ποτέ από το κράτος, όλες μου οι προσπάθειες και οι παραγωγές που έχω κάνει είναι ιδίοις εξόδοις. Άρα, γίνονται με όρους ανταγωνιστικούς και όρους ελευθέρου θεάτρου. Εκεί αν δεν είσαι καλός, «πεθαίνεις». Εκεί το εισιτήριο για εμένα σήμαινε πολλά πράγματα, και ακόμα σημαίνει πολλά. Είναι η ανταπόδοση που έχεις, μιας και στο ελεύθερο θέατρο υπάρχει αυτή η νοοτροπία: αν δεν είσαι καλός, δε θα πας παρακάτω. Στα κρατικά θέατρα και σε αυτούς τους οργανισμούς υπάρχει ένα «βόλεμα». Δεν τους ενδιαφέρει τι κόσμος θα μπει. Πολλοί λένε: εγώ θα κάνω το έργο κι όποιος θέλει ας μπει, όποιος δε θέλει, δεν έρχεται. Είμαι αντίθετος σε αυτή τη νοοτροπία και δε νομίζω ότι το θέατρο μπορεί να λειτουργεί ερήμην μιας κοινωνίας και ερήμην ενός κοινωνικού ιστού που ανασαίνει και υπάρχει. Θα πρέπει να προσφέρει έργο κι αυτό να είναι ανταποδοτικό. Το θέατρο να παίρνει πίσω μια επιβεβαίωση από το κοινό που απευθύνεται. Δεν μπορείς να είσαι ένας πομπός ο οποίος εκπέμπει μόνο και δε λαμβάνει κανείς το σήμα από κάτω για να ανταποκριθεί.

-Στην πρόσφατη παρουσίασή σας από τη Δημοτική Αρχή με αφορμή την ανάληψη των νέων καθηκόντων σας, κάνατε λόγο για τη βούλησή σας να συνεργαστείτε με τους ερασιτέχνες του θεάτρου στην περιοχή. Πώς εκτιμάτε ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, αν ληφθεί υπόψη ότι οι ίδιοι δεν μπορούν να βρεθούν επί σκηνής του ΔΗΠΕΘΕΚ;

Ο ερασιτεχνισμός είναι μια πολύ σπουδαία υπόθεση. Είναι πολύ σεβαστό ότι ένας άνθρωπος που έχει τη δουλειά του έχει παράλληλα τη διάθεση και τη θέληση να ασχοληθεί με αυτό το πράγμα που λέγεται θέατρο. Αυτό είναι μια αφετηρία. Ο ερασιτεχνισμός, λοιπόν, είναι καλοδεχούμενος και θέλει τη φροντίδα και τη βοήθεια για να συμβαίνει αυτό το πράγμα. Όμως, θα πρέπει να ορίσουμε ποια είναι τα πλαίσια του ερασιτεχνισμού. Γιατί όταν έχουμε ένα ερασιτεχνικό σχήμα που λειτουργεί με τους ίδιους όρους του θεάτρου, είναι σαν να έχουμε μια κανονική κλινική που κάνουμε εγχειρήσεις με γιατρούς, και άλλη μια ερασιτεχνική που γίνονται, επίσης, εγχειρήσεις. Και στις δύο κλινικές θα πληρώσεις τα ίδια νοσήλια. Άρα, πού θα πας να κάνεις την εγχείρηση; Ο παραλληλισμός φαίνεται ακραίος, αλλά δεν είναι. Κι αυτό γιατί το θέατρο, ουσιαστικά, επεμβαίνει στην ψυχή του ανθρώπου, κάνει τομές στην ψυχή του. Γι’ αυτό θέλει πάρα πολλή δουλειά. Δεν μπορεί, δηλαδή, ο ερασιτεχνισμός να υποκαταστήσει το θέατρο της Πολιτείας ή το θέατρο με την πολιτισμική και πολιτιστική έννοια που υπάρχει.   

Η σχέση του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου, λοιπόν, με τους ερασιτέχνες είναι ότι ανοίγει τις πόρτες του για τους ανθρώπους που θέλουν να μάθουν περισσότερα πράγματα για το θέατρο, θέλουν να διεισδύσουν στο θέατρο, στον τρόπο προσέγγισης, στις έννοιες της υποκριτικής, στο τι σημαίνει ακριβώς «παίζω». Να ξεκαθαρίσει, γιατί είναι θολό το τοπίο, τι σημαίνει υποκριτική και τι σημαίνει ηθοποιός, δηλαδή.

Πολλοί άνθρωποι νομίζουν ότι ηθοποιός είναι αυτός που παίζει στην τηλεόραση, όμως ηθοποιός είναι αυτός που παίζει στο θέατρο και που μπορεί επί δύο ολόκληρες ώρες να σε κάνει να ξεχάσεις ότι υπάρχεις και ότι βρίσκεσαι κάπου μαγικά σ’ ένα χώρο και βλέπεις κάτι μπροστά στα μάτια σου να γίνεται. Αυτό είναι η ικανότητα του ηθοποιού και η δύναμη του θεάτρου. Δεν υποκαθίσταται ούτε από τον κινηματογράφο, ούτε από την τηλεόραση, ούτε από οτιδήποτε άλλο, γιατί υπάρχει αυτή η ζωντανή σχέση και η μοναδική στιγμή η οποία δε θα επαναληφθεί ποτέ. Έρχεσαι σε επαφή με μια ανθρωποκεντρική τέχνη, η οποία ασχολείται με τα συναισθήματα και τις ψυχές των ανθρώπων. Αυτό κάνει το θέατρο την υπ’ αριθμόν ένα κοινωνική τέχνη ανά τους αιώνες. Γι’ αυτή τη μορφή τέχνης, λοιπόν, όποιος θέλει να μάθει περισσότερα, η θέληση του ΔΗΠΕΘΕ είναι να δημιουργήσει κύκλους σεμιναρίων, ώστε να έρθουν αυτοί οι άνθρωποι και να αγγίξουν και άλλα πράγματα, πολύ πιο ουσιαστικά, για το θέατρο, από το να ανεβαίνει απλά μια παράσταση. Μπορεί να είναι πολύ χαρμόσυνο γεγονός το ανέβασμα μιας παράστασης, όμως αυτό δεν μπορεί να υποκαταστήσει την τέχνη του θεάτρου συνολικά.

-Οπότε το ΔΗΠΕΘΕΚ στοχεύει να λειτουργήσει ως ένα «σκαλοπάτι» στην εξέλιξη του τοπικού ερασιτεχνικού θεάτρου;

Ένα σκαλοπάτι στη μύηση και την εκπαίδευση αυτών των ανθρώπων, ώστε να προσεγγίσουν αυτό το θέατρο με μεγαλύτερη ασφάλεια και σοβαρότητα, καθοδηγούμενοι από επαγγελματίες που είναι άνθρωποι της δουλειάς και που μπορούν πραγματικά να διδάξουν θέατρο.

-Σε ό,τι αφορά τις επερχόμενες παραστάσεις της Κεντρικής Σκηνής, στόχος σας είναι να «εκπαιδευτεί» το κοινό της Καλαμάτας πάνω σε πιο ιδιαίτερα-κλασικά έργα ή θα καταπιαστείτε με κάτι που θα τύχει ευρύτερης αποδοχής ευθύς εξ αρχής;

Στο αρχιπέλαγος του διεθνούς και ελληνικού δραματολογίου και ρεπερτορίου είναι πολιτική πράξη τι έργο θα διαλέξεις, τι επιλογές θα κάνεις μέσα από αυτό. Αυτές οι επιλογές καθορίζονται από το αίσθημα της πόλης και των πολιτών. Δηλαδή, είμαστε σε μια πόλη που είναι πολύ συγκεκριμένη: έχει συντεταγμένες γεωγραφικές, συγκεκριμένα ενδιαφέροντα και συνήθειες, συγκεκριμένη ιστορία, συγκεκριμένο κλίμα. Η Καλαμάτα ως πόλη και ως πολιτιστική δημιουργία έχει ανεβάσει πάρα πολύ ψηλά τον πήχη, στο επίπεδο του χορού, των εικαστικών, των χορωδιών και του ωδείου. Υπάρχει κι ένα Λύκειο των Ελληνίδων, που είναι πολύ σημαντική μονάδα παραγωγής πολιτισμού. Εκεί, λοιπόν, το θέατρο πρέπει να σταθεί στο ύψος του και να ανεβάσει κι άλλο λίγο τον πήχη παραπάνω. Οπότε έχει πολύ μεγάλη σημασία η επικοινωνία του θεάτρου με το κοινό του. Εγώ θα ήθελα να δημιουργήσουμε και το θεσμό των συνδρομητών του ΔΗΠΕΘΕ. Θα είναι άνθρωποι που με μια ετήσια συμβολική συνδρομή θα μπορούν να έχουν μια ελεύθερη είσοδο στις εκδηλώσεις του θεάτρου και να δημιουργηθεί ένας όμιλος φίλων του, που θα στηρίζει το θέατρο και θα το ακολουθεί.

Δουλειά μου, και μέλημα δικό μου, είναι να μην απογοητεύσω αυτούς τους ανθρώπους. Να τους ανταποδώσω, δηλαδή, αυτό που τους αξίζει. Το αντίτιμο των χρημάτων που φορολογούνται για να έχουν ένα δημοτικό θέατρο. Αυτό είναι πρωταρχική έννοια που θα πρέπει να έχει ένας καλλιτεχνικός διευθυντής στο κεφάλι του. Υπάρχουν καλλιτεχνικοί διευθυντές που απλά δημιουργούν ένα εξαιρετικό βιογραφικό, λέγοντας ότι έχουν ανεβάσει σπουδαία έργα, χωρίς να λένε το αποτέλεσμα και τον αντίκτυπο που είχαν στο κοινό τους. Εγώ προσωπικά δεν έχω κανένα απωθημένο να συμπληρώσω το βιογραφικό μου με κάτι, όμως έχω έναν εξαιρετικά ευσεβή πόθο να δω το θέατρο να γεμίζει και να γεμίζει χαρά τους ανθρώπους αυτής της πόλης.

Θυμάμαι το ΔΗΠΕΘΕΚ να έχει περάσει φοβερές δόξες από τότε που ιδρύθηκε, επί Νίκου Χαραλάμπους. Θυμάμαι τι προσέλευση και τι κόσμος υπήρχε, ενώ πήγαινε μέχρι και στην Επίδαυρο. Υπήρχαν, δε, και εποχές μαρασμού, όπως σε όλους τους κύκλους που γίνονται σε όλα τα πράγματα. Η δική μου προοπτική και θέληση στοχεύει σ’ ένα θέατρο για τον κόσμο με τον κόσμο: συμφιλιωμένα πράγματα, όχι αποστάσεις!

-Τι, πιστεύετε, θα είναι αυτό που θα κάνει τους Μεσσήνιους καλλιτέχνες να επαναπατριστούν;

Η γοητεία των ρόλων θα είναι η αφορμή. Δεν υπάρχει ηθοποιός που να του προτείνεις έναν πολύ ωραίο ρόλο και να μη θέλει να τον παίξει. Και πόσο μάλλον, όταν αυτός ο άνθρωπος είναι γεννημένος και μεγαλωμένος εδώ, και να θέλει να επιστρέψει στην πόλη του.

-Θεωρείτε ότι κάτι τέτοιο μπορεί να λειτουργήσει ακόμα και εάν υπάρχει το δίλημμα μεταξύ πρωτεύουσας και επαρχίας, με ό,τι αυτά τα δύο συνεπάγονται;

Τίποτα δεν είναι αιώνιο. Ούτε η πρωτεύουσα είναι αιώνα ούτε η επαρχία είναι αιώνια. Οι ηθοποιοί δύο ή τρεις φορές το χρόνο βρισκόμαστε σε μια σκηνή, έπειτα σε μια άλλη σκηνή και μετά σε μια άλλη. Δε στήνει κανείς τη ζωή του ολόκληρη, μιας και αυτό που προτείνεται είναι να έρθουν οι ηθοποιοί στην Καλαμάτα και να παίξουν μια παράσταση για δύο μήνες.

Ταυτόχρονα, ένας παράγοντας πολύ σημαντικός που διασφαλίζει αυτή τη ρευστότητα και την αβεβαιότητα του επαγγέλματός μας, σχετίζεται με τις απολαβές των ηθοποιών. Εδώ, λοιπόν, έχουμε μια περίπτωση όπου ένα Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο μπορεί να τηρήσει πλήρως όλους τους επαγγελματικούς όρους που έχει αυτή η δουλειά. Στο χώρο που είμαστε και είναι ο χώρος του άκρατου υποκειμενισμού, το μόνο που μπορεί να μας ισοσκελίσει είναι ο επαγγελματισμός: όταν κάτι παράγεται με τηρούμενους όλους τους όρους του επαγγέλματος. Αυτοί είναι η ασφάλιση στην εργασία, το συμβόλαιο και η σύμβαση ορισμένου χρόνου. Το ΔΗΠΕΘΕ τα εγγυάται αυτά, οπότε όταν έχεις τη δυνατότητα να τηρήσεις αυστηρά τους επαγγελματικούς όρους της δουλειάς, τότε μπορεί κανείς να νιώθει την ασφάλεια ότι θα κάνει μια σωστή επαγγελματική δουλειά.

-Νωρίτερα αναφερθήκατε στο γεγονός ότι η μετάβαση από την πρωτεύουσα στην επαρχία δεν είναι τόσο περιοριστική για έναν ηθοποιό όσο θα περίμενε κανείς ενδεχομένως. Ταυτόχρονα, αυτή την περίοδο σας βλέπουμε δύο φορές την εβδομάδα στην παράσταση «Οι Δανειστές» του Στρίντμπεργκ στο αθηναϊκό θέατρο ΕΛ.ΕΡ. Η ανάληψη των καθηκόντων σας, ως καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕΚ, σας αναγκάζει να κάνετε ένα «βήμα πίσω» στην καλλιτεχνική δραστηριότητά σας επί σκηνής για το επόμενο διάστημα;

Η παράσταση στην Αθήνα ήταν μια ειλημμένη υποχρέωση που είχα και θα τελειώσει στις 17 Δεκεμβρίου. Δεν ήξερα εάν θα επιλεγώ και έπρεπε να φροντίσω την επαγγελματική μου υπόσταση. Ανακοινώθηκε, λοιπόν, η έγκριση του ονόματός μου, και από εκεί και μετά θα ανεβοκατεβαίνω στην Αθήνα λόγω της παράστασης. Όμως, η ανάληψη των καθηκόντων μιας τέτοιας θέσης είναι πολύ σοβαρή για να έχεις παράλληλες δράσεις και άλλα πράγματα. Έχει πολλή δουλειά εδώ, και πρέπει να είσαι συνεχώς παρών για να λειτουργήσουν τα πράγματα. Οπότε σκοπεύω να μείνω στην Καλαμάτα. Θα επαναπατριστώ, όπως ελπίζω να κάνουν και οι άλλοι συνάδελφοί μου!

-Πόσο εύκολη εκτιμάτε ότι θα είναι η μετάβαση αυτή, μιας και ο νέος «ρόλος» σας εμπεριέχει και διοικητικά κομμάτια;

Αυτό είναι ένα θέμα, ένα πολύ σοβαρό θέμα. Θέλει μια συγκρότηση, εξ ου και επιλέγω να μην παίξω στην πρώτη παραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ. Επιλέγω να κάνω τη σκηνοθεσία για να έχω τον έλεγχο και το «κράτημα» της παράστασης και όλου του υπόλοιπου ΔΗΠΕΘΕ.

Σε διοικητική θέση έχω βρεθεί πολλές φορές ως «διχασμένος εαυτός» λόγω των παραγωγών που έκανα, όταν ήμουν παραγωγός του εαυτού μου. Είχα έναν παραγωγό κι έναν ηθοποιό που είναι δύο διαφορετικά πράγματα: άλλα θέλει ο παραγωγός κι άλλα θέλει ο ηθοποιός! Αυτό το καταφέρνει κανείς σιγά σιγά με την τριβή και την πείρα.

Θεωρώ ότι μπορώ να κρατήσω διακριτές τις αρμοδιότητες, μπορώ να λειτουργήσω οργανωτικά και ως καλλιτέχνης. Εκεί δεν επεμβαίνει τίποτε άλλο και αφοσιώνεσαι στο ρόλο σου. Επίσης, έχει πολύ μεγάλη σημασία το διοικητικό κομμάτι, να μπορέσει να κρατηθεί η ομάδα των ανθρώπων που θα ασχοληθούν με το θέατρο, μιας και είναι κατεξοχήν ομαδικό άθλημα.

-Πως αξιοποιείτε ως σήμερα ή πρόκειται να αξιοποιήσετε μελλοντικά μια κριτική σχετικά με την καλλιτεχνική σας υπόσταση;

Οι πιο χρήσιμες είναι οι κακές κριτικές. Αυτές που σου επισημαίνουν τα λάθη σου, όπου πιθανόν να μην τα έχεις δει, μιας και είναι ανθρώπινο. Άνθρωπος που δεν επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη, κατά τη γνώμη μου, εξελίσσεται. Εάν επαναλαμβάνεις τα ίδια λάθη, πας πίσω. Οπότε η τεκμηριωμένη κριτική και όχι η εμπαθής ή η συναισθηματική κριτική, σε βοηθά πάντοτε. Το διαχωρίζω, γιατί δεν κρίνουμε με συναισθήματα, αλλά με επιχειρήματα και με κριτήρια, τα οποία πρέπει να είναι τεκμηριωμένα και εμπεριστατωμένα. Καταδικαστέες κριτικές χωρίς επιχειρήματα δε με αφορούν, έχω να κάνω μόνο με τεκμηριωμένες κριτικές.

Δυστυχώς, σήμερα κριτικές, όπως ήταν του Κώστα Γεωργουσόπουλου, της Ελένης Βλάχου ή της Μαλβίνας Κάραλη, έχουν εκλείψει κι έχουν αντικατασταθεί με κάτι εμπαθείς κριτικές, που έχουν περισσότερο μια επιδειξιομανία γνώσεων και υψηλής κουλτούρας, η οποία είναι ύποπτη όταν είσαι αφ’ υψηλού στα πράγματα. Δε νομίζω ότι έχεις καλή οπτική σε αυτή την περίπτωση.

-Μετά την εποχή της πανδημίας είδαμε μια διάχυτη ανάγκη του κόσμου να βγει και να στραφεί στα θεάματα, μεταξύ των οποίων και το θέατρο. Αυτή η συνθήκη, όμως, δεν επιτεύχθηκε σε ό,τι αφορά την Καλαμάτα και το Δημοτικό Περιφερειακό της Θέατρο, τουλάχιστον, στον ιδανικό βαθμό. Από εδώ και πέρα, αισιοδοξείτε ότι ο κόσμος είναι σε θέση να «αγκαλιάσει» εκ νέου το θέατρο της πόλης του;

Έχω τεράστια αγωνία γι’ αυτό. Δεν έχω τίποτα στο τσεπάκι, και ποτέ δεν είμαστε σίγουροι ότι θα κάνουμε την επιτυχία. Όμως, θα εργαστώ όσο περισσότερο γίνεται σε αυτή την κατεύθυνση. Εγώ πάντα πιστεύω στη διάδοση της φήμης της παράστασης που δημιουργείται από στόμα σε στόμα. Θεωρώ ότι αυτό είναι που σου διασφαλίζει μια επιτυχία. Εάν ξέραμε τη συνταγή της επιτυχίας θα την κάναμε όλοι! Οι επιτυχίες είναι καλό να υπάρχουν, όμως δεν το ξέρει ποτέ κανείς. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να εργαστούμε για αυτές…

-Κύριε Σοφιανέ, η ανασύσταση της Παιδικής Σκηνής του ΔΗΠΕΘΕΚ εκτιμάτε ότι μπορεί να λειτουργήσει ως «φυτώριο» νέων καλλιτεχνών σε μια πόλη όπως είναι η Καλαμάτα;

Η κάθε πόλη μπορεί να το κάνει αυτό. Εγώ πιστεύω πάρα πολύ και είμαι πεπεισμένος πως η πρώτη γνωριμία του ανθρώπου με το θέατρο είναι μια πολύ σημαντική στιγμή. Συνήθως τα παιδιά έχουν την πρώτη τους επαφή με το θέατρο: είναι τόσο κρίσιμη αυτή η επαφή για τον ψυχισμό, το δημιουργικό τους πνεύμα, τη φαντασία τους και τα ερεθίσματα που θα πάρουν που δεν το φανταζόμαστε.

Όταν, λοιπόν, η παιδική σκηνή ανοίγει και υποδέχεται μαθητές, είναι μια πράξη πολύ μεγάλης ευθύνης. Ο κόσμος έχει γεμίσει από διάφορους σκιτζήδες οι οποίοι φτιάχνουν παιδικές σκηνές και παιδικές παραστάσεις οι οποίες είναι βλαπτικές για τα παιδιά. Δε νοιάζονται να κρατήσουν τη σύμβαση και τη μαγεία, αλλά μεταφέρουν τα παιδιά σε ένα πολύ πεζό πράγμα.

Υπό αυτή την έννοια, λοιπόν, θεωρώ ότι το «θωρηκτό» του ΔΗΠΕΘΕ είναι η παιδική του σκηνή. Πρέπει να κάνουμε τα πάντα για τα παιδιά και ελπίζω να καρποφορήσει όλη αυτή η προεργασία που έχουμε κάνει με την Αννέτα Παπαθανασίου, για να δώσουμε μια παράσταση στις 28-29 Δεκεμβρίου που θα είναι άξια της παιδικής ψυχής! 

Της Χριστίνας Μανδρώνη