Μ. Αντωνόπουλος: « Ό,τι “έπνιξε” την Καλαμάτα το 2016 δεν έχει διορθωθεί»
Στις περιοχές που θα κινδυνεύσουν σε περίπτωση ακραίων βροχοπτώσεων είναι η Καλαμάτα, σύμφωνα με το διευθυντή του Εργαστηρίου Μελέτης και Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών στο ΕΚΠΑ, δρα Χαράλαμπο Κράνη, ο οποίος σε μια μεγάλη συνέντευξη στο «News247.gr» εξηγεί τι συμβαίνει στην Ελλάδα και αν υπάρχει… σωσμός.
Με αφορμή τις δηλώσεις του κ. Κράνη, ο γεωλόγος – γεωτεχνικός Περιβάλλοντος, Μιχάλης Αντωνόπουλος, μιλώντας στο «Θάρρος» χαρακτηρίζει την Καλαμάτα ευάλωτη σε πλημμύρες, βρίσκει ομοιότητες με την πόλη Βαλένθια στην Ισπανία και τονίζει πως από τις φονικές πλημύρες του 2016 τίποτα από ό,τι συνετέλεσε σε αυτή την καταστροφή δεν έχει διορθωθεί.
Όπως λέμε Νέδοντας…
Στη συνέντευξή του ο κ. Κράνης αναφέρεται εκτενώς στην περίπτωση της Αθήνας και ειδικά στον Κηφισό, τονίζοντας ότι το κύριο πρόβλημα που υπάρχει στο ποτάμι της Αθήνας -και σε όποιο άλλο ποτάμι έχουμε «θάψει» σε αυτήν τη χώρα, σε αστικές περιοχές, όπως λέει χαρακτηριστικά- είναι ότι δε διατηρήθηκε η ζώνη υπερχείλισης.
Ο δρ. Κράνης εξηγεί απλά και κατανοητά το δεδομένο που «δένει» τα χέρια αυτών που αναζητούν λύσεις. «Ένα ποτάμι έχει μία φυσική λεκάνη, έχει μία φυσική κοίτη απορροής. Αυτή η φυσική κοίτη απορροής τι είναι ουσιαστικά; Είναι ο αγωγός μεταφοράς όχι μόνο νερού, αλλά και φερτών υλών: στη “φυσική” του κατάσταση, το ποτάμι μεταφέρει ίζημα, αλλά στις περιπτώσεις των ρεμάτων μας (που δυστυχώς είναι πολλές) παρασύρονται και μεταφέρονται υλικά που έχουμε παράνομα απορρίψει είτε στις όχθες ή ακόμα και μέσα στην κοίτη (μπάζα, σκουπίδια…).
Το ποτάμι έχει μια συγκεκριμένη δυνατότητα παροχής, όπως ένας σωλήνας -μεταφέρει κάτι, κάποιο υλικό. Από τη στιγμή που εγώ θα αλλοιώσω τα χαρακτηριστικά αυτής της κοίτης του, επηρεάζω αυτήν τη δυνατότητα.
Πώς την έχω αλλοιώσει; Πρώτον, έχω τσιμεντώσει τις κοίτες. Από τη στιγμή που θα τσιμεντώσω πλήρως την κοίτη ενός ποταμού, μειώνω τη δυνατότητα κατείσδυσης -κάποια ποσότητα νερού κατεισδύει, δηλαδή μπαίνει στο έδαφος. Επιπλέον, αυξάνω την ταχύτητα ροής του νερού, άρα και τη δυνατότητά του να διαβρώσει, με αποτέλεσμα συχνά να παρατηρούνται αστοχίες στα πρανή, ακόμα και αν αυτά έχουν επενδυθεί.
Οι φυσικές κοίτες σπανιότατα είναι ευθύγραμμες. Ακολουθούν μία πορεία κυματοειδή και η ταχύτητα ροής του ποταμού ρυθμίζεται με φυσικό τρόπο. Έχουμε, δηλαδή, σημεία που το ποτάμι ρέει πιο ήπια όπως μεταφέρει το νερό του και τα υλικά του.
Επίσης, κάθε μεγάλο ποτάμι σε συνθήκη πλημμυρικής παροχής έχει τη δυνατότητα να ξεχειλίσει -όλα τα ποτάμια ξεχειλίζουν. Τι συμβαίνει σε αυτήν την περίπτωση; Υπάρχει μια ζώνη εκατέρωθεν του ποταμού, που είναι η ζώνη υπερχείλισης. Το πλάτος αυτής της ζώνης εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά του ποταμού (μπορεί να είναι και αρκετές εκατοντάδες μέτρα σε μεγάλα ρέματα) και οφείλουμε να την έχουμε ελεύθερη», σημειώνει ο καθηγητής.
Και η Καλαμάτα
Όπως λέει ο δρ, Κράνης, αντιμετωπίζουμε κι ένα ακόμα πρόβλημα: «Έχουμε μεγάλα θέματα στις αστικές περιοχές με την οριοθέτηση ρεμάτων. Η οριοθέτηση ενός ρέματος που έχει πάρα πολλές παραμέτρους, είναι ένα πράγμα που γίνεται δύσκολα, δύσκαμπτα και απαιτεί πολύ χρόνο».
«Το θέμα είναι να προστατεύσουμε περιοχές που είναι υπό ανάπτυξη, που δομούνται για λόγους κατοικίας ή άλλους, ώστε να τις σώσουμε. Εμείς όμως, συνεχίζουμε να επεκτεινόμαστε χωρίς σχετικές προφυλάξεις» σημειώνει ο ειδικός.
«Γνωρίζω ότι υπάρχει μια κίνηση από το αρμόδιο υπουργείο προς αυτήν την κατεύθυνση, αλλά δεν ξέρω σε ποιο βαθμό έχει ωριμάσει αυτή η κατάσταση και πώς μπορούν να υλοποιηθούν, δεδομένου του πλέγματος όλων αυτών των διαδικασιών (νομοθετικό, κατασκευαστικό κ.λπ.). Είναι πάρα πολύ δύσκολα τα πράγματα. Τουλάχιστον ας σώσουμε ό,τι δεν έχει καταστραφεί ακόμα».
Μάλιστα, ο κ. Κράνης υπογραμμίζει ότι έχουμε αλλοιώσει τραγικά το περιβάλλον, ενώ επικεντρώνεται στα ποτάμια που διατρέχουν πόλεις όπως ο Κηφισός, καθώς επηρεάζουν έμμεσα ή άμεσα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού. Γι’ αυτό, όπως λέει, την ίδια ώρα, αντίστοιχο πρόβλημα αντιμετωπίζουν η Πάτρα, η Καλαμάτα και η Κόρινθος –και να μην ξεχνάμε τις πόλεις της Θεσσαλίας που επλήγησαν από πρόσφατα πλημμυρικά φαινόμενα.
Τι γίνεται τώρα
Ο δρ Κράνης ισχυρίζεται ότι «μια πρακτική λύση θα ήταν να κάνουμε καινούργιες μελέτες, για τη λεκάνη απορροής των ποταμών που έχουμε τσιμεντώσει. Να δούμε αν μπορούμε να απελευθερώσουμε κάποια ρέματα.
Πέραν των κτηρίων που υπάρχουν στα όρια των ρεμάτων, σε διάφορες περιοχές υπάρχουν σπίτια κυριολεκτικά μέσα στην κοίτη του ποταμού. Αυτά δε θα έπρεπε καν να υπάρχουν. Η ελληνική Πολιτεία, ωστόσο, διαχρονικά τα κράτησε, τα νομιμοποίησε και έτσι τώρα οι ιδιοκτήτες μπορούν να πουν ότι δεν γκρεμίζουν κάτι που είναι νόμιμο εδώ και 50 χρόνια».
Το δεδομένο, ωστόσο, είναι ότι «τον τελευταίο καιρό ζούμε συνεχώς ακραία φαινόμενα, που πολλές φορές είναι και απρόβλεπτα. Είδατε τι έγινε στη Βαλένθια. Μιλάμε για φαινόμενα περιοδικότητας 50, 100 ή 500 χρόνων, αλλά αυτό είναι μια απλή στατιστική. Τα “ξερά” νούμερα δε μας λένε συνήθως πολλά πράγματα, ειδικά την εποχή των έντονων κλιματικών φαινομένων που εκδηλώνονται άτακτα. Ωστόσο, εάν μιλάμε για έργα που μπορούν να καλύψουν και να αντιμετωπίσουν στατιστικά φαινόμενα 500 χρόνων, αναφερόμαστε σε φαραωνικά έργα από ένα σημείο κι έπειτα, τα οποία είναι εξαιρετικά δύσκολο να υλοποιηθούν, για τεχνικούς, οικονομικούς, αλλά και νομικούς περιορισμούς.
Πιθανότατα, λοιπόν, θα πρέπει να γίνουν βιώσιμες και εφαρμόσιμες παρεμβάσεις μικρότερης κλίμακας, που θα έχουν να κάνουν με άλλα πράγματα, όπως η απελευθέρωση κάποιων κλάδων ώστε να ρέουν ελεύθερα, η βελτίωση της απορροής των ομβρίων, μέσα από κατάλληλα υδραυλικά έργα. Σε κάθε περίπτωση είναι ένα σύνθετο πλέγμα, ειδικά σε δομημένα περιβάλλοντα.
Εκτιμώ ότι τα πολύ έντονα δομημένα περιβάλλοντα, όπως η Αθήνα, είναι σε μεγάλο βαθμό καταδικασμένα. Θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε νομικά ζητήματα, νομοτεχνικά, οικονομικά, τεχνικά, ιδιοκτησιακά κ.ά., τη στιγμή που αν πάμε να κάνουμε διαπλάτυνση δρόμου και “πέσουμε” σε αυθαίρετο, χρειάζονται δέκα χρόνια για να το απαλλοτριώσουμε.
Μπορούμε έτσι να περισώσουμε ό,τι μπορούμε και σταδιακά να κάνουμε μικρά έργα στον αστικό ιστό, που θα αποτελέσουν μια μικρή ανακουφιστική δικλείδα. Οπωσδήποτε θα πρέπει να προχωρήσουμε και σε μεγαλύτερες παρεμβάσεις, αλλά για εμένα αυτό είναι το πολύ μεγάλο στοίχημα, που πολύ φοβάμαι ότι δεν μπορεί να κερδηθεί εύκολα», καταλήγει ο κ. Κράνης.
Δεν έχει γίνει τίποτα από το 2016
Αναφερόμενος στο ζήτημα της Καλαμάτας ο γεωτεχνικός Περιβάλλοντος, Μιχάλης Αντωνόπουλος, τονίζει ότι η πόλη μας είναι ευάλωτη σε πλημμύρες και, δυστυχώς, το παρελθόν το έχει αποδείξει, ενώ και η γεωμορφολογία της ενισχύει τον εν λόγω ισχυρισμό. «Κι αν παρατηρήσουμε τη Βαλένθια, θα διαπιστώσουμε ότι έχουμε πολλά κοινά στοιχεία με τη μορφολογία της Καλαμάτας, ενώ και οι δύο έχουν ένα μεγάλο ποτάμι που διασχίζει την πόλη», προσθέτει.
Επίσης, παρατηρεί ότι η Καλαμάτα είναι από τις πόλεις που έχει το μεγαλύτερο ποσοστό της δομημένης έκτασής της σε χαρακτηρισμένη ζώνη δυνητικού κινδύνου πλημμύρας. «Και μάλιστα, αυτές οι ζώνες έχουν καθορισθεί για πλημμυρικά μοντέλα πολύ μικρότερα από αυτά που είδαμε στη Βαλένθια ή στη Θεσσαλία. Η Καλαμάτα έχει υστέρηση σε έργα αντιπλημμυρικής προστασίας και το κυρίαρχο, το μεγάλο αντιπλημμυρικό έργο, δεν έχει γίνει ακόμα. Και δυστυχώς, σε ό,τι δημιούργησε πρόβλημα στις πλημμύρες του 2016, δεν έχει γίνει κάτι για να αρθεί αυτή η επικινδυνότητα», υπογραμμίζει ο κ. Αντωνόπουλος.
Της Βίκυς Βετουλάκη