Να και κάτι που μπορείς να το απολαμβάνεις τσάμπα: Ο χειμωνιάτικος ήλιος. Είναι η καλύτερη απόλαυση για τον άνθρωπο έπειτα από το γκρινιάρικο ακομπανιάρισμα της βροχής, από το φρικιασμένο σφυριχτό του κυρ-βορηά ή το πένθιμο κυνηγητό των μαύρων νεφών στ’ απέραντο τ’ ουρανού που τ’ αυλακώνει κάπου – κάπου κάποια αστραπή… είναι το ψυχικό ξεκούρασμα, η γλυκειά θαλπωρή που έρχεται να ζεστάνη τα παγιασμένα μέλη μας έπειτα από κάποια καταιγίδα.
Έτσι τον είδα και τον χόρτασα χθες τον ήλιο με το… αζημίωτο. Τέντωσα τις αρίδες μου σαν γνήσιος ρωμηός σε δύο καρέκλες του καφενείου, ακούμπησα σε άλλες δύο τις μασκάλες μου, παρήγγειλα τον ερατεινό μου, άναψα ένα τσιγάρο και παραδόθηκα στη ρέμβη κάποιας εφημερίδας που σώνει και καλά ήθελε να με πείση με χτυπητούς τίτλους ότι σε άλλες χώρες έκανε κατακλυσμό Κυρίου και ο ήλιος, πεισματάρης – σαν την κακότροπη ερωμένη – έχει καταντήσει είδος πολυτελείας, που για να τον απολαύσης πρέπει να διαθέτης χρυσίον.
Η φαντασία μου σαλάγιζε κατά τη χώρα των δολλαρίων όπου οι πλημμύρες – καθώς έγραφεν η εφημερίδα – και οι βορηάδες τα είχαν κάνει όλα γης Μαδιάμ. Από κρύο, άλλο τίποτε, ακούς!
Και μακάριζα τον ελληνικόν ουρανό που ήταν χθες πεντακάθαρος σαν φρεσκαρισμένη εταίρα για να προσελκύση το μεγαλόπρεπο σάτυρο που έλαμπε στο αναλυτό χρυσάφι του…
Κι όλα αυτά με… το δίχως.
Πώς είπατε; Ό,τι να ζητήση σήμερα η καρδιά σου θα το πληρώσης ακριβά για να τ’ απολαύσης. Ακόμη και το νεράκι θα το πληρώσης. Κι ωστόσο τη λιακαδίτσα σου μπορείς να την έχης τσάμπα. Υπάρχει λοιπόν καλύτερη απόλαυση απ’ αυτή; Ρεμβασμός και χειμωνιάτικος ήλιος – αυτό είναι η χαρά της ζωής. Γιατί μπορείς να ρεμβάζης πίσω από τα τζαμόφυλλα του παραθυριού σου και ν’ ακούς τον πένθιμον ήχο της χειμωνιάτικης βροχής, αλλ’ αυτό που θα νοιώθης δεν θάναι χαρά. Θάναι μελαγχολία που στάλα – στάλα θα πέφτη στην καρδιά σου και θα την κεντάη όπως το καφτήρι του γιατρού την πληγή…
Θ’ ατενίζης πίσω από τα θαμπά τζάμια τον γκρινιάρη ουρανό κι η ψυχή σου σούρχεται στα δόντια. Θα νοσταλγής. Θα’ σαι περίλυπος μέχρι θανάτου.
Και θα στοχάζεσαι:
-Μα χάθηκε λοιπόν, λίγος ήλιος, ένα κομμάτι φως;
Ενώ όταν νοιώθης τη ζεστασιά του ήλιου να χαϊδεύη τις χειμωνιάτικες ώρες το κορμί σου, ρουφάς τη χαρά από όλους τους πόρους του και δέχεσαι υπέρ των πλημμυροπαθών και των τουρτουριζόντων την ώραν αυτή από το τσουχτερό κρύο στις άλλες χώρες!
Ας ήταν μια αχτίδα ήλιου να φώτιζε πάντα την καρδιά μου και να ζέσταινε τα μελαγχολικά μεσημεράκια του χειμώνα το κουρασμένο κουφάρι μου.
Ω, ας ήταν… Ας ήταν…
ΝΟΥΛΗΣ ΝΤΟΛΙΟΣ
____________________
ΤΑ ΠΗΓΑΔΙΑ
«ΘΑΡΡΟΣ» 31 Οκτωβρίου 1937
Ο οδοστρωτήρας του πολιτισμού που ισοπεδώνει τα πάντα τη σημερινή εποχή του ιλίγγου και της ηλεκτρικής ταχύτητος, απειλεί να στερήση την Καλαμάτα από το γραφικό θέαμα των πηγαδιών με τους ανείπωπτους καϋμούς και τα μύρια ποθοπλαντάγματα της ταχτικής ρούγας που σχηματίζεται γύρω τους κάθε σούρουπο με τα κοριτσόπουλα της γειτονιάς…
Όταν λειτουργήση η ύδρευση της πόλεως, τα πηγάδια θα γκρεμισθούν και μαζί μ’ αυτά θα σβήσουν χίλιες γλυκιές αναμνήσεις. Ιστορίας θρύλλοι που τους έθρεψαν τα κρυφομιλήματα χιλιάδων Καλαματιανών κοριτσιών, που εύρισκαν την κατάλληλη ευκαιρία να μιλήσουν δειλά – δειλά, με την ανώνυμη φίλη τους στο πηγάδι, που πήγαιναν τα βραδάκια με τον κουβά για να φέρουν νερό, για τις τρικυμίες της καρδιάς τους – όλ’ αυτά θα σκεπασθούν με την άσφαλτο του πολιτισμού…
Κι αλήθεια, πόση γραφικότητα δεν κλείνουν τα πηγάδια της Καλαμάτας τα βραδάκια; Εκεί μαζεύονται τα κοριτσόπουλα των γειτονιών για να τα πουν μεταξύ τους και να… ξανασάνουν από τους καϋμούς της αγάπης. Και καθώς σύρουν τους κουβάδες τους απ’ το πηγάδι τα κρυφολένε:
-Λες, λοιπόν, να μ’ αγαπάη ο Γιώργος;
-Έτσι φαίνεται, αφού… σε μαλώνει.
-Έτσι θάναι. Όποιος αγαπάει παιδεύει…
-Ψέμματα;
Και κατόπι:
-Αχ!…
-Βαχ…
Ή και κλάμματα;
-Δεν μ’ αγαπάει Ελενίτσα μου.
-Σώπα, καϋμένη.
-Έχει δυο μέρες να με δη.
-Ίσως είναι αδιάθετος.
-Λες;
-Ξαίρω κι εγώ;…
Αλλά μήπως το πηγάδι στην Καλαμάτα δεν είναι σήμερα κι ένα πρόσχημα για την πραγματοποίηση ενός κρυφού ραντεβού; Πόσες Μαρικούλες και πόσες Κατινίτσες που δεν μπορούν να συναντήσουν αλλοιώς τ’ «αμόρε» τους, γιατί δεν τις αφήνει η μαμά να ξεμυτίσουν από το σπίτι, δεν τα λένε, έστω και για λίγες στιγμές, κάπου κοντά στο πηγάδι με το «φίλο» τους;
Έπειτα από δυο – τρεις μήνες, λοιπόν, θα σβύσουν όλ’ αυτά. Η ύδρευσις θα τα πνίξη. Ο πολιτισμός θα τα παρασύρη με την ασυγκράτητη ορμή του και θα τα καταποντίση στ’ αποστειρωμένα νερά της ύδρευσης. Και θάρθη μέρα που οι παλιοί Καλαματιανοί θα νοσταλγούν την γραφικότητα του πηγαδιού που την περιμένει το τόσο άδοξο τέλος.
Ω, ας μας έλειπε τέτοιος πολιτισμός…
ΝΟΥΛΗΣ ΝΤΟΛΙΟΣ
_____________
ΘΕΑΜΑΤΑ
«ΘΑΡΡΟΣ» 24 Νοεμβρίου 1937
Οι Κινηματογράφοι μας τις Κυριακάδες αποτελούν το επίκεντρο της εξορμήσεως των Καλαματιανών που τους καταλαμβάνουν… εξ εφόδου. Τους βλέπεις και σπρώχνονται και… σπρώχνουν, τσαλακώνουν και τσαλακώνονται για να εξασφαλίσουν μία θέση στο σινεμά.
Ο συνωστισμός που γίνεται στις εισόδους των κινηματογράφων είναι αφάνταστος. Εκεί θα δης κυρίες και δεσποινίδες του «κουτιού» με λουτρ μαντώ και… μανσόν, πλημμυρισμένες σ’ όλες τις πολυτέλειες του γαλλικού λεξιλογίου, να συνωθούνται με τους γαβριάδες ή τον «χύδην όχλον» και να αγωνίζουνται… επιθετικώτατα για την κατάκτηση της κινηματογραφικής Βαστίλης – δηλαδή του Κυριακάτικου Καλαματιανού Νυφοπάζαρου.
Προχθές δύο εξ απαλών ονύχων, ου μην αλλά και θελκτικά δεσποινάρια, υπέστησαν των παθών τους τον τάραχον για να μπορέσουν να περάσουν το κανάλι της εισόδου του «Τριανόν». Ήσαν έρμαια των ρευμάτων του γενικού συνωστισμού.
Κι άκουγες:
-Ωχ, το πόδι μου – η μια.
-Μα, κύριε, προσέχετε θα μου σχίσετε το φόρεμα – η άλλη.
-Δεν φταίω εγώ, δεσποινίς. Άλλοι με σπρώχνουν και μένα.
Και κάπου – κάπου σ’ ενέργεια το γυναικείο τσαντάκι:
-Να, μασκαρά, για να μάθης να τσιμπάς!
Ο δοκιμάσας τις θωπείες της γυναικείας τσάντας ματαίως διεμαρτύρετο για το άδικον της επιθέσεως. Το εκμανέν γύναιον ήταν έτοιμο να επαναλάβη την επίθεσιν, αλλά το ρεύμα του συνωστισμού την άρπαξε στην πιο κρίσιμη στιγμή και την εξεσφενδόνησε στην αίθουσα του κινηματογράφου.
Εξ αφορμής του… ωραίου αυτού θεάματος των συνωστιζομένων κινηματογραφοφίλων, ένας φίλος μου έλεγε χθες:
-Δεν γράφετε κάτι, για να ληφθή ένα μέτρο κατά του συνωστισμού; Ένας ξένος που φιλοξενούσα προχθές μετά την Οδύσσεια που τραβήξαμε και οι δύο για να μπούμε στον κινηματογράφο, με εφιλοδώρισε μ’ ένα αρκετά χαρακτηριστικό κοπλιμάν για την καλαματιανή τσαπατσουλιά: βρίσκετε, λοιπόν, διασκέδαση στο συνωστισμό;
-Όχι, βέβαια – του απάντησα – αλλά μας αρέσει ο κινηματογράφος και…
– … τρέχετε αγεληδόν;
Και επρόσθεσε:
-Ήρθα και χθες στον κινηματογράφο και έπαιζε προ κενών καθισμάτων. Σήμερα όμως βλέπω εξαιρετική κίνηση…
-Στην Καλαμάτα, ξαίρετε, προτιμάμε πάντοτε την Κυριακή για το σινεμά.
-Και τις καθημερινές:
-Καφενείο και… νάνι!
Δεν ξέρω αν ο ξένος έμεινεν ικανοποιημένος από τις εξηγήσεις του συμπολίτου μας για το συνωστισμό των κινηματογράφων. Νομίζω όμως ότι παρέλειψε να του αναφέρη την κυριώτερη αιτία που αναγκάζει τους Καλαματιανούς και τις Καλαματιανές να σπρώχνουν και να σπρώχνουνται προ των εισόδων των κινηματογράφων: Ότι άπαξ της εβδομάδος – κατά τις Κυριακές – γίνεται το καλαματιανό νυφοπάζαρο.
Οπότε ασφαλώς η κάπως δυσμενής εντύπωσις του ξένου για τους Καλαματιανούς θα… εμετριάζετο και δεν θα υπήρχε λόγος λήψεως μέτρων κατά του συνωστισμού!
ΝΟΥΛΗΣ ΝΤΟΛΙΟΣ