Στ. Σωτηρόπουλος: Μια επανάληψη των φετινών συνθηκών θα οδηγήσει σταδιακά σε κατάρρευση των ελαιοδένδρων

Στ. Σωτηρόπουλος: Μια επανάληψη των φετινών συνθηκών θα οδηγήσει σταδιακά σε κατάρρευση των ελαιοδένδρων

Οι βροχές του Νοεμβρίου ήταν σωτήριες

Γεωπόνος που γνωρίζει όσο λίγοι το ελαιόδεντρο και την ελαιοκαλλιέργεια είναι ο κ. Σταύρος Σωτηρόπουλος, ο οποίος διδάσκει ως λέκτορας στο Τμήμα Γεωπονίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

Από το Νεοχώρι Αριστομένους του Δήμου Μεσσήνης ο κ. Σωτηρόπουλος έχει εργαστεί, μεταξύ άλλων, στον ΕΛΓΑ, καθώς και στη Διεύθυνση Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής, ενώ συνεχίζει να ερευνά γύρω από την καλλιέργεια των ελαιοδέντρων.

Με αφορμή τη δύσκολη ελαιοκομική χρονιά, με την παρατεταμένη ανομβρία και τις υψηλές θερμοκρασίες να κυριαρχούν, μιλήσαμε μαζί του.

Βέβαια, το τελευταίο διάστημα σημειώθηκαν κάποιες βροχοπτώσεις, που μόνο καλό έκαναν στα ελαιόδεντρα και στους παραγωγούς. Ο προβληματισμός, όμως, παραμένει για το τι θα ακολουθήσει τα επόμενα χρόνια, διότι, όπως φάνηκε, τα δεδομένα έχουν αλλάξει και ίσως η φετινή χρονιά ήταν μια πρόβα…

Ποια η σχέση σας με τα ελαιόδεντρα;
Η διερεύνηση καλλιεργητικών πρακτικών και ιδιαίτερα λιπαντικών εφαρμογών στα ελαιόδεντρα, με απώτερο στόχο την αύξηση της παραγωγής, καθώς και την ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος, αποτελεί τη θεματολογία της διδακτορικής μου διατριβής. Η ελαιοκομία, επίσης, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ερευνητικά μου ενδιαφέροντα, καθώς και μάθημα που διδάσκω στο Πανεπιστήμιο. Τέλος, έχω ο ίδιος εμπειρία πεδίου στην ελαιοκομία ως ελαιοκαλλιεργητής και γεωπόνος πεδίου, και όπως αντιλαμβάνεστε, ως αγροτόπαιδο η σχέση μου με τα ελαιόδενδρα κρατά από τα παιδικά μου χρόνια. 

Πώς ήταν η καλλιέργεια ελαιοδέντρων μέχρι το Νοέμβριο;
Τα ελαιόδενδρα, ίσως για πρώτη φορά στα χρονικά, ήταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης σε περιοχές με παρατεταμένη ανομβρία από το Μάιο έως τον Νοέμβριο, σε συνδυασμό με τις συνεχείς υψηλές θερμοκρασίες.
Πράγματι, ήταν κάτι που αιφνιδίασε ακόμη και εμάς τους γεωπόνους, ότι ένα «σκληροτράχηλο» δένδρο σαν την ελιά θα μπορούσε να οδηγηθεί στην κατάρρευση. Σημειωτέον, ότι αναφερόμαστε πάντα σε ξηρικές καλλιέργειες, γιατί στις αρδευόμενες τα πράγματα ήταν δύσκολα, αλλά όχι τόσο τραγικά.

Και τελικά το Νοέμβριο ξεκίνησαν οι βροχές… τι άλλαξε μετά;
Οι βροχές του Νοεμβρίου ήταν σωτήριες. Μας απάλλαξαν από το αδιέξοδο στο οποίο είχαν περιέλθει οι ελαιοπαραγωγοί, έτσι ώστε τα ελαιόδενδρα να επανέλθουν στο μέτρο του δυνατού, με αποτέλεσμα και ο καρπός να κρατηθεί (σταμάτησε η καρπόπτωση) και να βελτιωθεί κάπως η εικόνα του.
Είναι προφανές ότι σε απόλυτες τιμές η ελαιοπαραγωγή στα δένδρα αυτά θα είναι μειωμένη, αλλά η ποιότητα θα επανέλθει σε μεγάλο βαθμό.
Σε κάθε περίπτωση, οι βροχές αυτές θα αμβλύνουν σε σημαντικό βαθμό τις δυσμενείς επιπτώσεις αυτού του φαινομένου.

Φοβάστε ότι συνθήκες σαν τις φετινές (πριν ξεκινήσουν οι βροχές) θα τις ζήσουμε ξανά; Αν ναι, τι θα σημαίνουν για την ελαιοπαραγωγή στην περιοχή μας;
Πράγματι, η ανάπαυλα που μας προσέφερε η σωτήρια επίδραση των βροχοπτώσεων, μας δίνει χρόνο να ανασκουμπωθούμε και να εξετάσουμε τι θα κάνουμε σε περίπτωση που συνθήκες σαν αυτές επαναληφθούν, πράγμα όχι απίθανο. Επίσης, να εξετάσουμε τι άλλες συνέπειες είχε για την παραγωγή της επόμενης χρονιάς. Η τρέχουσα βλάστηση, η οποία θα αποτελέσει το επόμενο έτος τη βλάστηση ανθοφορίας-καρποφορίας, είναι προφανώς περιορισμένη. Σε συνδυασμό και με την καταπόνηση του δένδρου είναι πρόδηλο ότι θα συμβάλουν δυσμενώς στην παραγωγή της επόμενης χρονιάς. Είναι προφανές, λοιπόν, ότι η επανάληψη των φετινών συνθηκών θα οδηγήσει σε σταδιακή κατάρρευση και μείωση της παραγωγικότητας των ελαιοδένδρων. Παράλληλα, θα προκληθεί και ποιοτική υποβάθμιση του παραγόμενου προϊόντος. 

Υπάρχουν λύσεις εκτός από το πότισμα με ανθρώπινη παρέμβαση;
Υπάρχουν δοκιμασμένες καλλιεργητικές πρακτικές που μπορούν να αμβλύνουν το πρόβλημα, κι άλλες που εξετάζονται και διερευνώνται. Η κλιματική αλλαγή σίγουρα θα επηρεάσει τις αποδόσεις αρνητικά, το θέμα είναι να μειώσουμε, όσο αυτό είναι δυνατόν, τις επιπτώσεις.
Το ισορροπημένο κλάδεμα, η συντήρηση, η βελτίωση της γονιμότητας του εδάφους, η έγκαιρη και έγκυρη φυτοπροστασία, η χρήση βιοδιεγερτικών σκευασμάτων είναι κάποιες από τις πρακτικές που, ανάλογα με την περίπτωση, μπορούν να εφαρμοστούν.

Και πριν από τη φετινή ανομβρία είχαμε και έχουμε υψηλές θερμοκρασίες τα τελευταία χρόνια. Επηρεάζει αυτό τα ελαιόδεντρα; Βλέπετε ελαιοκαλλιέργειες πλέον να ευδοκιμούν σε βορειότερες περιοχές της χώρας;
Τώρα κάνατε την πιο δύσκολη και πιο στενάχωρη ερώτηση. Οι υψηλές θερμοκρασίες του χειμώνα-«οι θερμοί χειμώνες»- επηρεάζουν δυσμενώς την ανθοφορία του ελαιοδένδρου.  Παρότι τα φαινόμενα στη φύση είναι πολυπαραγοντικά και, επομένως, κι αυτό της ανθοφορίας της ελιάς, οι χαμηλές θερμοκρασίες του «κανονικού» χειμώνα όπως τον ξέραμε, παίζουν κυρίαρχο ρόλο στη διαφοροποίηση των μικτών-ανθοφόρων οφθαλμών και, επομένως, στην παραγωγικότητα του ελαιοδένδρου.
Είναι προφανές ότι η κλιματική αλλαγή με τους «θερμούς χειμώνες» στην περιοχή μας, πέραν όλων των άλλων, θα επηρεάζει αρνητικά τα ελαιόδενδρα και θα πρέπει να εξετάσουμε πώς θα αντιμετωπίσουμε αυτό το δύσκολο πρόβλημα.
Ένα είναι σίγουρο, ότι πράγματι αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, η ελιά θα ευδοκιμεί σε βορειότερες περιοχές της χώρας, καθώς και σε μεγαλύτερα υψόμετρα.
Δεν είναι τυχαίο ότι πέρυσι, σχεδόν σε όλη την Κρήτη, την περισσότερη νησιωτική Ελλάδα, αλλά και στις παραθαλάσσιες περιοχές της ηπειρωτικής χώρας, υπήρχε έντονη ακαρπία. Φέτος, λόγω της οριακής κάλυψης των αναγκών σε ψύχος, σε συνδυασμό με την «ξεκούραση» των δένδρων λόγω της περσινής ακαρπίας, έχουμε μια καλή αναμενόμενη παραγωγή, με όλα τα προβλήματα που ήδη αναφέραμε. Πάντως οι καιροί ου μενετοί. 

Για όσους δεν ξέρουν, η ελαιοκαλλιέργεια φαίνεται εύκολη, θεωρώντας ότι ο παραγωγός ασχολείται μόνο όταν πάει για τη συγκομιδή. Τι θα τους απαντούσατε;
Στην Ελλάδα το συνηθίζουμε να γινόμαστε οι περισσότεροι -ειδικά τα τελευταία χρόνια με το διαδίκτυο- γνώστες επί παντός επιστητού. Ας είναι.
Η αλήθεια είναι ότι η δουλειά εν γένει του αγρότη είναι δύσκολη, προφανώς και του ελαιοπαραγωγού. Πέραν της συγκομιδής που είναι μία πολύ επίπονη και κοστοβόρος εργασία, υπάρχουν εργασίες που επιβάλλεται να γίνουν, όπως κλαδέματα, λίπανση, ζιζανιοκτονία, φυτοπροστατευτικές επεμβάσεις και συνεχείς επισκέψεις στους ελαιώνες για εντοπισμό και αντιμετώπιση ενδεχόμενων προβλημάτων. Θα τους έλεγα, λοιπόν, «έξω από το χορό πολλά τραγούδια».

Συχνά ακούμε για υψηλά κόστη παραγωγής.  Τελικά, ποια είναι τα κόστη που επιβαρύνουν έναν παραγωγό;
Με την επιφύλαξη του μη ειδικού στα γεωργοοικονομκά θέματα, το κόστος που επιβαρύνει έναν παραγωγό αγροτικών προϊόντων εν γένει, και εν πολλοίς του ελαιοπαραγωγού, αφορά στην αμοιβή των συντελεστών παραγωγής: του εδάφους, της εργασίας, του κεφαλαίου και θα συμπληρώναμε και το κόστος ενός τέταρτου συντελεστή παραγωγής, ιδιαίτερης σπουδαιότητας στις μέρες μας, που αφορά στο management (οργάνωση & διαχείριση) της γεωργικής εκμετάλλευσης.

Το κόστος του εδάφους αναφέρεται στο ενοίκιο του εδάφους (πραγματικό ή τεκμαρτό), που διαφοροποιείται ανάλογα με την παραγωγική του ικανότητα, τον εάν βρίσκεται σε ορεινές, μειονεκτικές ή πεδινές περιοχές και εάν είναι ξηρικό ή ποτιστικό.

Υψηλότερο κόστος έχουν, όπως είναι προφανές, τα αρδευόμενα αγροτεμάχια σε πεδινές και παραγωγικές περιοχές.

Το κόστος της εργασίας, ανθρώπινης αλλά και μηχανικής, αφορά στην αμοιβή των εργατών γης, αλλά και την αμοιβή του μηχανολογικού και λοιπού εξοπλισμού που χρησιμοποιείται κατά την παραγωγική διαδικασία.

Το κόστος του κεφαλαίου αφορά στις δαπάνες που απαιτείται να καταβάλει ο παραγωγός για τις μεταβλητές δαπάνες της γεωργικής του εκμετάλλευσης (περιλαμβάνονται οι δαπάνες για λιπάσματα, φυτοπροστατευτικά σκευάσματα, σπόρους,  καύσιμα/λιπαντικά, τέλη χρήσης αρδευτικού νερού,  ασφάλειες αγροτικών μηχανημάτων και καλλιεργειών, λογιστικές και συμβουλευτικές υπηρεσίες κ.λπ.), καθώς και για τις δαπάνες – αποσβέσεις του πάγιου εξοπλισμού, όπως των γεωργικών μηχανημάτων και παρελκόμενων και των γεωργικών κατασκευών (αποθηκών, στεγάστρων, σταβλικών και θερμοκηπιακών εγκαταστάσεων, γεωτρήσεων, αρδευτικών συστημάτων, δεξαμενών, εγκατάστασης μονίμων φυτειών κ.λπ.) που χρησιμοποιούνται στη γεωργική εκμετάλλευση κατά την παραγωγική διαδικασία.

Και φτάνουμε στην τιμή του ελαιολάδου. Πέρυσι έφτασε σε ιστορικά υψηλά, ενώ πλέον έχει μειωθεί περίπου στη μέση. Αρχικά ένα σχόλιο για τις περσινές τιμές και μια πρόβλεψη για τις φετινές…
Οι περσινές υψηλές τιμές παραγωγού σχετίζονται με τη μειωμένη παραγωγή που καταγράφηκε στην Ισπανία τα δύο τελευταία έτη, τη μεγαλύτερη ελαιοπαραγωγική χώρα στον κόσμο, και επειδή στην Ελλάδα το μεγαλύτερο ποσοστό ελαιολάδου είναι έξτρα παρθένο (70-80%), πράγμα που δε συμβαίνει τόσο στην Ισπανία όσο και στην Ιταλία (γύρω στο 50%).

Με δεδομένο ότι η φετινή αναμενόμενη παραγωγή στην Ισπανία φαίνεται να επανέρχεται στα κανονικά επίπεδα και να ξεπερνά το 1.000.000 τόνους ελαιολάδου, ήταν φυσικό επόμενο και αναμενόμενο ότι η φετινή τιμή του θα πάρει την κατιούσα. Ήδη αυτή την περίοδο, δυστυχώς, έχει διαμορφωθεί περί τα 5 ευρώ. Πρόβλεψη είναι λίγο δύσκολο να κάνει κάποιος, γιατί το θέμα είναι πολυπαραγοντικό και εν εξελίξει. Από περιοχή σε περιοχή υπάρχουν διαφοροποιήσεις στην τιμή παραγωγού, πράγμα που σχετίζεται και με την καλύτερη διαχείριση του προϊόντος (καλά δομημένες ομάδες παραγωγών κ.λπ.).

Θεωρείτε ότι οι υπερβολικά υψηλές τιμές κάνουν τελικά κακό, ακόμα και στον παραγωγό, πέραν του καταναλωτή που πολλές φορές αδυνατεί να αγοράσει ελαιόλαδο και στρέφεται σε άλλα είδη ελαίων;
Οι υψηλές τιμές ελαιολάδου στον καταναλωτή προφανώς και κάνουν κακό ακόμα και στον παραγωγό, διότι ο καταναλωτής στρέφεται σε υποκατάστατα προϊόντα. Οι στρεβλώσεις της αγοράς προκαλούν το μεγάλο άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ της τιμής παραγωγού  και καταναλωτή. Αυτό νομίζω ότι λύνεται-χωρίς να είμαι ειδικός- με ελέγχους και παρεμβάσεις της Πολιτείας, έτσι ώστε να παταχθεί η αισχροκέρδεια.

Θα μπορούσατε να μας πείτε μια ιδανική τιμή που να ευχαριστεί και τους δύο;
Η μεγάλη αύξηση που παρατηρείται στα ημερομίσθια των εργατών, στα καύσιμα, αλλά και στις υπόλοιπες εισροές της γεωργικής εκμετάλλευσης, σε συνδυασμό με διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής γεωργίας, όπως ο μικρός και πολυτεμαχισμένος κλήρος, η έλλειψη αγροτικών υποδομών (κυρίως εγγειοβελτιωτικών έργων), η μεγάλη ηλικία των αρχηγών των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, συντελούν σε αυξημένο κόστος παραγωγής και στη  μη επίτευξη οικονομιών κλίμακας. Τα ανωτέρω συντελούν σε αυξημένο κόστος παραγωγής που υπολογίζεται ότι ανέρχεται περί τα 4,5 με 5,0 ευρώ ανά κιλό. Επομένως, μία τιμή περί τα 7 ευρώ ανά κιλό, που θα καλύπτει το κόστος παραγωγής και θα αφήνει κι ένα μικρό περιθώριο κέρδους στον ελαιοπαραγωγό, θεωρούμε πως είναι σε λογικά πλαίσια, αφήνοντας ικανοποιημένους τόσο τους παραγωγούς όσο και τους καταναλωτές, με την προϋπόθεση του περιορισμού του ανοίγματος ψαλίδας των τιμών παραγωγού – καταναλωτή.

Φοβάστε ότι η Μεσσηνία κινδυνεύει να μείνει κάποια στιγμή χωρίς ελαιόδεντρα;
Κι αυτή είναι πολύ δύσκολη και στενάχωρη ερώτηση. Οι «θερμοί χειμώνες», η παρατεταμένη ανομβρία (ανομοιόμορφη κατανομή των βροχοπτώσεων), σε συνδυασμό με τις συνεχείς και υψηλές θερινές θερμοκρασίες, μπορούν να μετατρέψουν σταδιακά τη Μεσσηνία, ξεκινώντας από τις παραθαλάσσιες περιοχές προς την ενδοχώρα της, σε περιοχή με άκαρπα ελαιόδενδρα.

Το ίδιο ισχύει εν γένει για τη Νότια Ελλάδα (Κρήτη, Πελοπόννησο, νησιωτική και Στερεά Ελλάδα).

Πράγματι, ένα εφιαλτικό σενάριο είναι ότι τέτοιες ακραίες συνθήκες που συνιστούν την αποκαλούμενη κλιματική αλλαγή, θα μπορούσαν να μετατρέψουν τα ελαιόδενδρα στην περιοχή μας, και όχι μόνο, σε καλλωπιστικά δένδρα χωρίς παραγωγή. Οι καιροί, λοιπόν, ου μενετοί.

Του Παναγιώτη Μπαμπαρούτση