Το «Απόδειπνο» της Εύης Λιακέα υποψήφιο για το βραβείο «Ι. Βαρβέρης» της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων

Το «Απόδειπνο» της Εύης Λιακέα υποψήφιο για το βραβείο «Ι. Βαρβέρης» της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων

Bιβλιοπαρουσίαση από την Γεωργία Οικονομοπούλου

Είμαι σίγουρη ότι έχουμε πολλά να πούμε (να μας πει) η Εύη Λιακέα… Για διάφορους λόγους το μεταθέσαμε για αργότερα. Έπρεπε, όμως, να μιλήσουμε πιο άμεσα για το βιβλίο της, την ποιητική συλλογή «Απόδειπνο», καθώς πριν από περίπου τρεις εβδομάδες ανακοινώθηκε η επιλογή του στη βραχεία λίστα για το βραβείο «Γιάννης Βαρβέρης» της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων.

Η υποψηφιότητα αφορά στην κατηγορία των πρωτοεμφανιζόμενων στην ποίηση (2023) και το έργο της Εύης Λιακέα είναι μία από τις δέκα «φωνές ποιητικές με έκδηλο προσωπικό στίγμα». Η τρίτη κατά σειρά πολύ σημαντική αναγνώριση, μετά τη συμμετοχή στην τελική 9άδα για το αντίστοιχο βραβείο του περιοδικού «Αναγνώστης» και το βραβείο «Μαρία Πολυδούρη», το οποίο κέρδισε εξ ημισείας με την Κωνσταντίνα Σιαχάμη.

Έχει περάσει αρκετός καιρός από τη βιβλιοπαρουσίαση στην Αθήνα στο βιβλιοπωλείο Έναστρον (είχαν προηγηθεί οι παρουσιάσεις σε Μεθώνη και Καλαμάτα) όμως εκεί η συνάδελφος δημοσιογράφος, παλιότερα και εδώ στο «Θάρρος», επιμελήτρια εκδόσεων και μεταφράστρια, Γεωργία Οικονομοπούλου, κατόρθωσε να δώσει την πλέον σφαιρική και εύστοχη προσέγγιση για το «Απόδειπνο».

Ως ένα κείμενο-παρακαταθήκη χαρίζει οδοδείκτες και κλειδιά για την αποκρυπτογράφηση των ποιημάτων της Εύης Λιακέα, η οποία –πρέπει να σημειώσουμε- δημιουργεί επίσης εικαστικές εικόνες με την τεχνική του κολάζ (δική της είναι και η φωτογραφία εξωφύλλου), ενώ είναι μουσικός (διδάσκει πιάνο) και έχει σπουδάσει Ψυχολογία.

Χωρίς να είναι αντιπροσωπευτικό και χωρίς να έχω καταφέρει να μπω στο ποιητικό σύμπαν της Εύης, που είναι ταυτόχρονα βαθύ και υψηλό, με εμπνευσμένα πυκνοπλεγμένες λέξεις, χωρίς τίποτα περιττό, διάλεξα κάπως αβασάνιστα τις παρακάτω σειρές: Ωραία Όνειρα! Αναφώνησα/ανοίγοντας τα μάτια – /και η δυνατή φωνή/τίναξε άσπρο χιόνι/ τ’ άνθη αμυγδαλιάς /στις κοιλάδες του μυαλού μου.

Όπως συμβαίνει πάντα με την ποίηση, ο/η αναγνώστης-αναγνώστρια δονείται περιπλανώμενος ανάμεσα στους στίχους του άλλου, ανάλογα με προσωπικά βιώματα, σκέψεις, φόβους, επιθυμίες κ.τ.λ.

Η Γεωργία Οικονομοπούλου περνάει από την άλλη πλευρά, πλησιάζει τη σκοπιά και τις πηγές της έμπνευσης της Εύης Λιακέα, και μιλώντας για το «Απόδειπνο» επισημαίνει τα παρακάτω:

«Περπατώντας, ίσως, σε έναν εξοχικό δρόμο ο Ματσούο Μπασό είδε κάτι θαυμαστό σε έναν παραμελημένο φράχτη. Έγραψε ένα χαϊκού που περιγράφει ένα απλό γεγονός, ένα τρίστιχο χωρίς εξάρσεις παρά μόνο στο τέλος του. Ξέρουμε πως η εικόνα που αντίκρισε τον συγκίνησε γιατί κλείνει το χόκου του με μια λέξη –kana–, ένα θαυμαστικό πλήρες που αγκαλιάζει την εμπειρία του. Έγραψε: Όταν κοιτάζω προσεκτικά / βλέπω ν’ ανθίζει η ναζούκα / στον φράχτη!

Κάπου διακόσια χρόνια μετά, ο Άλφρεντ Τένισον έκανε μια παρόμοια βόλτα. Σε έναν τοίχο γεμάτο ρωγμές είδε μια παρόμοια εικόνα και έγραψε ένα ποίημα. Λουλούδι στον γκρεμισμένο τοίχο / Σε τραβάω από τη σχισμή σου / Και σε κρατώ εδώ, τη ρίζα σου και όλο, μες στο χέρι μου. / Μικρό λουλούδι – αλλά αν μπορούσα να καταλάβω / Τι είσαι εσύ, η ρίζα σου και όλο, ολόκληρο εσύ / Θα ήξερα τι είναι ο Θεός κι ο άνθρωπος μαζί.

Τι μπορείς να πεις για την ποίηση – χωρίς να την ξεριζώσεις, να την ανατμήσεις, να την αποδομήσεις για να δεις από τι είναι φτιαγμένη και πώς λειτουργεί, για να καταλάβεις και να εμπλουτίσεις τη γραμμή, κινδυνεύοντας να τη μετατρέψεις σε αντικείμενο (έστω φιλολογικής ανάλυσης), όπως έκανε το χέρι του Τένισον και όπως κάνει η δυτική σκέψη.

Η βασική διάκριση μεταξύ Δύσης και Ανατολής (που τη σημειώνω εδώ όπως τη θυμάμαι από τη διάλεξη “Ανατολή και Δύση” του Νταϊζέτς Σουζούκι) θέτει την πρόκληση και απαιτεί την ικανότητα να διατηρείς λεπτές ισορροπίες. Η διάκριση μεταξύ θορύβου και ησυχίας, μεταξύ αποφασιστικής κι ενίοτε καταστροφικής επιστήμης και στοχαστικού ζεν· ο Μπασό στέκεται και δίνει την προσοχή του, υπάρχει μέσα και μαζί με το λουλούδι, όχι δεν το ξεριζώνει, ούτε καν το αγγίζει, κι όμως είναι πλήρως εκεί. Ως αναγνώστρια, ως συμμέτοχη, την ποίηση την ανακαλύπτεις, τη βιώνεις, επανέρχεσαι ξανά και ξανά, αν το θέλεις πολύ, κι αν είσαι τυχερή/ός βγαίνεις απ’ αυτή φέροντας ένα καινούργιο χρώμα. Αν βρίσκομαι εδώ απόψε, είναι επειδή σ’ αυτές τις σελίδες υπάρχει ποίηση, και η Εύη Λιακέα έχει πετύχει αυτή τη δύσκολη ισορροπία μεταξύ ανατολής και δύσης, με το δικό της βλέμμα – και με εξέπληξε γόνιμα και να με ανακούφισε όταν μου γνώρισε την ποίησή της.

Η ποιητική της Εύης Λιακέα είναι πιο κοντά στην ανατολική προσέγγιση. Παρότι πληθωρική, με εσωτερικές δονήσεις πολύ έντονες (όπως ο θαυμασμός και το δέος στην κανά του Μπασό), δεν πέφτει σε αποτιμήσεις και μανιχαϊσμούς, καλό-κακό, όμορφο-άσχημο, χαρά-λύπη, δε φωνάζει για τραύματα, δεν επιτίθεται ούτε αμύνεται, μας αφήνει να δούμε το λουλούδι που είδε. Όμως, προέρχεται από μια δυτική παράδοση – η Εύη είναι κλασική μουσικός, οι ψυχαναλυτικοί απόηχοι είναι μη παρεμβατικοί, αναγνωρίζει τη γραμμή και πλέκει τροχιές γύρω της με τη δική της φωνή. Με τον αμερικανικό μεταμοντερνισμό συγγενεύει στην αξιοθαύμαστη αποστασιοποίηση, που δε σημαίνει σε καμία περίπτωση απάθεια, αντιθέτως, μοιράζεται σαφώς μαζί μας την ποιητική της θερμοκρασία –θερμή, ευαίσθητη:

Ξαπλωμένη στη φλούδα της γης

βλέπω τον ουρανό να ανοίγει,

η βροχή πλημμυρίζει στις ρίζες

δέντρα και τριανταφυλλιές.

Η βροχή μυρίζει, Μπέντζυ,

μπορώ να μυρίσω τον ουρανό.

Αν και κλείνω τα μάτια,

η αστραπή προλαβαίνει

φωτίζει δρόμους και δωμάτια,

στ’ όνειρό μου απίθανα μέρη,

όπου κάποιοι ζουν κανονικές ζωές.

Για την επιστήμη, η συναισθησία είναι μια νευρολογική κατάσταση, μια σχεδόν πάθηση, μια συνθήκη που ανήκει στην επικράτεια των εξαιρέσεων της κανονικότητας. Να βλέπεις τη μουσική, να γεύεσαι υφές, να ακούς τις οσμές, να μυρίζεις τις εικόνες. Όταν δε γίνεται αντικείμενο μαθήματος νευρολογίας, η συναισθησία είναι ειδική ποιότητα της ποίησης. Στο ποίημα που μόλις διάβασα, η Εύη Λιακέα μυρίζει τον ουρανό, απευθυνόμενη στον

Μπέντζυ, ως άλλη Caddy του Φώκνερ, Candace, ομόηχη σχεδόν του cadence, που είναι ο ρυθμός, ο κυματισμός της φωνής. Αυτοί είναι δικοί μου συνειρμοί, αλλά μου τους επιτρέπει η ποίησή της.

Κι άλλοι συνειρμοί. Το Zuihitsu, το είδος της ιαπωνικής γραφής που σημαίνει κυριολεκτικά “ακολουθώ το πινέλο” και επιτρέπει το πέρασμα από θέμα σε θέμα με τη ροή της σκέψης, παρομοιάζεται συχνά με την κίνηση των σύννεφων στον άνεμο. “Ο αέρας χτενίζει το

Χρυσάφι” διαβάζουμε στο ποίημα που ξεκινά “Χωράφια./ Μέσα τους φυτρωμένη μια βέργα χρυσή/ με τ’ όνομά μας πάνω χαραγμένο”. Το πεδίο (Χωράφια) της ύπαρξης

εκτείνεται στο συνειδητό και το ασυνείδητο, στο όνειρο και τον ξύπνο, σε μια πλατεία γεμάτη περιστέρια στο κέντρο της μεγαλούπολης και “πίσω από τα μνήματα”, όχι όμως ως αναπόληση – ενός παρελθόντος, ή ενατένιση – ενός μέλλοντος, αλλά ως παρόν απόλυτης διάρκειας. Ακολουθεί το πινέλο και δοκιμάζει φόρμες, αλλά οι επιλογές της Εύης Λιακέα είναι συνειδητοί διαλογισμοί στο τώρα, όπου είναι δυνατό να καταλάβεις, να νιώσεις, χωρίς να ξεριζώσεις και να κατακρεουργήσεις.

Μίλησα νωρίτερα για τραύματα και πως δεν τα βρίσκουμε στο “Απόδειπνο”. Από τις παρουσιάσεις που έχουν έρθει στην αντίληψή μου για τη συλλογή, θυμάμαι πως έχει επιχειρηθεί να συνδεθεί με τον οικο-φεμινισμό. Αυτό ισχύει σε κάποιον, μεγάλο βαθμό (και προκύπτει από την κεντρικότητα της φύσης ως πολύτιμης συνθήκης και από αυτό που θα ονομάσω παρακάτω “γυναικείο βίωμα”), αλλά δε νομίζω πως ήταν η αρχική πρόθεση.

Η εμπειρία δε συνδέεται ευθέως με το τραύμα και την επούλωσή του, δεν εξετάζεται με όρους περιγραφής της πληγής· αν το βρεις, το τραύμα (που θα το βρεις, εγώ το βρήκα σε πολλά σημεία, το δικό μου τραύμα, ξύπνησε μέσα μου μια ταραχή εντελώς προσωπική – όπως προσωπική και ιδιόθερμη είναι η ποίηση που έχουμε εδώ), είναι επειδή στο λουλούδι βλέπεις αυτό που θέλεις και μπορείς. Το αποτέλεσμα μοιάζει περισσότερο με την τεχνική του kintsugi, όπου το σπάσιμο του σκεύους δεν είναι το τέλος αλλά απαρχή ενός καινούργιου έργου (τέχνης) με χρυσές ενώσεις, μιας καινούργιας ζωής ή κύκλου.

Η πρόθεση είναι η ίδια η ποίηση.

Ωστόσο, η φωνή είναι γυναικεία, έχουμε εδώ μια ποιήτρια. Ανατρέχοντας νοερά στα ποιήματα και την αίσθηση που μου αφήνουν, έχω την εντύπωση πως το αρσενικό είναι πάντα κάπως απροσδιόριστο, σχεδόν γένος ουδέτερο, ποτέ κεντρικό (εκτός από τον καθοριστικό Πατέρα και άλλες πατρικές φιγούρες που κατονομάζονται ως αναφορές – Τακαχάσι, Μπασό, Σελίν, Σοπέν), ενώ οι γυναίκες, οι γυναίκες είναι χειροπιαστές, σφύζουν πανταχού παρούσες, κόρες και μητέρες, αδελφές, φίλες, γιαγιάδες και θείες, γειτόνισσες, κορίτσια και γραίες, “ανταλλάσσουν ιστορίες στον ίσκιο μιας μουριάς”, πλέκουν με τα χέρια τους κεντίδια, μεταμορφώνουν τα δάχτυλά τους σ’ επιδέξια ψαλίδια, μοιράζονται και διαμορφώνουν αισθητική και πορείες βιωματικά. Η θηλυκή εμπειρία είναι το βίωμα.

Πιασμένη στην άκρη του ονείρου

η κουρτίνα μου κρέμεται

σαν ζαχαρωμένα πέταλα λευκής ορχιδέας.

Βογκάει με ευχαρίστηση

καθώς ρουφάει το τελευταίο φως της μέρας

απ’ τον ουρανό

Με την Εύη γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε στην ίδια πόλη, αλλά δε συναντηθήκαμε παρά όταν είχαμε φύγει κι οι δύο από αυτή. Στα τοπία της ποίησής της, στη χλωρίδα και την πανίδα, στις ετοιμόγεννες ελιές, στα κεντημένα καρβέλια της γιορτής, στα ήθη και τα έθιμα του θανάτου και της ζωής, βλέπω εικόνες από τη βαθιά Μεσσηνία, από όπου και οι δύο αντλούμε καταγωγή. Είναι μια βαθιά Ελλάδα, που όποιος ρίζωσε σε τούτα τα χώματα λίγο πολύ την αναγνωρίζει. Σε αντίθεση με μένα, που έριξα μαύρη πέτρα πίσω μου εστιάζοντας στον ζόφο που υποδηλώνει αυτό το βάθος, η Εύη επέλεξε να επιστρέψει και να δει στον επιθετικό προσδιορισμό μια βασική του σημασία, τη δυνατότητα ορίζοντα. Ήταν, για μένα, και υπ’ αυτή την έννοια, μια αποκάλυψη η ποίησή της, μια υπενθύμιση ότι το περιεχόμενο της μνήμης είναι ο κήπος που έχει διαμορφώσει τους γευστικούς μας κάλυκες και ότι τελετουργικές κινήσεις προαιώνιες (που χάνονται) μπορούν να είναι επίσης ευκαιρίες για να δούμε το “πορφυρό φως” με παιδικά μάτια – η παιδική ηλικία που επανέρχεται στην ποίησή της, με μια σοφία κι ένα πάθος που δε θα βρούμε σε κανέναν ενήλικα.

Με τη μυσταγωγία του κανόνα της προσευχής μετά το δείπνο, ή, στα πιο καθημερινά, όταν, έχοντας ικανοποιήσει τη βασική ανάγκη της τροφής, καθόμαστε γύρω από το τραπέζι, στο μεταίχμιο μιας κατάστασης σχεδόν ζωικής, φυσικά, ανθρώπινης, όπου το λανθάνον –αυτό που ξεφεύγει από την ωμότητα της επιβίωσης– γίνεται ορατό και οικείο – το Απόδειπνο υποβάλλει την ατμόσφαιρά του. Ελπίζω να μην ξερίζωσα το λουλούδι».

Λίγα λόγια για την Εύη Λιακέα

Η Εύη Λιακέα γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1976. Σπούδασε Ψυχολογία και πιάνο. Εργάζεται ως δασκάλα πιάνου και ασχολείται με το κολλάζ και τη φωτογραφία. Ποιήματά της πρωτοπαρουσίασε στην προσωπική εικαστική έκθεση «Το ποτάμι κυλάει» (καλλιτεχνικό στέκι, 2014) και στη συλλογική έκθεση Duality (Αρχαιολογικό Μουσείο Πατρών, 2017). Το 2023 εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Απόδειπνο» στις εκδόσεις Θράκα και απέσπασε ως πρωτοεμφανιζόμενη το βραβείο Μαρίας Πολυδούρη, εξ ημισείας με την Κωνσταντίνα Σιαχάμη για τη συλλογή Άδης Απαλώς (εκδ. Κίχλη). Το «Απόδειπνο» ήταν υποψήφιο στη βραχεία λίστα για τα βραβεία του περιοδικού «Ο Αναγνώστης», ενώ τώρα βρίσκεται υποψήφιο στη βραχεία λίστα για το βραβείο Γιάννη Βαρβέρη. Η ανακοίνωση και βράβευση των νικητών θα γίνει στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στις 16 Ιανουαρίου 2025.

Ποιήματα της Εύης Λιακέα έχουν επίσης δημοσιευτεί στη συλλογή Οι Λέξεις της – Περήφανες Προλετάριες (εκδ. Κονιδάρη 2023), The Books’ Journal (Μάιος 2024) και στο ηλεκτρονικό περιοδικό Αρμενιστής (2ο τεύχος). Συμμετείχε στο 12ο Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης, που διεξήχθη το καλοκαίρι του 2024.

Της Χριστίνας Ελευθεράκη