Δημήτρης Στάικος: Ο Άνθρωπος, «The Bodyguard» της ψυχής του

Δημήτρης Στάικος: Ο Άνθρωπος, «The Bodyguard» της ψυχής του

Με τον κύριο Δημήτρη Στάικο συναντηθήκαμε τυχαία πριν από καιρό στο μαγαζί ενός κοινού φίλου. Γνωριστήκαμε, κουβεντιάσαμε και είπε ο καθένας την ιστορία του.

Οι μήνες πέρασαν και ο κύριος Στάικος έγινε Δημήτρης. Ένας ωραίος τύπος, μηχανόβιος, ελεύθερο πνεύμα, που με τη μηχανή του έκανε το γύρο της Ελλάδας, επιλέγοντας στο τέλος ως βάση την Καλαμάτα.

Στο μυαλό μου είχε κολλήσει πως η ιστορία της ζωής του, που είχε μεγάλο ενδιαφέρον, θα μπορούσε να γίνει ταινία στον κινηματόγραφο. Εγώ ταινίες δεν κάνω, κάνω όμως συνεντεύξεις. Του έκανα την πρόταση, λοιπόν, και δέχτηκε  με χαμόγελο.

«Για σένα, ρε Κωστάκη, ό,τι θες» είπε. Χαμογέλασα κι εγώ, κι έτσι ξεκινήσαμε να μιλάμε. Αλλιώς περίμενα τη συνέντευξη, αλλιώς βγήκε. Ένα όμορφο και γεμάτο συγκινήσεις αφήγημα.

Απόγευμα στο σπίτι μου, καφεδάκι, τσιγάρο, κασετοφωνάκι όπως παλιά και ξεκινά η κουβέντα.

ΠΡΩΤΗ ΝΙΟΤΗ

-Δημήτρη, καλησπέρα. Κατ’ αρχάς, να σε ευχαριστήσω που δέχτηκες να μοιραστείς τη γεμάτη περιπέτειες ιστορία της ζωής σου με τους αναγνώστες του «Θάρρους». Να γυρίσουμε πίσω το ρόλοι της ζωής σου. Και εγένετο ο Δημήτρης Στάικος…

Καλησπέρα, Κώστα. Γεννήθηκα τον Μάιο του 1951, ταύρος μαινόμενος εν υαλοπωλείω κατά δήλωση της μητέρας μου, από τα πολλά στριφογυρίσματα που έκανα στην κοιλιά της και από τις πολλές αδιαθεσίες που της προκαλούσε η ανυπομονησία μου να βγω στον κόσμο.

Η πολυπόθητη μέρα ήρθε, η μητέρα μου απαλλάχτηκε από τις αδιαθεσίες της και τα στριφογυρίσματά μου, κι εγώ τέλειωσα τον αγώνα μου για την έξοδό μου στη ζωή.  

-Δεν έχω ακούσει καλύτερη περιγραφή εγκυμοσύνης και γέννας, Δημήτρη. Είσαι πλέον «έξω» και φαντάζομαι, δε θυμάσαι και πολλά από τα πρώτα σου χρόνια…

Κώστα, μέχρι τεσσάρων ετών δε θυμάμαι τίποτα ή, μάλλον, μπορεί να θυμάμαι, αλλά είναι σαν τα όνειρα που έχω δει και έχω ξεχάσει. Πέντε ετών η μνήμη αρχίζει να εργάζεται. Θυμάμαι αυτά που θέλω να ξεχάσω, αλλά και αυτά που δε θέλω. Ήμουν το πιο πλούσιο, το πιο κακομαθημένο και το πιο ανάγωγο παιδί, και μάλλον ήμουν το πιο καλομαθημένο παιδί.

Η κάμαρά μου ήταν μια τζαμαρία σε ένα σπίτι 24 δωματίων. Δύο νταντάδες προσπαθούσαν να μου μάθουν τρόπους καλής συμπεριφοράς. Ένας οδηγός με καπέλο πήγαινε βόλτα το μικρό για να ξεσκάσει από την ανία που είχαν δημιουργήσει στην παιδική του ψυχή τα 1.500 παιχνίδια και τα 100 κουστουμάκια με παπιγιόν, τα οποία λέρωνε επίτηδες ανά 10 λεπτά για να του φορούν άλλο.

Όλοι από το υπηρετικό προσωπικό τού έλεγαν ότι είναι ένα πολύ καλό, έξυπνο και γλυκό παιδί, αντί να του πουν πως είναι ένα κωλοπαίδι (πού να βρουν το θάρρος).

-Δημήτρη, με εντυπωσιάζουν αυτά που μου λες, αλλά και ο τρόπος που τα λες, αν και είναι πραγματικά θυμίζουν παραμύθι. Τι έγινε, λοιπόν, με το «κωλόπαιδο»; Θα ήθελα να ακούσω και για τον πατέρα σου. 

Ο πατέρας μου γύριζε από το γραφείο κι όπως ήταν κουρασμένος, γονάτιζε στο μικρό γίγαντα, που είχε τον τίτλο του μονάκριβου γιου και του μοναδικού κληρονόμου.Μόλις έμπαινε στο σπίτι εγώ φώναζα «αλογάκι αλογάκι» κι αυτός γονάτιζε, έσκυβε το κεφάλι, ανέβαινα στην πλάτη του, τον έπιανα από τα αυτιά και τον έκανα πραγματικό αλογάκι. Η διάθεσή μου αυτόματα άλλαζε, γιατί έβλεπα ότι ήμουν ο μόνος που μπορούσε να γονατίσει αυτό τον άνθρωπο.

Κάποια μέρα, όταν γύρισε από το γραφείο ο πατέρας μου, του ζήτησα με επιμονή να με κάνει μπάνιο. Εκείνος με οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα. Πήρε μια σκάλα και κατέβασε από το πατάρι κάτι κουτιά κι από μέσα έβγαλε τουλάχιστον 50 γυάλινα μπουκάλια της ΕΒΓΑ. Αυτά, με το μεγάλο στόμιο, που ήταν γεμάτα με χρυσές λίρες. Αυτές με τον Αϊ- Γιώργη πάνω. Τις έριχνε στο κεφάλι και το κορμί μου, κάνοντάς μου ένα ωραίο λουτρό από καθαρό χρυσάφι.

-Αρχίζει να αποκτά «χρυσό» ενδιαφέρον η κουβέντα μας. Πού κατέληξαν οι λίρες; Φαντάζομαι, δεν κάνεις ακόμα λουτρό μαζί τους;

Μη βιάζεσαι, Κώστα μου, έχει δρόμο ακόμα. Στο τέλος θα εκπλαγείς. Και συνεχίζω…Ο χρόνος με μια δρασκελιά με βρήκε να παίζω ένα απόγευμα εκεί στην τζαμαρία με ένα τηλεχειριζόμενο παιχνίδι, ίσως το μοναδικό εκείνη την εποχή. Παίζοντας, είδα τον πατέρα μου να ανεβαίνει την ανηφόρα για το σπίτι μας στο Ψυχικό, με λυμένη τη γραβάτα, το σακάκι στον ώμο και το αριστερό χέρι στην καρδιά. Μπήκε στο σπίτι κι εγώ του φώναξα «αλογάκι αλογάκι». Ήταν η πρώτη φορά που μου χάλασε το χατίρι. Με πήρε μαζί του στην κρεβατοκάμαρα, ξάπλωσε ανάσκελα ντυμένος, πήρε στα δυο του χέρια το μικρό μου χέρι και μου είπε: «Δημητράκη, ό,τι έχω δημιουργήσει δικό σου είναι, θέλω να γίνεις ένα καλό παιδί και να θυμάσαι ότι δεν υπάρχει κάτι που αγάπησα πιο πολύ στη ζωή μου από εσένα». Έσφιξε το χέρι μου μες στις παλάμες του, γύρισε η γλώσσα του, τα βλέφαρά του σηκώθηκαν και φάνηκε το άσπρο των ματιών. Φώναξα: «Μπαμπά, μπαμπά, κοιμήθηκες;». Ο πατέρας πέθανε στα χέρια μου και μαζί του πέθαναν κι όλα τα προνόμια που είχα ως κληρονόμος.

-Γιατί, αφού σε αγαπούσε πολύ ο πατέρα σου. Τι συνέβη και άλλαξαν όλα;

Ξαφνικά έμαθα από τη «δήθεν» μητέρα μου ότι ο πατέρας μου δεν ήταν πατέρας μου, αλλά θείος μου, αδελφός της πραγματικής μου μητέρας. Η «δήθεν» μητέρα μου, 25 χρόνια νεότερη από τον πατέρα, ήθελε πώς και πώς να παντρευτεί τον εραστή της, να τακτοποιήσει τα κληρονομικά και να με ξεφορτωθεί. Βρήκε τρόπο. Ξαφνικά βρέθηκα στα έξι μου χρόνια στο εκκλησιαστικό ορφανοτροφείο Πειραιά. Με παρέδωσαν σε μια καλόγρια με το όνομα «μητερούλα». Έτσι έπρεπε να τη φωνάζω. Σε μια μέρα άλλαξαν όλα στη ζωή μου. Τα 100 κουστουμάκια μου αντικαταστάθηκαν με ένα χακί κουστουμάκι, το οποίο φορούσαν όλα τα παιδιά μέσα στο ορφανοτροφείο. Μου ξύρισαν το κεφάλι για να μην πιάσω ψείρες. Η τζαμαρία με τα 1.500 παιχνίδια μου έγινε ένας θάλαμος όπου κοιμόνταν άλλα 38 παιδιά. Το μόνο παιχνίδι που μου είχε μείνει ήταν μια ξύλινη σβούρα, την οποία έχω ακόμα.

-Η σβούρα της ζωής σου, Δημήτρη…

—–(Στο σημείο αυτό κάναμε μια παύση, του έδωσα ένα χαρτομάντιλο, πήρα κι εγώ ένα και συνεχίσαμε…)

Ξεκίνησα το σχολείο. Πήγα στην πρώτη τάξη και ξαναπήγα. Νομίζω ότι ήμουν από τα λίγα παιδιά που έμειναν στην πρώτη τάξη Δημοτικού. Τα χρόνια περνούσαν. Είχα φτάσει, αν θυμάμαι, καλά 9-10 ετών. Μια μέρα ζήτησα από το δάσκαλο να πάω στον καμπινέ (έτσι τον λέγαμε). Οι καμπινέδες ήταν υπαίθριος χώρος. Για να πας, περνούσες ένα στενό χωμάτινο δρομάκι με κυπαρίσσια και πεύκα. Πήγα, ενώ στο γυρισμό και ξελαφρωμένος, προχωρώντας στο στενό δρομάκι, βλέπω ανάμεσα στα κυπαρίσσια μια μαυροφορεμένη κυρία, ίδια η Παναγία, να με φωνάζει:

-Αγοράκι μου, είσαι εδώ του ορφανοτροφείου;

-Μάλιστα, κυρία, είπα εγώ.

-Τι ώρα βγαίνουν τα παιδάκια για διάλειμμα;

-Έχουμε βγει διάλειμμα, κυρία, και σε λίγο θα σχολάσουμε.

-Μήπως ξέρεις, παιδί μου, τον Δημητράκη Μαρτίνο ή Στάικο;

Έμεινα έκπληκτος. Πρώτη φορά ζητούσε κάποιος εμένα.

-Εγώ είμαι, εγώ είμαι, κυρία.

Η κυρία ταράχτηκε, πέταξε κάτω κάτι σακούλες που κρατούσε, άνοιξε την αγκαλιά της με λαχτάρα και μου είπε με σπασμένη φωνή:

-Δημητράκη μου, είμαι η μητέρα σου.

Χωρίς να το συνειδητοποιήσω, μετά μια παύση, έτρεξα δακρυσμένος στην αγκαλιά της, μια αγκαλιά που δεν έχει φύγει ποτέ από το μυαλό μου.

—-Κι άλλη παύση, κι άλλο χαρτομάντιλο…  Σκέφτηκα τι είδους συνέντευξη θα βγει στο τέλος και γεμάτος περιέργεια είπα στον Δημήτρη να συνεχίσουμε…

Για να φύγεις από το εκκλησιαστικό ορφανοτροφείο είχε μια διαδικασία, που κρατούσε περίπου ένα μήνα. Έκανα υπομονή, και πέρασε ο μήνας. Το καινούργιο μου σπίτι πια δεν ήταν στο Ψυχικό. Ήταν στον Βοτανικό. Η αυλή του ένας στενός μακρύς διάδρομος. Το μόνο δένδρο που αντάμωνες, θυμάμαι, ήταν μια άγρια λεμονιά. Έξω από το φτωχόσπιτο υπήρχε μια σιδερένια πόρτα που έφερε τα αρχικά Δ.Μ. Ρώτησα και έμαθα ότι ήταν τα αρχικά του παππού μου, πατέρα της μητέρας μου, Δημήτρης Μαρτίνος.

Στο χρόνο επάνω μάθαινα τις πραγματικές μου ρίζες. Η τύχη μού είχε επιφυλάξει πολλές εκπλήξεις. Ήμουν γόνος από την πλευρά της μητέρας μου μιας από τις πιο πλούσιες οικογένειες του Ψυχικού. Πατέρας μου ήταν ο οδηγός του θείου μου, ο οποίος δεν μπόρεσε ποτέ να συγχωρέσει τη μητέρα μου, την αδελφή του δηλαδή,  γιατί αγάπησε και παντρεύτηκε τον οδηγό του, γι’ αυτό και την αποκλήρωσε…

—-Έρχεται και δένει σιγά σιγά… κι όσο συνεχίζεται η κουβέντα, μου θυμίζει λίγο παλιό ελληνικό κινηματογράφο. Δε διέκοψα τον Δημήτρη. Ήταν σε  μια έντονη συναισθηματική κατάσταση, που θα ήταν λάθος να τον διακόψω,  απλά άκουγα στην ίδια περίπου κατάσταση… 

Αποτέλεσμα του μεγάλου ερώτα του πατέρα μου και της μητέρας μου ήταν τέσσερα παιδιά, ο Τάσος, η Δέσποινα, η Μαρία και εγώ, ο βενιαμίν της οικογένειας. Ο πατέρας μου τραγικά, στις 11 Οκτώβριου 1952, την ώρα που είχε αρχίσει να δημιουργεί και να φεύγει από τη φτώχεια, όταν εγώ ήμουν 14 μηνών, δολοφονήθηκε από έναν 17χρονο τεντιμπόη, γόνο πλούσιας και ονομαστής οικογένειας της εποχής εκείνης. Τον δολοφόνησε για να του κλέψει το αυτοκίνητο (ταξί), και μάλιστα φρόντισε να τον πυροβολήσει τρεις φορές στο κεφάλι. Κάλεσαν τη μητέρα μου για να αναγνωρίσει τον άνθρωπο που είχε αγαπήσει όσο τίποτα στη ζωή της. Μόλις τον αναγνώρισε, έπαθε ισχυρή καταπληξία και δε θυμόταν ούτε τα παιδιά που είχε κάνει μαζί του. Έπειτα από καιρό το δικαστήριο όρισε μια αποζημίωση 2.000 χρυσών λιρών, τις οποίες κατέβαλε ο πατέρας του δολοφόνου στο διαχειριστή των υποθέσεων και των περιουσιακών της οικογένειας Μαρτίνου, που δεν ήταν άλλος από το θείο μου.

Αυτός καθόριζε τις τύχες όλης της οικογένειας. Ένα βαρύ πέπλο σκέπασε το θείο μου για το ανελέητο κυνήγι που είχε κάνει στον πατέρα μου. Με κίνητρο την εξιλέωσή του και το γεγονός ότι δεν είχε παιδιά, γιατί η γυναίκα του δεν μπορούσε, με υιοθέτησε και πήρα το όνομα Δημήτρης Μαρτίνος του Γεωργίου.

Πού να φανταστώ, όταν ήμουν 5 χρόνων και με έλουζε λίρες, ότι οι περισσότερες από δαύτες ήταν προϊόν αποζημίωσης για το σκοτωμένο πατέρα μου; Είναι να ανατριχιάζει κανείς όταν το χρυσάφι που τον έκαναν μπάνιο είναι βουτηγμένο στο αίμα του ίδιου του πατέρα του.

Όταν συνήλθε η μητέρα μου, αναζήτησε το μικρό της παιδί και το έφερε πάλι κοντά στην ίδια και τα αδέλφια του. Όπως είπα και πιο πάνω.

-Κάπου εδώ τελειώνει η «πρώτη» σου νιότη, Δημήτρη. Λέω να περάσουμε σιγά σιγά στη «δεύτερη» και την «τρίτη» σου. Να ξεκινήσουμε με την ιδέα που είχες και έφτιαξες την ΕΔΥΠ το 1985…

Κοίτα, Κώστα, αυτό έγινε πολύ μετά. Να σου εξηγήσω. Μετά το ορφανοτροφείο και όλα αυτά που συνέβησαν, βασικός μου στόχος ήταν να επιστρέψω και να πάρω μέρος της περιουσίας του θείου μου με δικά μου χρήματα.

Αυτό ήταν κάτι που με ακολουθούσε. Είχα γίνει ένα παιδί το οποίο δε φοβόταν πλέον.

Το δεύτερο ήταν ότι η προσαρμοστικότητα είναι η μεγαλύτερη αρετή του ανθρώπου. Έκανα χιλιάδες δουλειές από τα 11 χρόνια μου. Η πρώτη σοβαρή δουλειά ήταν στην εταιρεία Σαρακάκης ως κλητήρας.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΝΙΟΤΗ

-Και σε τι ηλικία έγινε αυτό, Δημήτρη;

Ήμουν 14 τότε και ήταν τα πρώτα ένσημά μου. Έμεινα εκεί μέχρι που πήγα στρατιώτης. Κι ενώ ήμουν στρατιώτης διαβάζω μια αγγελία ότι μια εταιρεία, η Ιντεραμέρικαν, που μόλις ξεκινούσε τότε ως εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, ζητούσε νέους για να τους κάνει ασφαλιστές. Όταν έπιασα αυτή τη δουλειά, ήμουν πολύ τυχερός, γιατί έπεσα σε έναν πολύ καλό δάσκαλο, τον Κώστα Κουβελιώτη. Με τον καιρό αναπτύχτηκα. Να φανταστείς ότι στα 28 ήμουν διευθυντής πωλήσεων και μάρκετινγκ στην Ευρωπαϊκή Πίστη. Γύριζα όλη την Ελλάδα και εκπαίδευα κόσμο με μεγάλη απήχηση. Και κάποια στιγμή, σε ένα συνέδριο, παραιτήθηκα.

-Μια χαρά τα πήγαινες, τι σε έκανε και παραιτήθηκες;

Ήθελα να ξεκινήσω κάτι δικό μου. Και πώς έγινε αυτό; Μετά τη δουλειά πήγαινα και δίδασκα μάρκετινγκ, μάνατζμεντ και δημόσιες σχέσεις. Σε ένα σεμινάριο, λοιπόν, καταιγισμού ιδεών, νομίζω στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, έβαλα σε κάποιους φοιτητές μια άσκηση με θέμα τη δημιουργία εταιρείας σεκιούριτι  που θα φυλά VIP και τα βόρεια προάστια.

Πηγαίνοντας στο σπίτι, έκατσα και έκανα μια υλικο-οικονομική μελέτη για το ίδιο θέμα, για να προετοιμαστώ για τα παιδιά. Αυτή η μελέτη μού έδειξε κάτι καινούργιο για την Ελλάδα.

-Για ποια εποχή μιλάμε;

Το 1985 ήταν. Το σκέφτηκα, λοιπόν, είχα μαζέψει μερικά χρήματα και στήνω κατευθείαν μια εταιρεία σεκιούριτι με το όνομα ΕΔΥΠ (Επίλεκτες Δύναμης Προστασίας). Και πώς βγήκε αυτό; Έγραψα σε ένα χαρτί: Επιθυμώ, Δύναμη, Περηφάνια, Πλούτη, και έτσι προέκυψε το ΕΔΥΠ.

Ξεκίνησα σε ένα μικρό γραφειάκι και έκανα το εξής που δεν είχε σκεφτεί κανείς τότε στην Ελλάδα. Τα σεκιούριτι που υπήρχαν φυλούσαν απλά εργοστάσια κ.λπ. Εγώ ήμουν ο πρώτος άνθρωπος που έφτιαξε το λεγόμενο πατρόν. Άρχισα να σχεδιάζω ζώνες στις περιοχές Παλαιό Ψυχικό, Φιλόθεη, Εκάλη, Πολιτεία. Να σου θυμίσω τότε η 17 Νοέμβρη ήταν στα φόρτε της.

Πήρα μοτοσικλέτες, τις εξόπλισα, πήγα στα ΟΥΚ και πήρα δύο ανθρώπους εκπαιδευμένους, τους έστειλα στο Ισραήλ για παραπάνω εκπαίδευση, ενώ πήγα κι εγώ ο ίδιος.

Ξεκίνησα με ζώνες. Αρχικά τους έβαλα να κάνουν βόλτες να τους βλέπει ο κόσμος. Από την άλλη πλευρά, άρχισα να βάζω αγγελίες. Επέλεξα 10 πανέμορφες κοπέλες, τις έντυσα με στολή και γέμισα όλες τις περιοχές που σου είπα με διαφημιστικά, κι έτσι μέσα σε δύο χρόνια είχα δύο χιλιάδες συνδρομητές.

-Προχώρησες πολύ και πολύ γρήγορα. Η προσωπική φύλαξη πώς πρόεκυψε;

Είχα αρχίσει να γίνομαι πολύ ισχυρός μέχρι που κάποια στιγμή μού ήρθε η ιδέα να επεκταθώ σε έναν άλλον τομέα, τον τομέα της προσωποφύλαξης. Αρχίζω να φτιάχνω θωρακισμένα αυτοκίνητα, να εκπαιδεύω το προσωπικό σε Ισραήλ, Γερμανία, Αμερική και Αγγλία και να φτιάχνω ένα τιμ δυνατό. Είμαι ο άνθρωπος που έφερε τη σορό της Χριστίνας Ωνάση από την Αργεντινή.

Όταν δημιούργησα αυτόν τον κλάδο, δεν υπήρχε στην Ελλάδα. Σε κάποια στιγμή ο συχωρεμένος ο Γιωργάκης, που ήταν πρόεδρος του Ιδρύματος Ωνάση, με γνώρισε και μου είπε αν μπορώ να πάω στην Αγγλία να φέρουμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα την Λιζ Τέιλορ. Έτσι ξεκίνησα. Με την Τέιλορ απέκτησα και μια φιλία. Με βοήθησε πάρα πολύ με τις επιστολές και τις γνωριμίες της. Φτιάχτηκε ένα μεγάλο πελατολόγιο: Σάρον Στόουν, Τζέην Φόντα, Εντ Τέρνερ, Γκένσερ, ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, Τζίμι Κάρτερ, ο πρώην πρόεδρος της Αμερικής, Ρέι Τσαρλς. Πολύς κόσμος δεν τους θυμάμαι όλους.  

-Ευθύνες, υποχρεώσεις και γνωριμίες. Ποια ήταν η εξέλιξη της εταιρείας, Δημήτρη;

Κώστα, είχα γίνει πολύ ισχυρός, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή, σε μια έκθεση στην Αγγλία, να συναντηθώ με τον Μάρκο Τσαχτάνη, που ήταν διευθύνων σύμβουλος, το δεξί χέρι του Σώρενσεν, ο οποίος ήταν ο ιδιοκτήτης της group for security ανά τον κόσμο. Κι εκεί ήρθε η συμφωνία να πουλήσω την ΕΔΥΠ, και την πούλησα. Να σου θυμίσω ότι στόχος μου ήταν να πάω και να πάρω κομμάτι της περιουσίας του θείου μου από τη μητριά μου.

ΤΡΙΤΗ ΝΙΟΤΗ

-Μεγάλη απόφαση να πουλάς κάτι που δημιούργησες. Μη μου πεις ότι έμεινες με σταυρωμένα χέρια; 

Με είχε κουράσει όλο αυτό, γι’ αυτό και πούλησα την εταιρεία και, φυσικά, δεν έμεινα με σταυρωμένα χέρια όπως λες. Δημιούργησα μιαν άλλη εταιρεία επιμόρφωσης, πράγμα που ήξερα καλά. Δηλαδή, εκπαίδευα στελέχη εταιρειών για το πώς θα κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Τρία χρόνια κράτησε. Μετά την πούλησα κι αυτή.

Έπειτα από αυτό ήρθε η ώρα να κάνω ένα εστιατόριο, για ξεκούραση. Είχα ένα κτήμα στην ορεινή Κορινθία, στον Φενεό, για να κάνω ένα εξοχικό, που ήταν το όνειρό μου, κι εκεί έστησα το διάσημο κουτούκι του Στάικου. Γινόταν ο κακός χαμός. Χαρακτηριστικό του μαγαζιού ήταν δύο μεγάλες επιγραφές στην είσοδο. Η μία έλεγε «αυτόνομο ανεξάρτητο πριγκιπάτο του Στάικου» και η άλλη «πολιτικός αν είσαι, ευπρόσδεκτος στο μαγαζί δεν είσαι».

-Δηλαδή, αν ερχόταν κάποιος πολιτικός να φάει τον έδιωχνες;

Ε ναι, είχα διάφορα επεισόδια και περιπέτειες με πολιτικούς. Ονόματα δε λέμε.

-Δημήτρη, πόσα χρόνια κράτησε το πριγκιπάτο σου στον Φενεό;

Δέκα χρόνια. Μετά το νοίκιασα και είπα «θα πάρω τη μοτοσικλέτα μου και θα γυρίσω όλη την Ελλάδα». Είχα και τη σκηνή μου πίσω. Όπου γης και πατρίς.

Στόχος μου ήταν να βρω ένα μέρος να ζω μόνιμα, εκτός Αθηνών πια, και να ασχοληθώ με αυτό που ήταν το πάθος μου από μικρός: να γράφω.

-Να φανταστώ ότι μέσα από το γράψιμο, με όλη αυτή την εμπειρία ζωής, ψάχνεις τον εαυτό σου;

Ναι, δεν το συζητώ, και θα τον ψάχνω μέχρι και το τελευταίο λεπτό πριν την κάνω από τη ζωή. Στο δια ταύτα. Είχα έρθει στο κάμπινγκ Φαραί εδώ στην Καλαμάτα, νοίκιασα ένα τροχόσπιτο και πηγαινοερχόμουν. Έχει ένα συνδυασμό περίεργο και ταυτόχρονα όμορφο, που δε βρήκα σε άλλα μέρη. Η Καλαμάτα, λοιπόν, με μια απίστευτη παραλία με πεντακάθαρα νερά μπροστά της, πάνω από το κεφάλι σου έχεις 2.500 μέτρα βουνό, που σε μισή ώρα από μηδέν υψόμετρο στη θάλασσα βρίσκεσαι μέσα στον όμορφο Ταΰγετο, και μονοήμερες εκδρομές, μέσα σε μια ώρα γυρίζεις όλη την Πελοπόννησο. Εκτιμώντας όλα αυτά, είπα «εδώ είμαι εγώ». Κι έτσι, έπειτα από επτά χρόνια περιήγησης στην Ελλάδα αποφάσισα η βάση μου να είναι η Καλαμάτα.

Του Κώστα Δεληγιάννη

—-Είπαμε κι άλλα πολλά που θα γέμιζαν όλες τις σελίδες του «Θάρρους», πράγμα που δε γίνεται. Παρ’ όλα αυτά, εσείς, αν θέλετε περισσότερο Δημήτρη Στάικο, μπορείτε να μπείτε στο ΤΙΚ ΤΟΚ ή στο youtube και να τον ακούσετε κιόλας.