Η αγάπη του Τάσου Τσώνη για το Θέατρο Σκιών και η μεγάλη απόφαση
Στην όμορφη Φοινικούντα οι θεατρικές παραστάσεις που έκαναν στάση στο παρελθόν, όπως και σήμερα, ήταν και είναι από ελάχιστες ως μηδαμινές, με εξαίρεση να αποτελούν εκείνες του Θεάτρου Σκιών, του γνωστού σε όλους μας Καραγκιόζη.
Κάπως έτσι, λοιπόν, ο Τάσος Τσώνης γνώρισε στα τρία του χρόνια τον Καραγκιόζη, τον αγάπησε και αποφάσισε να ασχοληθεί μαζί του, δίνοντας μάλιστα παραστάσεις από μικρή ηλικία στους συγχωριανούς του.
Στη συνέχεια έφυγε από τη Φοινικούντα για να σπουδάσει Υποκριτική στην ανώτερη δραματική σχολή «Μέλισσα» της Έλντας Πανοπούλου στην Αθήνα, ενώ έπειτα από χρόνια αποφάσισε να αποχωρήσει από την πρωτεύουσα (κι αφού έπαιξε σε αρκετά θέατρα) και να επιστρέψει στην Καλαμάτα.
Στην πόλη μας ζει και εργάζεται τα τελευταία δύο χρόνια, δίνοντας παραστάσεις Καραγκιόζη, ενώ παίζει και στο ΔΗΠΕΘΕΚ. Το περασμένο Δεκέμβριο, μάλιστα, δημιούργησε τον «Καραγκιόζ μπερντέ», ένα χώρο στην οδό Σταδίου, όπου κάθε απόγευμα Κυριακής ανεβάζει μια διαφορετική παράσταση, ενώ εκεί οι επισκέπτες μπορούν να μάθουν και την ιστορία του θρυλικού ηρώα, καθώς λειτουργεί κι ένα μικρό μουσείο.
Βέβαια, ο κ. Τσώνης δε σταματά τις περιοδείες, καθώς στόχος του, όπως λέει, είναι να ταξιδέψει όσο περισσότερο μπορεί το Θέατρο Σκιών και να το γνωρίσει στους νέους, όπως και να το θυμίσει στους κατοίκους απομακρυσμένων περιοχών, διότι εκεί η διασκέδαση με εκδηλώσεις αποτελεί πλέον είδος πολυτελείας.
Ο λόγος στον καραγκιοζοπαίχτη Τάσο Τσώνη:
-Πώς γνωρίσατε το θέατρο σκιών;
Είμαι από τη Φοινικούντα και σε ηλικία τριών ετών είδα για πρώτη φορά Καραγκιόζη, που με μάγεψε. Ήταν το μόνο θεατρικό είδος που υπήρχε στο χωριό μου.
Τότε εκεί ή Καραγκιόζη θα βλέπαμε ή μια μουσική βραδιά με παραδοσιακή ορχήστρα. Γενικότερα, στις πόλεις και στις κωμοπόλεις έχει συναυλίες. Μόνο μια φορά θυμάμαι να έχει έρθει κάποιο άλλο, διαφορετικό θέατρο.
Εκεί έρχονταν κάποιοι πλανόδιοι ταχυδακτυλουργοί και καραγκιοζοπαίχτες. Ίσως αν είχα δει περισσότερο θέατρο, να ήθελα από πιο μικρός να γίνω ηθοποιός, αλλά, όπως σας είπα, έτσι είναι στα χωριά.
-Πότε δώσατε την πρώτη σας παράσταση μπροστά σε κόσμο;
Σε ηλικία 12 ετών στο χωριό μου είδα μια αφίσα, όπου αναγραφόταν ότι ο καραγκιοζοπαίχτης Τάσος Τσώνης θα δίνει παραστάσεις κάθε Τετάρτη και Σάββατο. Αυτό το είχε σχεδιάσει ο θείος μου, Ηλίας Τσώνης, που διατηρεί το εστιατόριο «Έλενα» στη Φοινικούντα. Ήταν κάτι που δεν ήξερα. Έτσι, ουσιαστικά αυτός ήταν ο άνθρωπος που πίστεψε σε μένα και με παρότρυνε να το κάνω, με τρόπο μάλιστα που με αιφνιδίασε.
-Πώς ήταν οι πρώτες παραστάσεις;
Ο θείος μου τα είχε οργανώσει όλα. Είχε τοποθετήσει 100 καρέκλες και εγώ έπρεπε να αποδείξω ότι μπορώ να το υποστηρίξω. Ήμουν αυτοδίδακτος, ενώ δημιουργούσα ακόμα και τις φιγούρες. Έπειτα από δύο χρόνια δε, αποφάσισα να το εξελίξω και να βρω ένα δάσκαλο. Ήταν ο Καλαματιανός Μίμης Μάνος, τον οποίο παρακολουθούσα από πολύ μικρός. Ένας σπουδαίος καραγκιοζοπαίχτης, που συνέχισε το έργο του πατέρα του, Κώστα Μάνου.
Ο Μίμης Μάνος, λοιπόν, με μύησε στην τέχνη αυτή. Έμαθα να ζωγραφίζω και να φτιάχνω τις φιγούρες, αφού στο Θέατρο Σκιών δεν είναι μόνο οι αλλαξοφωνές και οι λαρυγγοφωνές. Πρέπει να ξέρεις και τον τρόπο να παρουσιάσεις ένα έργο του Καραγκιόζη που έχει γραφτεί το 1900. Θα πρέπει να το φέρεις στο σήμερα, να κάνεις την παράσταση ενδιαφέρουσα και για το μικρό και για το μεγάλο θεατή. Να τους κάνεις να γελάσουν.
-Η συνέχεια ποια ήταν;
Έπειτα και πριν φτάσω τα 18 ήρθαν οι πρώτες προτάσεις για παραστάσεις σε φεστιβάλ στην Αθήνα. Επίσης, με κάλεσε η κόρη του Ευγένιου Σπαθάρη στα «Σπαθάρεια», ενώ έχω παίξει και στο φεστιβάλ της Νέας Ιωνίας. Αυτά τα δύο είναι τα κύρια φεστιβάλ του Καραγκιόζη. Έκτοτε έχω δώσει παραστάσεις σε πολλές περιοχές της Ελλάδας.
-Πώς αποφασίσατε να σπουδάσετε στη δραματική σχολή;
Όταν τελείωσα το σχολείο, αποφάσισα να μετακομίσω στην Αθήνα για να σπουδάσω σε δραματική σχολή. Ήθελα να γίνω ηθοποιός, σκεπτόμενος ότι έτσι θα μπορέσω να εμπλουτίσω την τέχνη του Καραγκιόζη, αφού πλέον δεν είμαστε πολλοί καραγκιοζοπαίχτες και την κρατάμε με νύχια και με δόντια.
Τότε, σπουδάζοντας υποκριτική, μου ανοίχτηκε ένας καινούργιος κόσμος. Ερωτεύτηκα το θέατρο, κάτι που δεν ήξερα τι είναι, αφού μέχρι τότε δεν είχα δει πολλές θεατρικές παραστάσεις στη Μεσσηνία.
Και τελικά, το θέατρο, όχι μόνο με μάγεψε, αλλά έγινε και η κύρια δουλειά μου, καθώς το κάνω παράλληλα με τον Καραγκιόζη.
-Και ιεροψάλτης;
Ναι, όταν ήμουν στην Αθήνα έψελνα σε πολλούς μεγάλους ναούς. Τότε πήρα και το πτυχίο Βυζαντινής και Παραδοσιακής Μουσικής. Θεωρώ ότι και αυτό βοηθάει στο να μπορώ να πλαισιώσω τον Καραγκιόζη και τα ακούσματα. Να φέρω ήχους οι οποίοι δεν είναι κατ’ εξοχήν του Καραγκιόζη, όμως όλα αυτά συνδυάζονται, αφού πλέον είναι ο μόνος φορέας της ζωντανής λαϊκής παράδοσης.
-Θεωρείτε ότι ο Καραγκιόζης ζωντανεύει γεγονότα του παρελθόντος;
Ξεκάθαρα ναι. Ο Καραγκιόζης, για παράδειγμα, μπορεί να δείξει στο παιδί τι έκανε ο Κολοκοτρώνης με τον Νικηταρά, τι είπαν στην απελευθέρωση της Καλαμάτας, να μπει μέσα στην ιστορία. Έτσι φέρνουμε την ιστορία ζωντανή, με τους χορούς, τα τραγούδια, την ποίηση, τη λογοτεχνία. Αυτά συνδυάζονται και καταλήγει η γραπτή αλλά και η προφορική παράδοση στο πανί του Καραγκιόζη.
-Πώς δημιουργείται ένα νέο έργο;
Υπάρχουν οι κορμοί των έργων. Για παράδειγμα, θα πάει ένας ηλικιωμένος και θα πει στον Χατζηαβάτη ότι ψάχνει έναν υπηρέτη για την κόρη του. Αυτός ο διάλογος στη συνέχεια θα διαμορφωθεί ανάλογα με το κοινό.
400 περίπου έργα αφορούν στην Αρχαία Ελλάδα και τη μυθολογία. Ακολουθούν τα Ελληνιστικά Χρόνια και τα Βυζαντινά. Το 1821 έχει περίπου 100 έργα. Περνάμε στον πόλεμο του ’40, στους Βαλκανικούς Πολέμους και φτάνουμε στο σήμερα.
Έτσι έχουμε τους κορμούς και τους διαλόγους, όμως όλα προσαρμόζονται για να είναι πιο φρέσκα για το κοινό. Να μπορούν να ακούγονται πιο όμορφα και πιο κατανοητά, αφού δε γίνεται να παίζονται τώρα με τη γλώσσα και το ύφος του 1920 π.χ.
Υπάρχουν ακόμα και ηχογραφήσεις του 1960 από το Harvard. Είναι μεν πολύ κοντά στα αυτιά μας, αλλά αν παιχτούν έτσι, ο κόσμος θα κουραστεί. Τότε οι παραστάσεις ήταν πολύωρες. Όμως, τώρα ο κόσμος δεν έχει την υπομονή να ακούσει πάνω από μία, μιάμιση ώρα.
Πλέον κυριαρχεί η τεχνολογία. Όλα τρέχουν. Υπάρχει το σκρόλινγκ και το «πάμε στο επόμενο», αφού βαρεθούμε έπειτα από 4 δευτερόλεπτα. Το να καθίσει κάποιος να συγκεντρωθεί σε μια ιστορία, σε ένα διάλογο, πάνω από μια προκαθορισμένη ώρα, δε γίνεται. Οπότε κι εμείς προσαρμοζόμαστε σε αυτά τα δεδομένα.
Έτσι σε ένα έργο βάζουμε πολλά ευτράπελα, πολλά αστεία, για να κρατάμε το κοινό, και ειδικά στα παιδιά, πολλή φαντασία.
-Έχουν μπει πολλά νέα στοιχεία στα έργα…
Ναι, είναι γεγονός ότι σε πολλά έργα έχουν μπει νέα στοιχεία. Εγώ, από την πλευρά μου, προσπαθώ να κρατάω ένα μέτρο στη δημιουργία όσον αφορά στο σήμερα. Δηλαδή, προτιμώ να παίξω τον «Καραγκιόζη Γραμματικό» και να σατιρίσουμε τη σημερινή εποχή, αλλά πάντα με το συμβολισμό του Καραγκιόζη. Για παράδειγμα, το σαράι που συμβολίζει την εξουσία, ενώ σήμερα δεν υπάρχουν πασάδες, για μένα έχει μεγαλύτερη δυναμική. Έτσι, η σύγκρουση της παράγκας με το σαράι, δηλαδή η σύγκρουση δύο τάξεων, ενώ στη μέση είναι η μεσαία τάξη, που είναι ο Μορφονιός, ο Νιόνιος, ο Σταύρακας και άλλοι, θεωρώ ότι περνά στα παιδιά περισσότερα μηνύματα με αυτούς τους συμβολισμούς παρά αν δείξουμε σημερινά πολιτικά πρόσωπα.
-Ο Καραγκιόζης εξελίσσεται;
Ναι. Θεωρώ ότι για αυτό υπάρχει ακόμα. Εμπλουτίζεται συνεχώς στη χώρα μας, ενώ το Θέατρο Σκιών, και ειδικά ο Καραγκιόζης, στην Τουρκία, όπως και σε άλλες γειτονικές χώρες, δε συνεχίζει να ανθίζει.
-Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε περισσότερα παιδιά να παρακολουθούν παραστάσεις Καραγκιόζη…
Πάντα υπήρχε ο Καραγκιόζης, απλά σημειώνονται πολλά σκαμπανεβάσματα. Όταν μπήκε ο κινηματογράφος, έπεσε ο Καραγκιόζης. Κυκλοφορούν οι δίσκοι του Ευγένιου Σπαθάρη, ανεβαίνει ο Καραγκιόζης. Φθάνει η τηλεόραση, πέφτει ο Καραγκιόζης. Μπαίνει στην τηλεόραση ο Καραγκιόζης με παραστάσεις του δικού μας Θανάση Σπυρόπουλου στην ΕΡΤ για πάνω από 10 χρόνια και ανεβαίνει. Τότε ήταν οι καλύτερες στιγμές των παιδιών. Στη συνέχεια βγήκαν τα ηλεκτρονικά και έπεσε. Μετά κυκλοφόρησε με τα dvd στις εφημερίδες και ανέβηκε. Τώρα συνεχίζει να ανεβαίνει. Το τι θα έρθει για να πέσει ξανά, θα το δείξει ο χρόνος.
Πάντως, αυτή τη στιγμή έχει μια ανοδική πορεία, γενικά θεωρώ ότι αρέσει πολύ γιατί είναι κάτι ζωντανό. Το παιδί δεν μπορεί, όταν βλέπει, να πατήσει pause ή να το διώξει. Μαζί με τα άλλα παιδιά αντιδρά σε κάθε ερώτηση του Καραγκιόζη. Υπάρχει μια διαδραστικότητα, που «κρατά» το παιδί.
-Ο Καραγκιόζης περνά μηνύματα στα παιδιά;
Ανάλογα το έργο, τα παιδιά πάντα μαθαίνουν και κάτι καινούργιο, αν μιλάμε για το περιβάλλον, αν μιλάμε για τα ζώα, αν μιλάμε για ένα ιστορικό γεγονός κ.λπ.
Επίσης, δείχνουμε πώς θα αντιμετωπίσει ο Καραγκιόζης μια δύσκολη κατάσταση. Γενικά, δεν παρουσιάζουμε τίποτα ουτοπικό, γι’ αυτό παρουσιάζεται και ξυπόλητος στην παράγκα. Θέλει να δείξει όλη την κακουχία, την κακομοιριά, την κακοτυχία του. Ό,τι μπορεί, ας πούμε, να βιώνει ένα παιδάκι που πεινάει στην Αφρική, το δείχνει ο Καραγκιόζης, αφού τα παιδιά του πεινάνε.
Αντίθετα, η Βεζυροπούλα ή ο γιος του Πασά τα έχουν όλα, αλλά πάντα κάτι τους φταίει. Άρα μιλάμε για ένα μικρόκοσμο που έχει να πει πολλά.
Ο Καραγκιόζης μπορεί να μην είναι ο τέλειος, αλλά αντιπροσωπεύει τον Έλληνα. Έχει τα κακά του στοιχεία, αλλά έχει και τα καλά του, γιατί δεν μπορούμε να πούμε ψέματα. Το παιδάκι ξέρει και μπορεί να αναγνωρίσει όταν αυτό που κάνει δεν είναι σωστό, γελάει επειδή παίρνει ένα λανθασμένο δρόμο που θα τον βγάλει με τον Χατζηαβάτη να πέσουν σε μια αναποδιά και ίσως να φάνε και ξύλο. Το ξύλο για μένα είναι συμβολικό, αφού μπορεί να είναι τα χαστούκια της ζωής, που παρουσιάζονται με ένα κωμικό τρόπο στα παιδιά και βλέπουν ότι δε θα είναι όλα ρόδινα.
Το παιδί που βλέπει την παράσταση με έναν τρόπο γνωρίζει τη ζωή, ότι δηλαδή θα έρθουν και δύσκολες στιγμές, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι θα χάσουμε την ελπίδα μας, αφού ο Καραγκιόζης πάντα ονειρεύεται έναν καλύτερο κόσμο, έναν κόσμο με αξίες, με τα ιδανικά που θα πρέπει να έχουν τα παιδιά του, κι έτσι τους δείχνει το σωστό δρόμο.
-Μιλήστε μας για το χώρο που έχετε δημιουργήσει…
Πρόκειται για ένα νέο χώρο, ενώ είναι η πρώτη φορά στη Μεσσηνία που δημιουργείται ένας μόνιμος χώρος που αφορά μόνο στον Καραγκιόζη. Υπήρχαν αναφορές πριν από το 1900 ότι, για παράδειγμα, στο Πανελλήνιο έπαιζαν για έναν- δυο μήνες ο Βασίλαρος, ο Κώστος Μάνος ή άλλοι καραγκιοζοπαίχτες, αλλά ποτέ δεν είχε δημιουργηθεί χώρος μουσειακός, με μόνιμο μπερντέ και με παραστάσεις όλο το χρόνο για τον Καραγκιόζη.
Εδώ υπάρχει ένα ταμπλό που δείχνει την ιστορία του Θεάτρου Σκιών. Ξεκινώντας από το παγκόσμιο Θέατρο Σκιών, από την Κίνα, την Ινδονησία, φτάνουμε στο σήμερα.
Στόχος μου είναι ο εν λόγω χώρος να αφήσει ένα σοβαρό πολιτιστικό αποτύπωμα. Μόνο και μόνο που κρατιούνται κάποια ιστορικά γεγονότα, που ίσως έχουν ξεχαστεί, και τα φέρνουμε στην επιφάνεια, πιστεύω ότι κάτι έχει να πει, μέσω βεβαίως πάντα του Καραγκιόζη.
-Ποια η ανταπόκριση του κόσμου;
Είμαι πολύ χαρούμενος, γιατί βλέπω ότι τα παιδιά το θέλουν, ενώ υπάρχει μεγάλη ζήτηση για δραστηριότητες που αφορούν στις χειροποίητες κατασκευές, τις χαρτοκοπτικές, δηλαδή το να φτιάξουμε μια φιγούρα, το πώς φτιάχνεται μια παράσταση, και πώς τελικά υλοποιείται.
Επίσης, εδώ έχουν γίνει και κάποια παιδικά πάρτυ, ενώ σύντομα θα μας επισκεφθεί ένα σχολείο και θα παρακολουθήσει μια παράσταση.
Να πω πως ο χώρος ήταν κάτι που ζητούσαν τα παιδιά. Το καλοκαίρι έδωσα 70 περίπου παραστάσεις σε όλη τη Μεσσηνία και τα παιδιά ζητούσαν παραστάσεις και το χειμώνα. Ήταν κάτι επιβεβλημένο. Εδώ θα δουν παραστάσεις, θα φτιάξουν φιγούρες και θα μάθουν για το Θέατρο Σκιών.
-Θα συνεχίσετε τις περιοδείες;
Ναι, το καλοκαίρι θα συνεχίσω ξανά, αφού τα χωριά ξαναζωντανεύουν πια μόνο με τον Καραγκιόζη. Για μένα, ας είναι και 20 και 30 άτομα σε ένα χωριό, το θέμα για αυτούς είναι να γίνει ένα γεγονός. Θέλω να βγει ο κόσμος έξω. Αυτή, νομίζω, άλλωστε, είναι η προσφορά του Καραγκιόζη: η κοινωνικοποίηση, να ζωντανέψουν τα χωριά.
Χαρακτηριστικά να σας πω ότι το καλοκαίρι στη Μηλίτσα ήρθαν σχεδόν 300 άτομα. Πρόκειται για χωριό που δεν έχει τέτοια δυναμική, όμως ήρθαν εκεί τόσα άτομα και από τα γύρω χωριά, για να τιμήσουν αρχικά το χωριό και έπειτα τον Καραγκιόζη, κι αυτό ήταν κάτι που με συγκίνησε.
Ο κόσμος γέλασε, έπειτα πήγε στο καφενείο και έφαγε, συνομίλησαν, κάποιοι γνωρίστηκαν εκεί, αλλά γνώρισαν και τη Μηλίτσα, την οποία ποτέ δεν είχαν επισκεφθεί.
Του Παναγιώτη Μπαμπαρούτση