Πάθος του η μουσική και στόχος του να διασκεδάζει τον κόσμο
Ο Δημήτρης Πρεζεράκος ή, απλά, Μάκης για τους φίλους, είναι ένας άνθρωπος ιδιαίτερα αγαπητός και γνωστός στην Καλαμάτα.Άλλωστε, χιλιάδες είναι αυτοί που έχουν ακούσει τις μουσικές του επιλογές, καθώς από το 1988 έχει εργαστεί σε πολλά μαγαζιά της μεσσηνιακής πρωτεύουσας, όπως και της ευρύτερης περιοχής, ενώ δούλεψε και για επτά χρόνια ως ραδιοφωνικός παραγωγός σε σταθμούς της πόλης.
Ξεκίνησε,
λοιπόν, το 1974 ως συλλέκτης δίσκων, αφού η μουσική ήταν και παραμένει το πάθος
του, ενώ πίσω από τα pickup μαγαζιού βρέθηκε για πρώτη
φορά το 1988 στη Στούπα, όταν ένας φίλος τον κάλεσε να παίξει μουσική.
Ο Μάκης αρχικά δίστασε. Μπορεί να είχε ήδη μια μεγάλη συλλογή από δίσκους, όμως
δεν ήξερε να κάνει αλλαγές στα κομμάτια. Ωστόσο, πήγε, μπήκε στη θέση του Dj και
έκτοτε δε βγήκε ποτέ.
Το «Θάρρος» συνάντησε τον Μάκη Πρεζεράκο, με τον οποίο μιλήσαμε για τους διαφορετικούς τρόπους διασκέδασης στο παρελθόν, για μαγαζιά που έγραψαν τη δική τους ιστορία στην Καλαμάτα και πλέον δεν υφίστανται και, φυσικά, για τη μουσική, αφού αυτή είναι που δίνει χαρά στον 70χρονο πλέον Μάκη και τον κάνει να αισθάνεται ακόμα έφηβος.
Η ΑΡΧΗ Για το πώς βρέθηκε πίσω από τα πικάπ, σημειώνει:«Εντελώς τυχαία. Το καλοκαίρι του 1988, που ήμουν στη Στούπα και έκανα διακοπές εκεί για ένα ακόμα καλοκαίρι, ένας φίλος μου, ο Λάκης Κουμουνδούρος, άνοιξε ένα μπαράκι. Μου ζήτησε, λοιπόν, να πάω στο μαγαζί του ό,τι δίσκους μπορούσα και να παίξω μουσική. Του απάντησα ότι δεν ξέρω να παίζω μουσική, καθώς είμαι μόνο συλλέκτης και ακούω. Τίποτα παραπάνω. Μου απάντησε ότι είχε τα πικάπ και πως δεν ήταν κάτι δύσκολο. Μάλιστα, θα μου έδειχνε πώς γίνεται. Κάπως έτσι με έπεισε. Πήγα και όλα ξεκίνησαν εκεί.
Όταν έφτασε ο χειμώνας, επέστρεψα στην Καλαμάτα και στο επάγγελμά μου, αφού διατηρούσα μια οικογενειακή ταβέρνα στην πόλη, τον “Έλατο”. Όμως, το 1989 πέθανε ο πατέρας μου και δεν είχα τη διάθεση να συνεχίσω την ταβέρνα. Τότε μου έγινε μια πρόταση από το ραδιοφωνικό σταθμό Star, όπου ιδιοκτήτης ήταν ο Κώστας Ηλιόπουλος. Εκεί έμεινα για 1,5 χρόνο”.
Ο «ΡΟΔΑΝΘΟΣ» Ξεχωριστή θέση στην καρδιά του Μάκη έχει ο «Ροδανθός», που ξεκίνησε να λειτουργεί στην παραλία της Καλαμάτας λίγο πριν από τους σεισμούς, τον Απρίλιο του 1986. Όπως μας αναφέρει, γνώρισε τον Γιώργο Δρέττα, ιδιοκτήτη του καταστήματος, το οποίο λόγω των σεισμών μεταφέρθηκε στην οδό Ναυαρίνου αρχικά στο χώρο που τώρα λειτουργεί το ξενοδοχείο Pharae Palace και έπειτα στο χώρο του σημερινού ξενοδοχείου Grand Hotel.
Τότε, λοιπόν, ο κ. Δρέττας του είπε ότι οι Dj που έπαιζαν μουσική χρειάζονταν ρεπό, ζητώντας του να τα καλύπτει αυτός, κάτι που έκανε το 1990 και το 1991. Παράλληλα, δούλεψε σε ένα δισκοπωλείο, στον Best Fm και στον ΗΧΩ Fm, ενώ κάποια στιγμή τον ενημέρωσαν ότι οι Dj του «Ροδανθού» θα αποχωρήσουν και θα είναι πλέον ο βασικός. Έτσι, παράτησε όλες τις άλλες δουλειές του και εργάστηκε αποκλειστικά στον «Ροδανθό», και ειδικότερα από τον Ιανουάριο του 1993 έως και το Μάιο του 1996.
Εκεί μετέφερε γύρω στους 2.000 δίσκους και ήταν τα καλύτερά του χρόνια, όπως σχολιάζει. Υπήρχε άψογο κλίμα, τόσο με το προσωπικό όσο και με τους ιδιοκτήτες, με τους οποίους παραμένουν μέχρι σήμερα φίλοι.
«Περάσαμε ωραίες στιγμές», αναπολεί και συμπληρώνει: «Τον αγάπησα. Είναι στην καρδιά μου».
ΡΟΔΑΝΘΟΣ 1993
Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΤΟ «ΡΟΔΑΝΘΟ» Για τη μουσική που παιζόταν στο Ροδανθό, σημειώνει: «Ερχόταν κόσμος από όλη την Ευρώπη. Μάθαιναν για το μαγαζί και τη μουσική. Εκεί παίζαμε πολλά είδη. Δεν ήταν μόνο το ροκ. Παίζαμε και gothic, παίζαμε και dark, παίζαμε ηλεκτρο-ποπ, παίζαμε και reggae και soul. Γενικά μουσική απ’ όλο τον κόσμο και αυτό ήταν κάτι που ο κόσμος αγάπησε».
Η ΜΑΙΖΩΝΟΣ Μιλώντας για τη γειτονιά εκεί, σημειώνει ότι είχε γίνει πιάτσα, αφού απέναντι από τον «Ροδανθό» ήταν το «Πιράνχας», ψηλότερα «Ο Νότος», ενώ στον ίδιο δρόμο ήταν και το «Ημίμετρο», ένα σπίτι με 4-5 δωμάτια, που λειτουργούσε ως παμπ, τύπος μαγαζιού που άνθιζε εκείνη την περίοδο στα Εξάρχεια.
Ο ΤΡΟΠΟΣ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗΣ Όσο για το πόσο έχει αλλάξει η διασκέδαση από τότε, παρατηρεί: «Στα μπαράκια παλιά ο κόσμος χόρευε. Ήταν σαν μικρά κλαμπ. Σήμερα στα μπαρ δε χορεύουν. Ο κόσμος που χορεύει πάει στα κλαμπ.
Παλιά ήταν οι ντισκοτέκ, όπου υπήρχε ο κύκλος. Εκεί πηγαίναμε για χορό και όχι για να μένουμε ακίνητοι με ένα ποτό στο χέρι.
Σήμερα οι μουσικές είναι δυνατές, δεν μπορείς να μιλήσεις. Στα μπαράκια παλιά οι μουσικές ήταν χαμηλότερα, ενώ στη ντισκοτέκ μπορεί να ήταν δυνατά, αλλά δεν ενοχλούσαν, αφού τα ηχεία ήταν πάνω στην πίστα. Έτσι δεν εμπόδιζαν τους καθήμενους και μπορούσαν να μιλήσουν».
Στην ερώτηση αν θα μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω το χρόνο και «να πάμε σε μια καλή διασκέδαση», ο Μάκης σχολιάζει ότι θα έπρεπε να γυρίσουμε στις ντισκοτέκ.
Από το 1974 έως το 1988 η Καλαμάτα είχε φτάσει στο σημείο να έχει 10 τέτοια μαγαζιά και ο κόσμος να πηγαίνει εκεί, να χορεύει, να μιλά και να περνάει γενικά καλά.
Ο ίδιος μόνο μια χρονιά εργάστηκε σε ντισκοτέκ, σε εκείνη του Filoxenia, αφού προτιμούσε να πηγαίνει σε αυτές ως θαμώνας.
Η ΠΑΥΣΗ… Η ΤΑΒΕΡΝΑ… ΚΑΙ Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ Μετά τον «Ροδανθό» και συγκεκριμένα το καλοκαίρι του 1996, ο κ. Πρεζεράκος έπαιξε στο Mirador. Ακολούθως άνοιξε τη δική του ταβέρνα, ενώ τα καλοκαίρια έπαιζε στο Chiapas. Το χειμώνα του 2000 επέστρεψε στη θέση του dj στη Στοά Λόντου, ενώ τον επόμενο χειμώνα εργάστηκε στο Vogue, όπου έμεινε για δύο χρόνια. Για δύο χρόνια εργάστηκε και στο Bar Βar, ενώ επτά στο Bousoulaki. Παράλληλα, εργάστηκε και σε άλλα κατάστημα της Καλαμάτας, όπως τον Καφενέ, το Camelot και το Verdi.
ΣΗΜΕΡΑ Τα καταστήματα που αναφέρθηκαν για αρκετούς είναι αναμνήσεις, ενώ για άλλους εντελώς άγνωστα, καθώς πλέον δε λειτουργούν, με τον κ. Πρεζεράκο, όμως, να μη σταματά και να συνεχίζει. Αυτή τη φορά στο «Ροδανθό» που άνοιξε ο Γιάννης Κουτίβας στην οδό Αμφείας. Εκεί παίζει εδώ και 8 χρόνια, ενώ εδώ και 6 χρόνια βρίσκεται και στο «Έξις». Και τα δύο τα αγαπάει, όπως μας λέει, και του αρέσει να παίζει μουσική εκεί.
ΤΑ ΣΚΥΛΑΔΙΚΑ… Σε ερώτηση δε για τη μουσική που του αρέσει να παίζει, απαντά ότι του αρέσουν πολλά είδη. Μάλιστα, έχει παίξει και σε εκδηλώσεις, ωστόσο δεν του αρέσει με τίποτα να παίζει «σκυλάδικα».
ΕΝΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΤΗΣ «Μου αρέσει η μουσική. Εγώ συλλέκτης ήμουν, αλλά κατέληξα Dj» μας λέει γελώντας σε άλλο σημείο, και προσθέτει: «Εγώ να διασκεδάζω τον κόσμο θέλω, διασκεδαστής είμαι που έχω γνώσεις μουσικής και πλέον μέσω του κομπιούτερ τις μεταφέρω στον κόσμο. Δεν ξέρω να κάνω αλλαγές, δεν ξέρω να κάνω μετρήματα. Όλα γίνονται καθαρά εμπειρικά, με τις αλλαγές από παλιά να λέει ο κόσμος ότι πετύχαιναν. Βέβαια, τα πράγματα πλέον είναι διαφορετικά, αφού με το κομπιούτερ οι αλλαγές μπορούν να γίνουν αυτόματα.
Κάποιες στιγμές σκέφτομαι να σταματήσω, αλλά δε με αφήνει το μικρόβιο. Θα συνεχίσω όσο αντέχω, όσο κι αν με κουράζει πλέον.
Μπορεί να είμαι 70, αλλά αισθάνομαι 25. Δεν έχω φύγει από αυτή την ηλικία και, μάλιστα, αρκετοί φίλοι μου έχουν παραμείνει σε αυτή την ηλικία! Έτσι συνεχίζουμε παρέα, ενώ με κάποιους κάνουμε ταξίδια με τις μηχανές».
ΔΙΣΚΟΙ Ο Μάκης Πρεζεράκος διαθέτει στο σπίτι του σχεδόν 5.000 δίσκους, μια μεγάλη συλλογή που ξεκίνησε το 1974 με τους δύο πρώτους να είναι ο “Fanny Adams” των Sweet και ο “Burn” των Deep Purple. Μέχρι τότε αγόραζε μικρά δισκάκια, με πρώτο να είναι το 1963 το “Love Me Do” των Beatles.
Αγαπημένο του συγκρότημα είναι οι Beatles, ενώ ως κορυφαίο θεωρεί τους Pink Floyd.
Δε μας έκρυψε, δε, ότι κάθε πρωί, όταν ξυπνάει, μπαίνει ένα βινύλιο στο πικάπ και το ακούει. Αυτό του φτιάχνει τη μέρα, ενώ στη συνέχεια βγαίνει για να αντιμετωπίσει την καθημερινότητα.
ΤΙ ΑΚΟΥΕΙ Για τη μουσική που προτιμά να ακούει ο ίδιος, λέει: «Όλα τα είδη μου αρέσουν. Ακούω και παίζω μουσικές από όλο τον κόσμο. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω πραγματικά. Λένε ότι είμαι ροκάς, δεν ισχύει. Όλα μου αρέσουν εκτός από τα “γαβγάδικα”. Ακούω πολύ ελληνική μουσική. Από ροκ μου αρέσουν Ξύλινα Σπαθιά, Τρύπες, Διάφανα Κρίνα και Magic De Spell, αλλά για μένα κορυφαίος είναι ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Είναι ο άνθρωπος που έφερε το ροκ στην Ελλάδα. Δίπλα του ακριβώς θα έβαζα τον Παύλο Σιδηρόπουλο.
Από τους έντεχνους, όπως λένε κάποιοι (αν και διαφωνώ αφού δεν υπάρχουν άτεχνοι), κορυφαίος είναι ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Μετά ο Σωκράτης Μάλαμας, η Μελίνα Καννά, η Ιουλία Καραπατάκη, η Ματούλα Ζαμάνη, η Βιολέτα Ίκαρη, ο Μίλτος Πασχαλίδης και πολλοί ακόμα.
Επίσης, μου αρέσουν τα ελαφρολαϊκά, η Αλεξίου, ο Μητσιάς, φυσικά το “Νέο Κύμα”, αλλά και οι κλασικοί μας, όπως ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις και ο Μαρκόπουλος.
Τώρα τελευταία ακούω τον Πάνο Βλάχο. Κάποιοι λένε ότι δεν έχει φωνή. Εγώ, βέβαια, δεν το καταλαβαίνω αυτό. Εμένα μου αρέσουν οι στίχοι και γενικά όλα σε ένα τραγούδι, όχι μόνο η φωνή. Ο άνθρωπος έχει ενέργεια και είναι κάτι που μου αρέσει».
Για το αν σήμερα «βγαίνει» ροκ μουσική, απαντά καταφατικά: «Ναι, φυσικά και βγαίνει, απλά πολλά συγκροτήματα επιστρατεύουν στοιχεία παλαιότερων συγκροτημάτων και, δυστυχώς, γίνεται μια σαλάτα. Όμως, έχουν και ένα προσωπικό στυλ και τα νέα συγκροτήματα».
Παρίσι 1985
Η ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΜΕ ΤΗ ΜΗΧΑΝΗ Όσοι γνωρίζουν τον Μάκη, ξέουν ότι, εκτός από τη μουσική, αγαπά τις μηχανές και τα ταξίδια με αυτές. «Η μηχανή είναι αγάπη, είναι τρόπος ζωής» σχολιάζει και συνεχίζει λέγοντας ότι με τη μηχανή του έχει γυρίσει όλη την Ευρώπη. Όταν, λοιπόν, είχε τη δυνατότητα, έκανε ταξίδια το χειμώνα με τη μηχανή, ενώ το καλοκαίρι έστηνε σκηνή στην Καρδαμύλη ή τη Στούπα. «Έχω φτάσει μέχρι το Nordkapp, που είναι το όνειρο κάθε μοτοσικλετιστή, το βορειότερο σημείο της Ευρώπης. Απέναντι είναι ο βόρειος πόλος. Είχα πάει με ένα φίλο μου από την Αθήνα. Τότε λείψαμε για τρεις μήνες και κάναμε συνολικά 18.000 χιλιόμετρα» αναφέρει.
Το επόμενό του ταξίδι, αν όλα πάνε καλά, όπως μας λέει, θα είναι στη Ρουμανία, με επιστροφή από Σερβία.
ΕΝΑ ΑΠΡΟΟΠΤΟ ΣΤΗΝ ΚΡΟΑΤΙΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΕΚΠΛΗΞΗ ΣΤΗ ΣΕΡΒΙΑ Κλείνοντας ζητήσαμε από τον Μάκη να μας πει ένα απρόοπτο που να συνδυάζει ταξίδι και μουσική και μας μετέφερε στο Ντούμπροβνικ της Κροατίας. Εκεί με ένα φίλο του έπιναν μπύρα ακούγοντας δύο μουσικούς να παίζουν κλασική ροκ, όμως στις 11.00 το βράδυ σταματούσε η μουσική και ό,τι είχε σχέση με τον ήχο.
Πηγαίνοντας να πάρουν τις μηχανές τους για να φύγουν, βλέπουν μια κοπέλα έξω από ένα άδειο μπαρ, με τον ίδιο να ρωτά το φίλο του πού πάνε από τόσο νωρίς. Έτσι αποφάσισαν να μπουν στο άδειο μπαρ, ενώ μιλώντας με την κοπέλα, που ήταν η ιδιοκτήτρια, τη ρώτησε αν υπάρχουν cd. Του απάντησε καταφατικά, ενώ τον ρώτησε αν ξέρει να παίζει, με τον Μάκη να της απαντά χαρακτηριστικά: «ε, λίγα πράγματα».
Ξεκίνησε, λοιπόν, βάζοντας χορευτικά που βρήκε, με το φίλο του και την ιδιοκτήτρια να χορεύουν. Τη σκηνή είδε ένα ζευγάρι που περνούσε έξω από το μαγαζί και μπήκε. Μετά μια ώρα το μαγαζί ήταν γεμάτο.
Τότε αποκάλυψε στην ιδιοκτήτρια ότι ο φίλος του ήταν μπάρμαν, ενώ χρειάστηκε να βρει δύο ακόμα κοπέλες για να σερβίρουν, αφού στο μαγαζί γινόταν το αδιαχώρητο, με τον κόσμο να χορεύει ασταμάτητα.
Όταν τελείωσε η βραδιά, η ιδιοκτήτρια τους εκμυστηρεύτηκε ότι η ανώτερη είσπραξη που είχε κάνει μέχρι τότε ήταν 280 ευρώ, ενώ εκείνο το βράδυ ήταν 3.200 ευρώ.
Ρώτησε το Μάκη τι δουλειά κάνει και όταν της αποκάλυψε ότι είναι Dj, τους πρότεινε να μείνουν εκεί για δουλειά, ενώ θα τους κάλυπτε όλα τα έξοδα διαμονής. Ο Μάκης της απάντησε ότι δε γινόταν να μείνει αφού η μητέρα του ήταν άρρωστη, ενώ ο φίλος του έχει οικογένεια, κι έτσι αναχώρησαν για τον επόμενο σταθμό τους, που ήταν το Βελιγράδι.
Η επιστροφή στην Ελλάδα συνεχίστηκε με μια ακόμα έκπληξη, αφού ο φίλος του ο Μπάμπης είχε κανονίσει με έναν άλλο φίλο του που είχε μπαρ στο Βελιγράδι να παίξει μουσική ο Μάκης, χωρίς ο τελευταίος να το γνωρίζει.
Όταν έφτασε στο μπαρ, είδε μια αφίσα που είχε το πρόσωπό του και έγραφε, “Famous Dj from Greece”, ενώ έξω από το μαγαζί ήταν συγκεντρωμένος ήδη αρκετός κόσμος.
Αρχικά ο Μάκης δεν ήθελε να μπει «αφού θα τρώγανε ξύλο από τον κόσμο», ωστόσο πείστηκε, κι αφού του δόθηκε μια βαλίτσα με cd, ανέβηκε, με τον κόσμο να χειροκροτά. Έγινε πανζουρλισμός, θυμάται, καθώς ο κόσμος χόρευε μέχρι τις 6.00 το πρωί.
Κάπως έτσι τελείωσε και η συνάντησή μας με τον Μάκη, με τον οποίο είπαμε πάρα πολλά, αλλά λόγω χώρου είναι αδύνατον να γραφούν.
Του Παναγιώτη Μπαμπαρούτση