Αρκετά χρόνια πριν, ως καλός γονιός, πήγαινα κάθε πρωί το γιο μου στο σχολείο (τώρα εγώ γιατί πήγαινα μόνος μου σχολείο, δεν ξέρω, και είχα καλούς γονείς). Το σχολείο του γιου μου, λοιπόν, έτυχε να είναι σε μια περιοχή της πόλης μας που φημίζεται για τα φασολάκια, τις πατάτες και τα φιστίκια της. Μια απέραντη πράσινη «θάλασσα».
Σ’ αυτή την περιοχή, εκτός από το σχολείο του γιου μου, υπήρχε (ακόμα υπάρχει) ένα διώροφο κτήριο, όπου στο ισόγειο ήταν κάτι σαν μαγαζί, χωρίς ταμπέλα, χωρίς όνομα, κάτι σαν καφενείο, κάτι σαν ταβέρνα, κάτι σαν κάτι, μέσα σε αυτή την απέραντη πράσινη «θάλασσα».
Περίεργος είμαι, μια και δυο μπήκα. Πέντε-έξι γερόντια σε μια γωνιά, μια κυρία στην κουζίνα και ένας τύπος με χαμόγελο να πηγαινοέρχεται, νέος, ωραίος και τρελαμένος θα έλεγα. Τ’ αφεντικό σκέφτηκα. Γνωριστήκαμε, μιλήσαμε μου είπε την ιστορία του «μαγαζιού», καφενείο, χαρτάκι, ζάρια στο ξεκίνημα, αργότερα έβαλε φαγητό, τα έξι γερόντια εκεί στη γωνιά τους, παρακολουθούσαν, σχολίαζαν.
Κουβέντα στην κουβέντα γίναμε φίλοι, με ρίζες από την προσφυγιά (3η γενιά), άτομο ανήσυχο, δημιουργικό, θα έλεγα, «τ’ αφεντικό», δεν του άρεσε αυτό που είχε, μπήκε σε σκέψεις, το ήθελε το μαγαζί αλλιώς (και καλά έκανε).
Πρώτη σκέψη, το μαγαζί πρέπει να έχει ταμπέλα, όνομα, ταυτότητα, τα βρήκε, τα έκανε.
Δεύτερη σκέψη, ανανέωση πελατών, γερόντια στη γωνιά τέλος, ευγενικά και με σεβασμό, το έκανε κι αυτό.
Τρίτη σκέψη, ποιοτική κουζίνα με ντόπια φρέσκα προϊόντα, νόστιμα μαγειρέματα, έτσι κι αλλιώς είχε στο πλάι του (και έχει) την καλύτερη μαγείρισσα του κόσμου γι’ αυτόν, που μαζί της έκανε δύο υπέροχα κορίτσια, η καλύτερη «συνταγή» τους.
Τέταρτη σκέψη, επικοινωνία, πώληση, ανθρώπινη επαφή (την πώληση την είχε, την έχει και θα την έχει), ήταν σαν να γεννήθηκε γι’ αυτό, είδε, έψαξε, άκουσε και το έκανε.
Πέμπτη σκέψη, χαμόγελο, καθαριότητα και οικονομία.
Πέρασαν τα χρόνια… Ο γιος μου πλέον είναι φοιτητής, εγώ εξακολουθώ να επισκέπτομαι αυτή την περιοχή με την απέραντη πράσινη «θάλασσα» και το συγκεκριμένο μαγαζί, που πλέον έχει και ταμπέλα και όνομα, αλλά και όλη την Ελλάδα να μιλά και να τρώει σ’ αυτό.
Και το όνομα αυτού είναι «Στου Κώστα και στη Μαρία». Το άφησα τελευταίο για έκπληξη. Ελπίζω μια μέρα να βρεθούμε εκεί, αν και μοιάζει λίγο δύσκολο πλέον, γιατί τα τραπέζια του κάθε μεσημέρι (μεσημεράδικο) είναι όλα γεμάτα.
Τελειώνοντας να διευκρινίσω ότι αυτό το κείμενο δεν είναι διαφήμιση, δεν είχα αυτό το σκοπό άλλωστε, διαβάστε το απλά ως μια κατάθεση ενός τρόπου ανάπτυξης, επαγγελματικότητας και ανθρωπιάς, που έχουμε μεγάλη ανάγκη, δυστυχώς, σε πολλούς τομείς της ζωής μας εδώ στη Μεσσηνία και ειδικά τα χρόνια που έρχονται.
Κλείνω με τους στίχους ενός τραγουδιού του ρεμπέτη Γιάννη Λεμπέση, χάρισμα στο φίλο μου «ταβερνιάρη», έτσι γιατί οι μνήμες πάντα βοηθούν, με την ευχή να μην τον πάρει η μπάλα κι αυτόν, η «ανάπτυξη» που μας υπόσχονται άλλοι, μπορεί και μόνος του, όπως μπορούμε και όλοι μας, αν δούμε, ακούσουμε, ψάξουμε και κάνουμε αυτό που θέλουμε να κάνουμε:
«Ρίχνω ζάρια φέρνω άσοι, άιντε με μπλοκάρανε οι μπάτσοι
άιντε ρίχνω ζάρια, φέρνω εξάρες, άιντε μας τα φάγανε οι αλανιάρες
Ρίχνω ζάρια φέρνω ντόρτια, άιντε μπρος στης γκόμενας την πόρτα,
άιντε ρίχνω ζάρια, φέρνω εξάρες, άιντε μας τα φάγανε οι αλανιάρες
Κάθε μέρα στο μπαρμπούτι, μου τη φέρνουν μπαλαμούτι…»
Αυτά τα λίγα ανθρώπινα περί πραγματικής ανάπτυξης με ένα συμπέρασμα πως αυτή δεν έρχεται ούτε με «ζαριές», ούτε με «μπαρμπούτι», κι αν δεν πιστεύετε έμενα, ρωτήστε το φίλο μου τον «ταβερνιάρη» πώς απέφυγε το «μπαλαμούτι», δίπλα μας είναι, κοντά μας.
Τα λέμε πάλι…
Του Κώστα Δεληγιάννη