Η παγερή αιθρία της χθεσινής ημέρας, τελευταίας επιθανάτιας εκπνοής του χρόνου, αγουροξύπνησε την Καλαμάτα, που οι κάτοικοί της αναγκάστηκαν να ανοίξουν τα μάτια και να ακούσουν τους διαφόρους πισπιρίγκους, που άλλοι με τη στερεότυπη ευχή «χρόνια πολλά» και το φέι – βολάν του δημοτικού στίχου, άλλοι με τα εικονικά βαποράκια κι άλλοι με τα διάφορα πνευστά και έγχορδα όργανα, περιεκύκλωναν τις συνοικίες και τις αναστάτωναν.
-Να τα πούμε…
Και ο νοικοκύρης του παληού καιρού, έδινε πρόσχαρα την καταφατικήν απάντηση που συνοδευόταν και από την υλική χειρονομία…
Όλος ο κόσμος, όλα τα σπιτικά, πολύ πρωί είχαν ετοιμάσει την τουαλέττα τους και σε λίγο, όταν οι ευεργετικές ακτίνες του βασιληά της ημέρας εμετρίαζαν το πρωινό τούρτουρο, ξεχύνονταν προς διάφορες κατευθύνσεις για να κάνουν τις προμήθειες των οικείων, των φίλων και συγγενών.
Γενικό ξεφάντωμα από όλα τα σημεία της πόλης, ξεφάντωμα εκκωφαντικό αλλά και συμπαθητικό, που αναγάλλιαζε την ψυχή και προδιέθετε τον άνθρωπο που δεν τον διέφθειραν οι μεταπολεμικές συνήθειες της πεζότητας.
Δεν ξέρω γιατί το χθεσινό ξύπνημα τόσο νωρίς και γιατί μια αλλόκοτη χαρά πλημμύριζε την ψυχή μου. Πριν ακόμα τα παιδάκια της γειτονιάς χτυπήσουν την πόρτα μου, ήμουν κιόλας στο πόδι κι έτοιμος για έξοδο. Μια ακατανίκητη επιθυμία μ’ έσπρωχνε έξω από το σπίτι και με ωδηγούσε ασυναίσθητα πίσω από τους πρωινούς τραγουδιστές της ημέρας, που στο μεταξύ είχαν αρχίσει να σκορπίζουν τη μελωδία του τραγουδιού τους σ’ όλες τις συνοικίες. Παιδάκια τόσο δα, ασχημάτιστα ακόμα, δεν εκοιμήθηκαν τα καϋμένα, λαγοκοιμώμενα όλη τη νύχτα και αναταραζόμενα, ασφαλώς, στη σκέψη μιας πλούσιας ικανοποίησης της συμπαθητικής επιθυμίας τους να εξασφαλίσουν μερικά πεντόδραχμα για την αγορά μποναμάδων που ποτέ δεν είδαν στη ζωή τους…
Μα δεν ήταν μονάχα τα πτωχόπαιδα που έδωσαν τον ξεχωριστό τόνο της ημέρας.
Άνδρες ως εκεί πάνω με πίπιζες και τούμπανα, με τρίγωνα και κλαρίνα, με βιολιά και κιθάρες και γενικά μ’ όλα τα σύνεργα της παληάς και της νέας μουσικής, είχαν κατακλύσει την Καλαμάτα για να εξοικονομήσουν τα απαραίτητα της νέας ημέρας που ξημέρωσε, αφού η καθημερινή βιοπάλη και οι διάφορες άλλες αντίξοες συνθήκες της ζωής δεν τους επέτρεπαν ούτε την αγορά μιας οκάς κρέατος…
Πανηγύρι σωστό… το γνωστό πανηγύρι της παραμονής κάθε Πρωτοχρονιάς που ο κόσμος με προφητική προσμονή μιας καλλιτέρας ζωής υποδέχεται…
***
Δεν έχει σημάνει η 11η πρωινή και η οδός Αριστομένους όπου τα διάφορα καταστήματα νεωτερισμού, σφύζει από γυναικόκοσμο που κάνει τις προμήθειές του. Οι προθήκες των καταστημάτων κατάμεστες από «αγιοβασιλιάτικα» μπιμπελώ και άλλα πρακτικά αντικείμενα. Κόσμος ψωνίζει… δεν ψωνίζει, συνωστίζεται, φεύγει με γεμάτα ή άδεια τα χέρια. Στου Παρθένιου, στου Κωτσόβολου, στου Αναγνωστόπουλου, στου Τζώρτζη, στου Κωστόπουλου, στου Νικολόπουλου και Νασόπουλου, στου Καρμπαλιώτη, σ’ όλα γενικώς τα καταστήματα σωστό πανηγύρι, λες και ο κόσμος διεκδικεί ένα εισιτήριο σοβαράς πρεμιέρας κινηματογράφου. Θόρυβος μέγας, αλλά καταναλωτική δυναμικότητα πενιχρά. Λίγοι ήσαν εκείνοι που επροτίμησαν πρακτικά δώρα.
Εκεί, όμως, που παρετηρήθη μεγάλη γυναικοσυρροή είναι τα διάφορα βιβλιοπωλεία που διέθεταν πλούσιες συλλογές καρτ – ποστάλ. Ο κοριτσόκοσμος της Καλαμάτας κατά τις απογευματινές ιδία ώρες βρισκόταν στο φόρτε της εκδήλωσής του:
-Πόσο τάχετε αυτά τα καρτ – ποστάλ;
-Μόνον τρεις δραχμές, μαμζέλ.
-Πι… πι… πι… πανάκριβα…
Και στο μεταξύ όλη εκείνη η ποικιλόχρωμη θάλασσα των καρτών, με τους διαφόρους αψύχους συμβολισμούς, αναταραζόταν από αλαβάστρινα γυναικεία δαχτυλάκια που για να ικανοποιήσουν την επιθυμία τους, έπαιρναν… βουτιές στα έγκατα κι αναδιφούσαν να βρουν την κάρτα της προτίμησής τους που θα στελλόταν στον αδελφό, στον μπαμπά, στη μαμά, στο συγγενή, στον… ερωμένο, στο μέλλοντα νυμφίο, που κι αυτός παράλληλα περιδιάβαινε τα διάφορα εμπορικά για την εκλεκτή του.
Ρώτησα δύο βιβλιοπώλες και πήρα την απάντηση πως η μεγαλείτερη κατανάλωση εσημειώθη στις κωμικές κάρτες που απεικόνιζαν κυρ Μέντιους – κοινώς γαϊδάρους – ανθρωπόμορφα χοιρίδια, χιμπατζήδες και κατσίκες που εστάλθηκαν, βέβαια, ως… χυλόπιτα ή ως ψυχρό καλαμπούρι σε διάφορους ερωτύλους.
Βραδυάζει και η οδός Αριστομένους εμφανίζει το θέαμα εβραϊκής Βαβυλωνίας. Ένας πολύχρωμος συρφετός φωνών… βρυχηθμών, καραμουζών και ψυχροτέρων του καιρού καλαμπουρίων δονεί την παγεράν ατμόσφαιρα. Κίνησις εξαιρετική, παρά το ακατάλληλο του καιρού, αλλά αγοραστική ικανότης… θνησιμαία, δι’ ο και οι καταστηματάρχαι μας παρουσίαζαν όψη τεθλιμμένου συγγενή.
Έτσι εκύλησεν η χθεσινή ημέρα στην αγορά των μποναμάδων.
***
Περιδιάβασα όλη την πόλη, σ’ όλα τα σημεία της κι ομολογώ πως η εφετεινή παραμονή της Πρωτοχρονιάς ήταν ψυχρή και ασυμπαθής. Κάποια γνώριμα έθιμα χαρτοπαιχτικά, που όσο κι αν αμαύρωναν τον πολιτισμό μας, κάποια άλλα υπαίθρια παιγνιδάκια λοτταριών κ.λπ., που τραβούσαν την προσοχή μας όμως προσέδιναν μια ξεχωριστήν αίγλη στην όλη ατμόσφαιρα του ξεφαντώματος της ημέρας δεν έδωσαν εφέτος σημεία υπάρξεως.
Ο θρυλικός λοταρτζής με τη ρουλέττα του, ο υπαίθριος ταχυδακτυλουργός, ο άλλος επιχειρηματίας του δρόμου της μιας ημέρας με τα τυφέκια του που… ποτέ δεν έφταναν οι εικονικές σφαίρες του στο στόχο, πουθενά δεν έδωσαν σημεία ζωής. Μία νέα ατμόσφαιρα ησυχίας κυριαρχούσε στην πλατεία της 23ης Μαρτίου όπου άλλοτε οι παιδικές εισπράξεις των καλάντων μεταβάλλονταν σε άστοχες βολές, σε… ανεπιτυχείς στόχους, σε απόκτηση ενός σαπουνιού αρωματικωτέρου και του… κοινού πρασίνου, σε κουτσουνάκια, σε φιάλες οινοπνευματικού περιεχομένου, σε παιγνιδάκια, κατά το φαινόμενο δεκαπλασίας αξίας του δικαιώματος του «παίζειν» – όλα αυτά έμειναν πια κι εχαράχτηκαν στις πρωτοχρονιάτικες ιστορικές σελίδες που τις σκέπασαν κάποιοι άλλοι σκοποί, κάποιες άλλες διεκδικήσεις εφήμερες.
***
Μα η ίδια νεκραΐλα δεν υπήρχε και στην… εδεσματικήν αγορά. Η γαστέρα του ανθρώπου, το αιωνίως ανικανοποίητο αυτό… αγγείο, έπρεπε να περιέλθη την αγορά των κρεοπωλών που ξεμανίκωτοι και κραδαίνοντας θορυβωδώς την μάχαιραν διαλαλούσαν με έντονη φωνή το εμπόρευμά τους που εφέτος καθώς μ’ επληροφήρησαν, διατέθη σ’ αρκετή κατανάλωση, εν συγκρίσει προς τον περασμένο χρόνο.
-Εδώ οι γαλοπούλες της Μεσσηνίας…
-Μονάχα… 65 την οκά…
-Εδώ το μανιάτικο του γάλακτος.
-Πάρτε, γιατί το κλείνουμε το μαγαζί.
Εννοείτο το μαγαζί δεν έκλεινε και ο διασκεδαστικό χασάπης έκοβε και εισέπραττε μέχρι βαθείας νυκτός.
Μεγάλη… αποχή παρετηρήθη στα οπωρικά, όχι βέβαια για λόγους αποστροφής γαστριμαργικής, μα για λόγους ευνοήτους. Γιατί το οπωρικό και το φρούτο τη σημερινή εποχή καταντά αδικαιολόγητη πολυτέλεια για έναν οικογενειάρχη.
Τέλος, η εφετινή πρωτοχρονιάτικη κίνησις της αγοράς που έχει σχέση άμεση με το στομάχι συγκρινομένη με την του περασμένου χρόνου, απέδωσε περισσότερα από της πλευράς της καταναλωτικής δυναμικότητος του κόσμου. Κι αυτό είναι μια τρανή απόδειξη του ότι το βιοτικό επίπεδο σημειώνει σταθερή ανέλιξη και μα ποθητή πρόβλεψη το ότι ο κόσμος αρχίζει να αναπνέη κάπως οικονομικά.
Π.