Είναι τόσο όμορφα και τόσο γλυκά στο Κάστρο της Καλαμάτας, τότε που η μέρα σώνεται και μελαγχολικό το σούρουπο σκορπιέται ανάργια ολόγυρα…
Είναι τόσο γλυκά, φτάνει μόνο να μπορής με της ψυχής σου τ’ άθλια μάτια να διακρίνης τις κρυφές – φωτοστάλαχτες ομορφιές.
Και να! Πανώριες λεβέντισσες στη σειρά οι πορτοκαλιές, στέκουν δεξιά κι αριστερά στην «Ακρίτα» ψιθυρίζοντας κάποια λόγια, μόλις ακουστά, μυστηριώδη. Κι είναι τόσο όμορφα τα τόξα πουφτιάνουν καθώς γέρνουν απ’ το φορτίο, η κάθε μια στην αντικρυνή της, σα να κρυφοκουβεντιάζουν.
Αργά σέρνεται πίσω μες το θαμπό φως ο χορταριασμένος δρόμος… Ενώ κει, δεξιά, ω! κει! Φως, λάμψη, χρώμα! Και στο βάθος, σε λόφους γυμνούς πιο πάνω, σε βουνά αχνογάλαζα, μια θεία εικόνα ασύλληπτη, υπερκόσμια, η δύση με μαγικό πινέλο γραμμένη, σου θαμπώνει τη ματιά και σκλαβώνει τη σκέψη. Σύννεφα μαύρα αστραφτερά, χρυσοκόκκινα στις άκρες, αλλάζουν…
Και πιο κάτου ένα γλυκό απαλό πορτοκαλόχρωμα, σαν μάγισσα – η φύση – να, σκόρπισε άφτονη γύρη… Είναι ίσως σε μια κορφή, ανάμεσα από σύννεφα. Να κατεβαίνη μεγαλόπρεπα στο κρυσταλλένιο βασίλειό του! Κι οι αχτίδες που κρυφά γλυστράν, ιριδόχρωμες μες απ’ τα σύννεφα, να χαρίσουν τη στερνή θαλπωρή και να δώσουν το τελευταίο χαιρέτισμα, είναι κι αυτές τόσο θείες, συμπληρώνουν το μαγικό ταμπλώ…
Κει μπροστά σου, που λεμονιές, πορτοκαλιές κι άλλα δέντρα υψώνουν περήφανα τις φυλλωσιές τους ή τις δαντελωτές βέργες τους, κει στις κορυφές τους αφήνουν φιλήματα κίτρινα, αγνά…
Και στα βορειοδυτικά της πανώριας πόλης, το φθισιατρείο του Άγιου Λιά με μια έρημη δάφνη που υψώνεται πάνω απ’ τον ψηλό περίβολο.
Κι όλη η θεσπέσια αυτή μαγική εικόνα καθρεφτίζεται στα ήρεμα νερά του Μεσσηνιακού κόλπου με χίλιους χρωματισμούς…
Το σκοτάδι σκόρπισε το φως…
Το μοναστήρι και τα δέντρα απόμειναν όγκοι.
Στο αντικρυνό βουνό της Σέλιτσας, στο μικρό χωριό φωτιές φαίνονται δω και κει. Κι αριστερά στο δρόμο, όπου ένα χωράφι με σκόρπιες εληές, ένα τσαντήρι ατσιγγάνων είναι στημένο…
Ένα τσιτσίριμα αντηχάει απ’ το τηγάνισμα της γύφτισσας… Ενώ γύρω απ’ τη φωτιά, με φωτισμένο κόκκινο το πρόσωπό του ένα γυφτόπουλο χορεύει στους ήχους ενός τσιγγάνικου βιολιού!
Κι αργά – αργά απομακρύνομαι και γω σέρνοντας με τα κουρασμένα μου πόδια το σώμα!
Του Δωρή Αρήτη