Αν την εποχή αυτή, που βράζει το αίμα των ανθρώπων με την άνοιξη, είναι συχνά τα κακά όνειρα και οι εφιάλτες στον ύπνο μας, συμβαίνει όμως μαζί να βλέπουμε και μερικά όνειρα ωραία που μας δίνουν εξαιρετική ευχαρίστηση και μας κάνουν να αισθανώμεθα λύπη επειδή έρχεται ύστερα το ξύπνημα να τα διακόψη και να μας επαναφέρει στη δυσάρεστη πραγματικότητα.
Ένα τέτοιο όνειρο είδα κι εγώ προχθές τη χαραυγή, που ξύπνησα για μια στιγμή, για να γλαριάσω αμέσως, με τη γλυκιά υπόκρουση των τιτιβισμάτων που εσκόρπιζαν έξω από το παράθυρό μου τα χελιδόνια, και να ξανακοιμηθώ.
Είδα, λοιπόν, πως βρισκόμουνα σε μια Καλαμάτα, πολύ διαφορετική από τη σημερινή.
Οι δρόμοι της και οι πλατείες της ήταν στρωμένες με γυαλί άθραυστο, άφθαρτο και καθόλου γλιστερό, όπου οι διαβάτες εβάδιζαν θαυμάσια ή επατινάριζαν κατά βούλησιν.
Τα αυτοκίνητα, που εκτελούσαν τη συγκοινωνία, είτανε αληθινά θαύματα κομψότητος και χάριτος, αθόρυβα εντελώς, καθαρώτατα και έτρεχαν τόσο ελαφρά, ώστε ενόμιζε κανείς πως ήταν περιστέρια, που έκαναν βολ πλανέ πάνω από το έδαφος.
Το κάστρο της Καλαμάτας είχε μεταβληθή σ’ ένα θαυμάσιο λούνα παρκ, με διάφορα παιγνίδια και μέσα διασκεδάσεως των επισκεπτών απερίγραπτης πρωτοτυπίας.
Μέσα στα άλλα περίεργα υπήρχε και μια τεραστία γλώσσα, η οποία εταλαντεύετο δεξιά και αριστερά σαν σκούπα με την επιγραφή: «Όσα σέρνει η σκούπα», που εσυμβόλιζε την κακογλωσσιά μερικών Καλαματιανών.
Οι επισκέπται διεσκέδαζον ρίπτοντες με την βοήθεια μικρών τόξων βέλη, τα οποία εκαρφώνοντο επάνω στην πελώρια γλώσσα, η οποία μολαταύτα εξακολουθούσε το δρόμο της ταλαντευομένη και συμβολίζουσα έτσι πόσον ακατανίκητη και άτρωτη είναι η καλαματιανή κοτσομπολιά.
Ο Νέδων, ο φοβερός και τρομερός Νέδων, ο εφιάλτης αυτός των γειτόνων, των Καλαματιανών περιβολαραίων, αλλά και όλων των κατοίκων της μεσσηνιακής πρωτευούσης, είχε γίνη άφαντος! Μάλιστα, άφαντος! Ολόκληρη η κοίτη του είχε βαθειά εκσκαφή και είχε μεταβληθή σε υπόνομο. Είχε σκεπασθή και επάνω στο κατάστρωμα της πελωρίας αυτής υπονόμου, που μέσα σ’ αυτή είχεν επιτέλους δαμασθή ο Καλαματιανός Δράκων, υπήρχε μία λεωφόρος – η λεωφόρος Νέδοντος –, που άρχιζε από το Λιθωμένο Φείδι και κατέληγε στην ανατολική παραλία, εκεί που είναι σήμερα οι εκβολές του χειμάρρου.
Είδα ακόμη ότι από την Αγία Σιών ανέβαινε κρεμαστός σιδηρόδρομος στην επάνω Σέλιτσα… αλλά ο χώρος της παρούσης στήλης δεν επιτρέπει να επεκταθώ περισσότερο στην αφήγηση του ονείρου μου.
Γι’ αυτό σταματώ εδώ και επιφυλάσσομαι να συνεχίσω.
Ίσως μάλιστα την άλλη φορά να έχω να αφηγηθώ περισσότερα, διότι μπορεί εν τω μεταξύ να ιδώ και κανένα άλλο παρόμοιο… όνειρο!
Το οποίον – ποιος ξέρει! – ίσως πραγματοποιηθή έπειτα από μερικούς αιώνας.
Αμήν!
ΠΑΨ.