Όπως και τα χρυσάνθεμα που τα δέρνει το χειμωνιάτικο ανεμοβρόχι… Με τ’ ομπρελλίνι ανοιχτό, το λαιμουδάκι της τυλιγμένο μ’ ένα κασκόλ ασσορτί με το ταγιέρ της, και τις τορνευτές γάμπες των δεκάξη χρόνων της, στολισμένες από στίλβοντα σοσόνια, βημάτιζε νευρικά στο στρίψιμο του δρόμου. Ήταν σούρουπο και το χιονόνερο ψιλό – ψιλό καθώς έπεφτε, ράντιζε το προσωπάκι της – ένα προσωπάκι σωστής κούκλας.
Κι ωστόσο τα δευτερόλεπτα περνούσαν με ταχύτητα αστραπής και η αγωνία κάποιας μάταιης προσμονής ήταν ζωγραφισμένη στο κουκλίστικο προσωπάκι της.
Κάποιος που την παρακολουθούσε την πείραξε:
-Περιμένετε κανέναν, δεσποινίς;
Δεν του έδωσεν απάντηση. Καθώς όμως γύρισε τα μάτια της αλλού για ν’ αποφύγη τα πειράγματα του δανδή, φάνηκαν καθαρά δύο χάντρες δάκρυα, που κυλούσαν αργά – αργά στα ματόκλαδά της. Κι ενώ τα σφούγγιζε με το κεντητό αρωματισμένο μαντηλάκι της, ο ενοχλητικός δανδής βρήκε την ευκαιρία να σαρκάση σιγοτραγουδώντας κάποιον σκοπό παραφρασμένο, που την άγγιζε στην ψυχή…
«Κάθε βραδάκι στις οχτώ
στο ίδιο μέρος το γνωστό
με καρδιοχτύπι…
Τον περιμένει για να ρθή
κι όσο δεν έρχεται κι αργεί
τη δέρν’ η λύπη…».
Τ’ ανεμοβρόχι τώρα είχε δυναμώσει και παγερό καθώς ήταν το σούρουπο εκείνο, μπάτσιζεν απανωτά την κουκλίτσα των δεκάξη χρόνων. Κι ο δανδής χάθηκε κάτω απ’ την ομπρέλλα του στο στρίψιμο του δρόμου σιγοσφυρίζοντας έναν άλλο σκοπό:
«Θα γυρίσης ξανά
στην παληά μας φωληά
θα γυρίσης…
Λόγι’ αγάπης θα πης
και χωρίς να ντραπής
θα δακρύσης…».
Η μικρούλα κύτταξε για μια στιγμή το ρολογάκι του χεριού της κι είδε πως η ώρα ήταν πια πολύ περασμένη. Έρριξε μερικές ματιές ακόμη στ’ αγνάντιο του δρόμου μήπως φανή ο νυμφίος των ονείρων της και κατόπιν, φραστ, έστριψε στη γωνιά.
Καθώς ανηφόριζε στο δρόμο η σιλουεττίτσα της – μια σιλουέττα φτιαγμένης με πολύ γούστο κουκλίτσας – χάνονταν λίγο – λίγο στο μισοσκόταδο.
Και τ’ ανεμοβρόχι όλο και δυνάμωνε…
ΜΟΔΑ…
«ΘΑΡΡΟΣ» 11 Ιανουαρίου 1938
Η θεά μόδα μάς ήρθε κι εφέτος με καινούρια φρούτα.
Οι Εύες βρήκαν πάλι «θέμα» για κοτσομπολιά στους άνδρες.
Τις θυμόσαστε προ δύο μηνών με κάτι καπελλάκια που μόλις και μετά βίας καλύπτανε την κορυφή της κενής κεφαλής τους; Τότε η μόδα ήθελε το γυναικείο κεφάλι να παίρνη πολύ φρέσκο αέρα, για να γεμίζη ίσως έτσι τα μεγάλα κενά του. Σήμερα τα γυναικεία καπέλλα τα θέλει θρονιασμένα στα… κομψά κεφαλάκια σε διάφορους σχηματισμούς και με… λοφία.
Κι ως να μην έφθανε αυτή η ιδιοτροπία της κακότροπης αυτής θεάς, επλάσαρε και τα στολίδια του γυναικείου στήθους μ’ απομιμήσεις όλων των σημείων και τεράτων του ζωικού βασιλείου και του υγρού στοιχείου. Ρίξτε μια ματιά στην πρώτη τυχούσα γυναίκα που θα συναντήσετε στο δρόμο σας και θα δήτε: Στο κεφάλι της να καμαρώνη ένας… αγριοκόκκορας ή μια βαρκούλα εν είδει… καπέλλου και στο στήθος της να φιγουράρη για… στολίδι κάποιο αγριογούρουνο, μια σκούνα, ένα σκυλάκι, κάποια γάτα ή ένα ελαφάκι.
Τι είναι λοιπόν αυτό το νέο φρούτο;
Παλαιότερα τα κορίτσια συνήθιζαν να φέρουν στο λαιμό τους ένα χρυσό σταυρουλάκι, που ήταν συγχρόνως και το καλύτερο δώρο γι’ αυτά. Σήμερα το γυναικείο στήθος στολίζεται με το δέντρον της ελάφου. Ίσως γιατί η μόδα – όπως λένε οι ειδικοί – προσαρμόζεται πάντοτε και απεικονίζει τη ζωή μας…
Είχα την περιέργεια να ρωτήσω κάποια δεσποινίδα που έφερε στο στήθος της ένα γουρουνάκι:
-Τι σας χρειάζεται αυτό;
-Είναι η μόδα, καλέ!
-Δηλαδή;
-Πώς να σας το πω… Αυτά τα συνηθίζουν πολύ στο Παρίσι;
-Μπααα!
Δεν ξέρω, αδελφοί μου εν πολλαίς αμαρτίαις, αν στο Παρίσι συνηθίζονται αυτά τα μασκαραλίκια.
Κι αν συμβαίνη όμως αυτό δεν μπορώ να καταλάβω τι είδους λόξα έπιασε τον θηλυκόκοσμο της Καλαμάτας και μιμείται μια παριζιάνικη εκκεντρικότητα! Καλά είναι τέλος πάντων τα γουρουνόπουλα, αλλά – προς Θεού! – δεν είναι ανάγκη να στολίζουν και τα στήθη των γυναικών…
Εύες, συνέλθετε!
ΦΛΕΒΑΡΗΣ
«ΘΑΡΡΟΣ» 24 Φεβρουαρίου 1938
Ο μήνας που αμύνεται ηρωικά στις επάλξεις της οργιστικής φύσης, για να κρατήση στη ζωή, για λίγο ακόμη, τον ασπαίροντα χειμώνα. Μερικά κρύα, κάποτε – κάποτε ραντίσματα ή θυμοί βροχής και καμμιά φορά λίγες νιφάδες από χιόνι. Αυτά είναι τα «διαφραγματικά πυρά» του κουτσοφλέβαρου, που βλέποντας ότι τελειώνει η βασιλεία τ’ αφεντικού του – του κυρ χειμώνα – βάλλει φρενιασμένα κατά της ανοιξιάτικης επανάστασης.
Ο πόλεμος είναι σκληρός. Οι επαναστάτες της άνοιξης – οι μυγδαλιές, οι ροδακινιές, οι φουσκοδεντριές, ο καφτερός ήλιος, τα χαμόγελα τ’ ουρανού – προχωρούν αγέρωχοι στη «γραμμή του πυρός» και στις λυσσώδικες επιθέσεις του γέρω – χειμώνα προβάλλουν τα τρελλά τους νειάτα, την ωμορφιά τους, τις χαρές τους…
Η μυγδαλίτσα, ντυμένη με την άσπρη φορεσιά της, καμαρώνει στους κάμπους, σα νυφούλα που περιμένει τον ξανθομάλλη ανοιξιάτικο ιππότη νάρθη από τις μακρινές χώρες των ονείρων, να τη γλυτώσει από τις φοβέρες του κουτσοφλέβαρου και να δρέψη με μια σπαθιά όλους τους νεανικούς ανθούς της.
Ντροπιασμένη η ροδακινιά φαντάζει μεσ’ το ανοιξιάτικο όργιο μ’ ένα ελαφρό ρόδισμα ντροπής στ’ άνθη της, λες και κάποιος αναπάντεχος εραστής ράντισε με το μύρο της αγάπης τους λαχταριστούς κόρφους της.
Τα σύννεφα κυνηγημένα από τη μανία των επαναστατών φεύγουν για τη δύση, σαν το νικημένο που αφήνει «κατησχυμένος» το πεδίο της μάχης για να σωθή. Μόνο στ’ ανοιχτά τα πέλαγα κάποιες χειμωνιάτικες φουρτούνες κρατάνε τη στερνή άμυνα του κουτσοφλέβαρου.
Οι φουσκοδεντριές ακομπανιάρουν στον πολεμικό συναγερμό των επαναστατών… Όλα είναι τώρα έτοιμα για τη μεγάλη μάχη. Στα γηρατειά του χειμώνα, η άνοιξη προτάσσει τα νειάτα τα ορμητικά, τα φλογερά, τα μεθυσμένα από το ιδεώδες της νίκης. Αύριο, μεθαύριο ίσως, θα γίνη η πρώτη επαφή των αντιπάλων. Τα χιόνια θα τα λυώση ο θερμός ήλιος της άνοιξης. Τους αγέρες θα τους σταματήσουν οι ερωτιάρηδες παλμοί των νεανικών καρδιών. Τα κρύα θα τα διώξουν οι πύρινες γλώσσες του έρωτα.
Κι ο κουτσοφλέβαρος νικημένος από την ακάθεκτη ορμή της άνοιξης, θα χαθή στο βάθος του ανοιξιάτικου ορίζοντα που θάναι βυθισμένος σ’ όλα τα χρώματα της ίριδας κάποιου μαγευτικού ηλιοβασιλέματος.
Ω, η άνοιξη… Η άνοιξη με τα τρελά της νειάτα. Ας ήταν να μπορούμε να την απολαύσουμε όλοι μας. Νικητές και νικημένοι. Χαρούμενοι και σκυθρωποί. Πλούσιοι και φτωχοί. Ω και φτωχοί! Φτωχοί και καταφρονημένοι…
ΞΕΘΥΜΑΣΜΑΤΑ
«ΘΑΡΡΟΣ» 26 Φεβρουαρίου 1938
Τα είπαμε και τις προάλλες. Προχτές, αντιπροχτές… Μπήκαμε στα «ξεθυμάσματα» του χειμώνα. Ο ουρανός αυτές τις μέρες είναι όλο ιδιοτροπίες. Σαν την καπριτσόζα, την πολυχαϊδεμένη, την ερωμένη. Πότε κεντάει τα νεύρα μας με τους θυμούς και τα μπουμπουνητά του και πότε πάλι ξελαμπικάρεται πλημμυρισμένος στο γαλάζιο του. Το πρωί κάποια μαύρα σύννεφα μας φέρνουν τ’ άσχημα τα μηνύματα. Τ’ απομεσήμερο καφτερή λιακάδα και λίγα ξεφτισμένα κρόσσια στην κορφή του Νικόδημου που θα φέρουν, κατά το σούρουπο, τη βροχή. Φουσκοδεντριές και κάλμες. Χαρές και λύπες στα «ξεθυμάσματα». Τα παγερά τα βράδυα μπουρίνια στο γιαλό. Και τα χαράματα μπουνάτσες και παιχνιδίσματα των αφρών στις αμμουδιές…
Μήπως τέτοια δεν είναι κι όλη η ζωή μας; Σήμερα φουσκοθαλασσιές, αύριο θανατερή γαλήνη στ’ ανοιχτό, στ’ ατέρμονο το πέλαγος που περνάμε όλοι, θλιβεροί Σάντσοι αυτής της μέγαιρας που – τι ειρωνεία, κύριοί μου! – τη λέμε Ζωή.
Κι όχι, θάνατο.
Όχι, κόλαση.
Όχι, αιώνια τρικυμία!
Πίσω από τα θαμπά τζαμόφυλλα του παραθυριού της, αγναντεύει η γεροντοκόρη τ’ αντικρυνό της σοκάκι, μήπως ξαγναντήση το βασιλόπουλο των ονείρων της, καβάλα πάνω στο χρυσοκάπουλο άτι του κι έρθη – έτσι σα χάδι ερωτικό, σα λιγοθυμιά – και τη βγάλη από τη μάταιη προσμονή. Ο νυμφίος όμως δεν έρχεται. Έχει κι αυτός το βίτσιο του. Και τότε, αρχίζουν τα κουρασμένα στήθεια της να τα ανταριάζουν οι φουσκοδεντριές της νειότης που μέρα με τη μέρα γλυστράει από την ύπαρξή της.
Κάποτε πάλι, ροδίζει ο ουρανός της ψυχής της από την αναλαμπή κάποιας φρούδας ελπίδας. Ποιος ξαίρει; Ίσως…
Κι άλλες… Άλλες πολλές, πεταλουδίτσες της ζωής, που τιτιβίζουν στα χαμόγελα της ερωτιάρας άνοιξης, ώσπου να ’ρθούν τα «ξεθυμάσματα» για να κλείσουν την αυλαία της ζωής τους με μιαν ερωτική αποτυχία…
Και κάποιοι άλλοι ακόμη, που συγκεντρώνουν όλους τους παλμούς της ψυχής τους στις δυο γροθιές τους, που σχίζουν το ατελείωτο κενό, μ’ αγανάκτηση, για κάτι.
Γι’ αυτό που τους λείπει.
Για όσες χίμαιρες τους φέραν νικημένους στο μεσόστρατο της ζωής..
Κι άλλοι…
Αυτοί που είναι «αθώοι του αίματος» των τραγικών Αμλέτων και δεν τους κυκλώνουν ερωτηματικά. Ζουν γιατί… έτυχε να ζουν. Και υποφέρουν κάποτε, χωρίς να ξαίρουν – κι ούτε θέλουν να μάθουν – το «γιατί».
Ακόμη κι αυτοί: Οι άνθρωποι που μέσα τους κλείνουν μιάν αιώνια άνοιξη. Αυτοί που είναι δυνατοί και νικούν τις θύελλες και τις καταιγίδες του χειμώνα.
Ω, ας είμαστ’ όλοι τέτοιοι.
Ας είμαστε.
Και ας είχαμε ακόμη τη δύναμη να σταματάμε τους ορμητικούς αγέρες και να σκορπίζουμε γύρω μας παντοτεινά χαμόγελα…