Εάν κανείς κοιτάξει τον κατάλογο των βιβλίων που έβγαλαν οι εκδόσεις «Κάλβος» μέχρι το 1974, θα συνειδητοποιήσει ότι βλέπει μπροστά του τα βασικά έργα της βιβλιοθήκης οποιουδήποτε ανθρώπου εκείνη τη στιγμή διψούσε για κριτική θεωρία, ριζοσπαστική σκέψη, πρωτοποριακές αναζητήσεις: από την «Ουτοπία» του Τόμας Μουρ μέχρι την «Κοινωνική Ιστορία της Τέχνης» του Άρνολντ Χάουζερ, και το το «Έρως και Πολιτισμός» του Χέρμπερτ Μαρκούζε μέχρι «Της Γης οι Κολασμένοι» του Φραντς Φανόν. Θα δει ακόμη το «Γέλιο» του Κούντερα, κείμενα του Μπρεχτ, την Ελληνική Νομαρχία, κείμενα του Μακιαβέλι μεταφρασμένα από τον σπουδαίο Παναγιώτη Κονδύλη (που υπήρξε εκ των βασικών μεταφραστών στην πρώτη φάση). Και αυτά είναι μόνο μερικά παραδείγματα.
Κομμάτι ενός κύματος κοινωνικού και πολιτικού ριζοσπαστισμού που ξεκινά στη «χαμένη Άνοιξη» που πρόωρα διέκοψε το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών και που ξαναβγήκε στο προσκήνιο μέσα στη δικτατορία και αργότερα στη μεταπολίτευση οι εκδόσεις Κάλβος έδωσαν τροφή για σκέψη σε μια νέα γενιά που αναζητούσε τρόπους να στοχαστεί και να αλλάξει τον κόσμο.
Και στο κέντρο των εκδόσεων ο Γιώργος Χατζόπουλος, που έφυγε στις 23 Φεβρουαρίου 2025. Όπως αναφέρεται στο βιογραφικό του στην ιστοσελίδα της Εταιρείας Μελέτης Αριστερής Νεολαίας όπου είχε καταθέσει ένα μέρος του αρχείου του: «Ο Γιώργος Α. Χατζόπουλος γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1938 στην Οιχαλία του νομού Μεσσηνίας. Από το 1948 κατοίκησε στο Νέο Ηράκλειο, όπου και τελείωσε το δημοτικό σχολείο. Συνέχισε τις σπουδές του σε ιδιωτικό νυχτερινό γυμνάσιο και στο δημόσιο ημερήσιο γυμνάσιο της Νέας Ιωνίας, ενώ συγχρόνως ολοκλήρωνε τετραετή φοίτηση στη Σχολή Κλωστοϋφαντουργίας (των τότε ιδιωτικών “Σχολών Πάλμερ”). Αφού εργάστηκε κάποια χρόνια ως σχεδιαστής-υφαντουργός σε βιομηχανίες της Ν. Ιωνίας, το 1956 μπήκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, την οποία τελείωσε το 1961 χωρίς ποτέ να ασκήσει το επάγγελμα του νομικού. Μέλος της ΕΠΟΝ (1955–1958) και της Νεολαίας ΕΔΑ (1958–1963), αναδείχθηκε στέλεχος του αριστερού φοιτητικού κινήματος εμπλεκόμενος στη δημιουργία και τη σύνταξη του σημαντικού φοιτητικού φύλλου Πανσπουδαστική.
Λόγω των φρονημάτων του υπηρέτησε ως στρατιώτης γ΄ κατηγορίας στην πειθαρχική μονάδα 819 ΜΛΜ (1964–1965), ενώ από τον Φεβρουάριο του 1964 μέχρι τον Μάρτιο του 1967 αναμίχθηκε ενεργά στην αντιαποικιακή κίνηση “Φίλοι Νέων Χωρών” και στη σύνταξη του δελτίου και στη συνέχεια περιοδικού της, τον Αντιμπεριαλιστή. Μετά το στρατό πρωτοστάτησε επίσης στην έκδοση της δεκαπενθήμερης εφημερίδας των Βορείων Προαστίων Πρωτοπορία, με έδρα το Νέο Ηράκλειο Αττικής (Ιανουάριος 1966 έως Απρίλιος 1967). Το δικτατορικό καθεστώς τον έστειλε στη Γυάρο μέχρι τα τέλη του 1967. Τον Φεβρουάριο του 1968 δημιούργησε, μαζί με άλλους, τον εκδοτικό οίκο “Κάλβος”, στο περιβάλλον του οποίου συνέχισε την αντιδικτατορική του δράση. Επίσης συνέβαλε στην έκδοση του περιοδικού Σύγχρονος Κινηματογράφος (1969–1974), στην επαναλειτουργία του “Θεάτρου Ν. Ιωνίας” (1972) στο κέντρο της Αθήνας με το όνομα “Ανοιχτό Θέατρο” και, κυρίως, στο συντονισμό της – κρυφής και φανερής – κίνησης (1971–1976) ενάντια στις δραστηριότητες του “Ιδρύματος Φορντ” στην Ελλάδα.»
Όπως παραθέτει ο ιστορικός και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Βαγγέλης Καραμανωλάκης, σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αρχειοτάξιο το 2012 (τεύχος 14), οι εκδόσεις Κάλβος προσδιόρισαν με τον ακόλουθο τρόπο τη φιλοδοξία τους σε ένα αρχικό διαφημιστικό φυλλάδιο τους:
«Μ’ αυτά τα δεδομένα ξεκίνησε το καλοκαίρι η εταιρεία «Κάλβος» και με τη φιλοδοξία –πολλοί την χαρακτήρισαν ρομαντική– να δημιουργήσει προϋποθέσεις και προηγούμενο […]. Στην επιδίωξη αυτή ο «ΚΑΛΒΟΣ» πιστεύει ότι θα πετύχει, προσφέροντας βιβλίο υψηλού επιπέδου σε χαμηλή τιμή, στη χαμηλότερη ίσως τιμή που έγινε ποτέ. [..] Ο «Κάλβος» θεωρεί το βιβλίο αντικείμενο καθημερινής και παρατεταμένης χρήσεως και σαν τέτοιο θα προσπαθήσει να το επιβάλει. Πρότυπά του θα είναι κατ’ αρχήν οι φτηνές, λιτές αγγλικές και γαλλικές εκδόσεις με το καλόγουστο μαλακό εξώφυλλο και το μικρό πρακτικό σχήμα, που είναι απαλλαγμένες από την περιττή εκείνη πολυτέλεια που κάνει το βιβλίο ακριβό, δύσχρηστο και ογκώδες, κατάλληλο να στολίζει μάλλον μεγαλοπρεπείς βιβλιοθήκες σαλονιών, παρά να διαβάζεται και να μορφώνει».
Πάλι στο ίδιο άρθρο ο καθηγητής Καραμανωλάκης σημειώνει ότι «κύριο αναγνωστικό κοινό του Κάλβου ήταν οι φοιτητές, με αποτέλεσμα οι υψηλότερες πωλήσεις του, πέρα από την Αθήνα, να παρατηρούνται στις πόλεις όπου υπήρχε φοιτητικός πληθυσμός (Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Πάτρα). Παράλληλα η σχέση του Κάλβου με τη νεολαία αποτυπώνεται και στην αλληλογραφία που διασώζεται στο αρχείο του, όπου κατά κύριο λόγο φοιτητές αλλά και μαθητές διατύπωναν τις παρατηρήσεις τους για τις εκδόσεις. Όπως θυμόταν πολλά χρόνια αργότερα ο Ανδρέας Παππάς: «Σαν ζεστό ψωμί τρέχαμε τότε να αγοράσουμε ό,τι κι αν έβγαζε ο Κάλβος». Σύμφωνα και πάλι με τον Γ. Χατζόπουλο, ολόκληρη, ή έστω το μεγαλύτερο μέρος της συντονιστικής επιτροπής του Πολυτεχνείου, είχε περάσει από τα γραφεία του Κάλβου».
Με αυτό τον τροπο οι εκδόσεις «Κάλβος» έπαιξαν έναν πολύ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση ενός ευρύτερου πνευματικού κλίματος που συναντήθηκε με πολιτικές και ιδεολογικές αναζητήσεις μιας ολόκληρης γενιάς, που επηρέασε το διανοητικό και πολιτικό τοπίο για μεγάλο διάστημα. Όπως σημειώνει ο καθηγητής Καραμανωλάκης στην ανάρτηση με την οποία αποχαιρέτισε τον Γιώργο Χατζόπουλο «Όταν κάποτε γραφτεί μια πολιτισμική ιστορία της δικτατορίας και των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης, ο Γιώργος Χατζόπουλος και ο Κάλβος θα έχουν τη δική τους λαμπρή θέση στις σελίδες της.
In.gr