«ΘΑΡΡΟΣ» 1 Οκτωβρίου 1932: Λαογραφικαί έρευναι

«ΘΑΡΡΟΣ» 1 Οκτωβρίου 1932: Λαογραφικαί έρευναι

Εδώ και πολύν καιρό είχα στο νου μου να καταπιαστώ μ’ ένα θέμα, άξιο μεγάλης προσοχής, γιατί είχε και έχει απασχολήσει πολλούς διηγηματογράφους και μυθιστοριογράφους: το μανιάτικο έθιμο της εκδικήσεως.

Και χωρίς να τ’ αφήσω να μπαγιατέψη μέσα στο νου μου κάθισα να το γράψω.

Αλλά εις την ανάλυσιν του ενδιαφέροντος αυτού θέματος, που είναι το μοναδικό στην Ελλάδα και που χαρακτηρίζει τους Μανιάτες, γιατί είχαν και έχουν σχεδόν τόση πίστη και αφοσίωση στο έθιμο αυτό, έχω την ιδέα πως μόνον Μανιάτης ερευνητής, που να έχη ζήση μέσα στο λαό αυτό αρκετά χρόνια, γνωρίζοντας τη ζωή και τις ξεχωριστές συνθήκες του τόπου, την παληά του κοινωνική οργάνωση, την ιδιόμορφη ψυχολογία του και τα χαρακτηριστικά έθιμα που διέπουν και κανονίζουν όλη τους τη ζωή, θα μπορούσε να δώση την ορθότερη εξήγηση, εξετάζοντας τα πράγματα από την ορθή μεριά του πορίσματος, θα διακρίνη τις αφορμές που το γέννησαν, τις προϋποθέσεις που στηρίχτηκε να εξελιχθή και τις συνθήκες και τους όρους που το έκαμαν άγραφο θεσμό, ιερό και απαραβίαστο.

Παιδί «γέννημα και θρέμμα» της Μάνης είμαι και εγώ που γράφω τις γραμμές αυτές. Και χωρίς υπεκφυγές και παρεκκλίσεις θα προσπαθήσω, όσον μπορώ, να γράψω την καθαρά και μόνη αλήθεια, που πηγάζει από την κρίση μου πάνω στις μελέτες που έκαμα για το ζήτημα αυτό.

Ο τόπος

Και ας ασχοληθούμε πρώτα πρώτα λίγο με τον τόπο της Μάνης και πιο πολύ με τους κατοίκους της. Ο τόπος της Δυτικής προ παντός Μάνης είναι πάρα πολύ πετρώδης (χαρακτηριστικόν τούτου είναι ότι οι κάτοικοι φορούν παπούτσια με καρφιά που μοιάζουν σαν οπλές πεταλωμένων αλόγων, υποφέροντας συγχρόνως και αγογγύστως από τα επικίνδυνα γλιστρήματα. Γι’ αυτό τώρα τελευταία προμηθεύονται σόλες από καουτσούκ), είναι δε ξηρός και άγονος, τόσο, που δίπλα στην αγριότητά του εμπνέει αποτρόπαιον φόβο.

Σ’ έναν τόπο τέτοιο φτωχό, στενό και άγονο κατεδικάσθησαν να ζήσουν οι Μανιάται (ή και Μαϊνότται υπό των Ευρωπαίων καλούμενοι), που πολλοί υπεστήριξαν ότι είναι λαός συμμιγής.

Είναι παραδεδειγμένο ότι κατά τους μέσους αιώνας εις τους Έλληνας κατοίκους της χώρας, που ήσανε απόγονοι των Ελευθερολακώνων, προστεθήκανε και μερικοί Σλαύοι εκ των Μηλιγγών και Εζεριστών και βραδύτερα αλβανικές γενεαλογίες. 

Τα ξένα όμως αυτά στοιχεία, οι Σλαύοι και οι Αλβανοί, που εγκατασταθήκανε  στη Μάνη, απερρίφθησαν από το ελληνικό στοιχείο αυτής, που ήτο ασύγκριτα πολυπληθέστερο και μεγάλη δύναμη αφομοιωτική είχε.

Η θεωρία του Φαλλμεράυερ ότι οι επί Ιουστινιανού Β΄ του Ρινοτμήτου (685 – 695 και 705 – 712 μ.Χ.) εκ του Λιβάνου ανακληθέντες Μαρδαΐται κατοικήσανε βραδύτερα στη Μάνη και είναι δήθεν πρόγονοι των σημερινών κατοίκων αυτής, απεδείχθη επινόημα παρά πάσαν ιστορικήν παράδοσιν. Μέχρι δε των χρόνων Βασιλείου Α΄ του Μακεδόνος (867 – 886 μ.Χ.) οι κάτοικοι του Κάστρου της Μαΐνης διατηρούσανε την αρχαίαν ελληνικήν θρησκείαν, και έγιναν χριστιανοί επί του Αυτοκράτορος τούτου. Αλλά και βραδύτερα φαίνεται ότι υπήρχαν Εθνικοί στη Μάνη. Ο Κωνσταντίνος δε ο Πορφυρογέννητος εις το έργον του, που απευθυνότανε προς τον ίδιον τον υιόν του Ρωμανόν, μας λέει για τους κατοίκους του κάστρου της Μαΐνης τα εξής: «Μέχρι νυν παρά των εντοπίων Έλληνες προσαγορεύονται, ειδωλολάτρας είναι και προσκυνητάς των ειδώλων κατά τους παλαιούς Έλληνας».

Οι γνώμες διχαστήκανε στηριγμένες σε μια ορθή σκέψη που πήγασε από καθαρή αντίληψη και για τούτο πολλοί υποστήριξαν, έχοντες υπ’ όψιν τους ότι οι Μανιάται είναι απόγονοι των Φράγκων, Σλαύων και Αλβανών, ότι το έθιμο αυτό είναι γέννημα της Φραγκικής επιδράσεως, άλλοι Σλαυικής και Αλβανικής, άλλοι ότι οφείλεται στην πίστη και στην πεποίθηση των κατοίκων ότι κατάγονται από τους αρχαίους Σπαρτιάτας – γεγονός που μαρτυρείται από άφθονα και αξιόπιστα περιστατικά και που ασφαλώς, αν δεν έγινε αιτία να γεννηθή το έθιμο αυτό, συνετέλεσε όμως να ριζωθή βαθειά στη ψυχή τους και νάχη συνέπειες σκληρές.

Οι ηγεμόνες της Μάνης έγραψαν στα γράμματά τους την υπογραφή «Ηγεμόνες της Σπάρτης». Αυτό το έκαναν τώρα, ή διότι επίστευαν ότι είναι πράγματι απόγονοι των αρχαίων Σπαρτιατών ή από εγωιστικήν υστεροβουλίαν κινούμενοι για να σαλπίζουν την εξουσίαν των δήθεν ως ηγεμόνες της Σπάρτης.

Ο ανώνυμος όμως μεσαιωνικός τραγουδιστής έλεγε για τη Μάνη:

«Σ’ αυτά τα όρη έφυγαν οι Αρχαίοι Σπαρτιάται, και είν αυτοί που λέγονται την σήμερον Μανιάται».

Την ιδέαν αυτή ότι οι Μανιάται είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων και μάλιστα των Σπαρτιατών, που χάριν διατηρήσεως της ιδίας αυτών ελευθερίας καταφύγανε στην πετρώδη Μάνη, μας το βεβαιώνει εις την έμμετρον περιγραφήν της πατρίδος του Μάνης ο Νικήτας Νήφος ή Νιφάκος.

«Μεγάλο βουνό ευρίσκεται επάνω εις τον Μωρίαν,

όπου το ονομάσουσιν εις τον μακρινόν Ηλίαν.

Ταΰγετον τον έλεγαν οι παλαιοί Σπαρτιάται,

κι Ηλίαν τον ελέγουσιν σήμερον οι Μανιάται.

Είναι και άλλα περισσά βουνά μικρότερά του,

από το Κάτω Ματαπάν έως εκεί κοντά του.

Σ’ αυτά τα όρη έφυγαν οι μαύροι Σπαρτιάται,

και είναι αυτοί που λέγονται την σήμερον Μανιάται.

Δια να φυλάξουν την ζωήν και την ελευθερίαν,

έκτισαν χώραις στα βουνά και περισσά χωρία.

Δεν είναι φυσικόν σ’ αυτούς να γίνουν σκλάβοι δούλοι,

αλλά να είν’ ελεύθεροι, γιατί δεν είναι μούλοι».

Περισσότερο όμως και από τις πηγές αυτές μαρτυρούν την λαϊκήν αυτή αντίληψη δύο μαρτυρίες, που ξεφεύγουν κατ’ ευθείαν από την αμόλυντη, ανόθευτη κι ανεπιτήδευτη λαϊκή ψυχή, σε ώρες και στιγμές που δεν χωράει καμμία προσποίηση κι ο σπαραγμός αφήνει να μιλάη η ψυχή.

Οι μαρτυρίες αυτές είναι δύο μοιρολόγια. Στο ένα η Μανιάτισσα, που κάνει λόγο για όσους Μανιάτες πολεμήσανε στη μάχη του Δυρού, λέει:

«Έγινε ξεσυνέριση σ’ όλα τα Σπαρτιατόγγονα ποιοι θε να πάσι μπροστινοί» (Μανιάτικα μοιρολόγια και τραγούδια).

Και στο άλλο πάλι η αγράμματη γρηά Μανάτισσα, που κλαίει το παιδί της σκοτωμένο στη Μακεδονία, τονίζει και αυτή σε μια στιγμή στο αυτοσχεδιασμένο μοιρολόγι της για τους προγόνους της:

«απ’ ακοή κι αγροικητά

από τη Σπάρτη ήρθασι».

Αλλά και Μανιάτες μορφωμένοι το επίστευαν και το διέδιδαν αυτό και πρώτος ο Μανιάτης Στεφανόπουλος, που το επιβεβαιώνει στο βιβλίο του “Voyage Ledimo et Nicolo Stepha Norli”, σελ. 176 – 182: «Οικείται (Μάνη δηλαδή) υπό γνησίων προγόνων των Λακεδαιμονίων μη αλλοιωθέντων ουδ’ εκφυλισθέντων πολύ» και ισχυροί καλλιεργούσαν στον τόπο την πίστη αυτή, όπως ο Καποδίστριας. Στη γνωστή του επιστολή από τη Μόσχα, που ήτανε ακόμα, στον Πετρόμπεη, γράφει: «Προς τον Πετρόμπεη αρχηγό των Σπαρτιατών».

Και πολλά άλλα περιστατικά εγιγάντωσαν στο λαό αυτό τον εγωισμό και την ανάγκη να μη δέχεται καμμιά προσβολή και πάντοτε μοναχός του να λύνη τις διαφορές του με τέλεια αδιαφορία (αδιαφορώντας) για τα μέσα που θα μεταχειριζότανε, αρκεί να έφθανε στο σκοπό του, που δεν ήταν η τιμωρία του αντιπάλου, αλλά η αποκατάσταση της υπόληψής του, περιφρονώντας και μη λογαριάζοντας ούτε τους επίσημους γραφτούς νόμους της πολιτείας.

Με τον εγωισμό ότι ήσαν απόγονοι των αρχαίων Σπαρτιατών και κατοικούντες σε τόπο άγονo και φτωχό, που παντού και πάντοτε ήτανε ο κακός σύμβουλος, έμεινε στο Μανιάτη το έθιμο αυτό το τόσον ανούσιο, όχι ως ένας απλός θεσμός, αλλά ως θρησκεία, και όπως οι ιεραπόστολοι βάδισαν με πίστη να διαδώσουνε τη θρησκεία τους, έτσι και ο Μανιάτης ευρισκόμενος και εκτός της Μάνης υπάκουγε στο θεό του, στον άγραφο και πολύ σκληρό νόμο, που του ρύθμιζε άθελά του τη ζωή.

Άφησε δε ο Μανιάτης να ριζωθή η εκδίκησις, το κακό αυτό έθιμο, στο κέντρο της ψυχής και του πνεύματός του σαν ένας νόμος (δηλ. σαν ένας φυσικός νόμος), γιατί επίστευε ότι η εκδίκησις είναι η δικαιοσύνη.

Και έτσι αφού βρήκε λοιπόν την αρχική αιτία που είναι η δικαιοσύνη, νάτος! Ησύχαζε με κάθε τρόπο τόσο που τον έβλεπες να εκδικείται ψύχραιμα και με επιτυχία, βέβαιος ότι εκτελούσε μια πράξη τίμια και δίκαιη.

Όταν ο πόθος της εκδίκησις κυρίευε τον Μανιάτη, τ’ άλλα του αισθήματα εκμηδενιζόντουσαν και δεν μπορούσε ποτέ να συγχωρήση ούτε και να λησμονήση, γιατί πίστευε με φρόνησι πως θα τιμωρηθή από το φυσικό νόμο και αν λησμονήση, θα γίνη θύμα των φυσικών νόμων, οπότε η προσβολή γι’ αυτόν δεν θα ήτανε μικροτέρα (δηλ. ο Μανιάτης το πάθος της εκδίκησης τώχε κρυφό καμάρι και δικό του μυστικό). Γι’ αυτό λόγιοι τινές του 15ου αιώνος ενόμιζαν ότι η Μαΐνη ή Μάνη πρέπει να συσχετισθή προς το ρήμα μαίνεσθαι.

Πολλοί εξέφρασαν την γνώμην ότι τα ονόματα αυτά της χώρας είναι ρωμανικής ή αλβανικής καταγωγής. 

O Δωροθέος όμως της Μονεμβασίας στο «βιβλίον ιστορικόν» γράφει: «Διατί φυλάγουν την μανίαν και την κακίαν μέσα εις την καρδίαν και δε την μετεβάλουν ποτέ εις αγάπην», δια τούτο ωνομάσθη ο τόπος εκείνος Μάνη. Σ’ έναν τόπο άγριο και με κλίμα αχάριστο, που το ψωμί μ’ αίμα αγοράζεται, δεν μπορούσε να γίνη διαφορετικά παρά η φτώχεια να τους προκαταβάλη όλους. Η φτώχεια πλάθει τις ψυχές σκληρές σαν πέτρα.  Έτσι και ο Μανιάτης ακολούθησε τους ιστορικούς νόμους, που όλοι οι λαοί ακολουθάνε και που ζούνε και μεγαλώνουνε με την αρπαγή και τη λεία του γείτονα. Απάνω στο νόμο αυτό στηρίξανε πολλοί τη γνώμη τους και είπανε πως οι Μανιάτες ήταν συστηματικοί κλέφτες, ληστές και πειρατές. Ότι δηλαδή η Μάνη παρουσίαζε ομαδική εγκληματικότητα σπρωγμένη από την κακή ψυχή των κατοίκων της, γιατί ήσανε άδικοι άνθρωποι. Και αναφέρω εντελώς πρόχειρα τον αείμνηστο Σαρίπολο, που γράφει πάνω σ’ αυτό σε μια του μελέτη «το έγκλημα εν Ελλάδι», στην παληά «Εστία» του Κυριακού δημοσιευομένη. Αρκούμαι μόνον σ’ αυτό και δεν αναφέρω άλλους που παρακινήθηκαν και γράψανε για τον «μυστηριώδη» τούτον τόπο.

Οι περισσότεροι και μάλιστα περιηγηταί είναι αληθές ότι έγραψαν κυρίως για λόγους εντυπωσιακούς και κυκλοφοριακούς, χωρίς να επισκεφθούν τον τόπο καθόλου, αλλά για να πωληθούν τα βιβλία τους στην Ευρώπη, που έδειχνε την εποχή εκείνη ξεχωριστό ενδιαφέρον για κάθε παράξενο τόπο.

(“Andre Mirabel Ende Des Criptive Dn Parlter Maniote Meridioνal”, Εισαγωγή Απ. Δασκαλάκη, «Ιστορία της Μάνης»).

Η γνώμη αυτή πως οι Μανιάτες είτανε συστηματικοί κλέφτες και πειρατές δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένη ιστορικά, διότι πολλοί συγγραφείς υποστηρίζουν ότι «μόνον από τους Τούρκους έκλεβαν», και τούτο όχι από σύστημα, αλλά από την γενική αντίληψη όλων των ραγιάδων, που είχανε σχηματίσει εναντίον των Τούρκων, πως το να κλέψουν τον Τούρκο και κάθε εχθρό αυτό ήταν άγιο, και όχι μόνον αυτό, αλλά και να τον σκοτώσουν ακόμη.

Από τους Τούρκους μάλιστα πιο πολύ προσπαθούσανε όλοι οι ραγιάδες και περισσότερον οι πολεμικώτεροι όπως ήταν οι Μανιάται, να ωφελώνται δια παντός τρόπου με την κλεψιά, με την κατεργαριά, με τον φόβο και παλληκαρισμό τους, να τους σκοτώνουν για να τους αρπάξουν τα χρήματα και ό,τι άλλα ήσανε χρήσιμα για τη ζωή τους.

Την κατηγορία μάλιστα αυτή, ότι οι Μανιάται είναι εκ συστήματος κλέφτες, την κάνει αστήρικτη το γεγονός ότι σήμερα στη Μάνη τη μεγαλύτερη καταφρόνια έχει ο κλέφτης, κι ότι κλοπή σπανίως καταχωρίζεται στα ποινικά μητρώα της τοπικής Εισαγγελίας (Γ. Καλαματιανού «Βυζαντινά και Νεοελληνικά Χρονικά», 1930), ενώ αν ήτανε αλήθεια πως οι παληοί Μανιάται ήσανε κλέφτες εκ φύσεως πλασμένοι και οι νεώτεροι απόγονοί τους θα κληρονομούσαν τις ιδιότητες αυτές.

Για την κλεψιά έχω τωρινά παραδείγματα και θα σας αφηγηθώ. Όταν προ δύο ετών υπηρετούσα ως λοχίας σιτιστής στο ενταύθα 9ον Πεζικόν Σύνταγμα ουδέποτε ανεφέρθη στο λόχο Μανιάτης κλέφτης στο αναφορείον του λόχου, εν συγκρίσει με άλλους πατριώτας που δεν ήσαν Μανιάται.

Αυτό έκανε μεγάλη εντύπωση και αρκούσε για το χαρακτηρισμό κάθε ατόμου γενικά αναλόγως την καταγωγήν του.

Υπάρχουν και μερικές επιδρομές των Μανιατών μετά την επανάστασι του 1821 στη Λακεδαίμονα, στο Έλος, στα χωριά της Καλαμάτας κ.λπ., που θα μπορούσε να δώση αφορμή ότι οι Μανιάτες ξεκίνησαν για κλεψιές στους πάρα πάνω τόπους, αλλ’ αυτό έγινε για να πάρουν τα χρήματα που άφηναν φεύγοντας οι Τούρκοι.

Η αγάπη του Μανιάτη στην πολιτική και στην προσωπική λευτεριά, ενώ τον έκανε να υπερασπίζεται τον τόπο του κατά του ξένου που ήθελε να τον πατήση, Φράγκος ήταν αυτός, ή Βενετσάνος, ή Τούρκος, τον έσπρωχνε και στα μίση τ’ αδελφικά, στην εκδίκηση τη μανιάτικη.

Κάθε λαός έχει χαρακτήρα φονικό. Και αναλόγως την προσβολή, θα μεταχειριστή και ανάλογη τιμωρία, αλλά ως επί το πολύ δεν ξέρουν άλλη, παρά το θάνατο, ως μέσον αρίστης εκδικήσεως. Αι αλλοτινές και τοπικές έριδες προήρχοντο στη Μάνη όχι μόνον εξ αντιζηλιών, δηλ. με την ιδέαν της επικρατήσεως, ως και από αφορμάς οικογενειακής φύσεως, αλλά το πλείστον από λόγους ιδιοκτησίας κτηματικούς και οικονομικούς.

«Γιατί γνωρίζομε πως για να μπορέση να ζήση ο άνθρωπος και να δράση στην κοινωνία, είναι ανάγκη να ικανοποιηθούν διάφορες ανάγκες που φέρνει μαζί του στον κόσμο. Οι ανάγκες αυτές από τη μία είναι ατομικές και αναφέρονται στην αυτοσυντήρηση του ατόμου, που το ένστικτό αυτό είναι ανεπτυγμένο στον ίδιο βαθμό σ’ όλους τους ανθρώπους, και από την άλλη είναι κοινωνικές και αναφέρονται στη διατήρηση και την προαγωγή της κοινωνικής ζωής».

Δίπλα στο μεγάλο πρόβλημα της ζωής που σαν φάσμα παρουσιαζότανε στους Μανιάτες λόγω της ξηρότητος του εδάφους, και οι τοπικές έριδες καθιέρωσαν την εκδίκηση ανάλογα με την προσβολή. Εκείνος που θα έδερνε έναν, δηλαδή τον «ξυλοφόρτωνε», έτσι το λένε οι Μανιάτες, έπρεπε να δαρή και αυτός από τους συγγενείς του ξυλοκοπηθέντος με τον πιο άγριο τρόπο, ή επυροβολείτο έστω και ανεπιτυχώς, οπότε οι συγγενείς του δαρμένου ικανοποιούντο.

Εάν όμως στον προσωπικό καυγά επληγώνετο κανείς ή εφονεύετο προς εκδίκησιν, έπρεπε να γίνη φόνος. Όταν φονευότανε από μία οικογένεια ένα άτομο, οι συγγενείς του τότε όλοι μαζί συγκεντρωνόντουσαν στο σπίτι του φονευθέντος και κατέστρωναν σχέδιον πώς θα φονεύσουν τον ίδιον το φονηά ή συγγενή του. Εξέλεγαν δε τους πιο τολμηρούς και επιτήδειους να επιτελέσουν την εκδίκησιν.

Όταν σκότωναν έναν εκ των δύο, λέγουν ότι «πήραν το αίμα πίσω» και έτσι ησύχαζαν. Ο χρόνος δεν ελαμβάνετο υπ’ όψιν για την εκδίκησιν. Μπορούσε να περάσουν δύο, πέντε και 10 χρόνια που οι Μανιάτες εκδικούνταν. Αυτό έγινε αιτία να μείνη το παροιμιώδες «το φυλάει μανιάτικο». Το λέμε και σήμερα μάλιστα (αυτός το φύλαγε ή το φυλάει μανιάτικο κ.λπ.).

Οι συγγενείς του παθόντος εκδικιόντουσαν καμιά φορά άτομα της εχθράς οικογενείας μακράν της χώρας ευρισκόμενα, πηγαίνοντες επί τούτω στον τόπο της διαμονής τους.

Συνέβη μάλιστα πολλάκις ο δυστυχής και ανύποπτος αυτός Μανιάτης να αγνοούσε τα διατρέξαντα μεταξύ των δύο οικογενειών. Το δε μίσος της εκδικήσεως ουδέποτε θα εκριζωθή από τις ψυχές των Μανιατών εφ’ όσον γινότανε και γίνεται σε πολλά χωρία της Μάνης το εξής: Αι μητέρες των οποίων εσκοτώθη ο άνδρας των, ανέτρεφον τα τέκνα των αποκλειστικώς με την ιδέα της εκδικήσεως. Προσπαθούσαν να εμβάλουν μέσα στις ευαίσθητες και λεπτές ψυχές και να ριζώσουν βαθειά μέσα στο πνεύμα τους την ιδέαν της εκδικήσεως, ως υποχρέωσιν ιερή και απαραβίαστη (να πάρουν το αίμα πίσω).

Το μικρό Μανιατάκι έτσι ανατρεφότανε και μεγάλωνε με ριζωμένο κατάβαθα στην ψυχή του το απαίσιο αυτό μίσος.

Συνέβη μάλιστα κάποτε ένα Μανιατόπαιδο, εις το οποίο επεδεικνύετο πάντοτε ο φονέας του πατέρα του με την εντολήν «άμα μεγαλώση να τον σκοτώση», μόλις έγινε 14 ετών να κάμη το φόνο.

Μετά από κάθε φόνο οι φονεύσαντες απεσύρονταν και φυλαγόντουσαν στα σπίτια των. Αυτό τους ήτανε πολύ εύκολο, γιατί όλοι οι συγγενείς, που απαρτίζανε μια οικογένεια, κατοικούσαν στο αυτό μέρος, αποτελούντες ξεχωριστές συνοικίες. Ήταν όμως απαραίτητος σε κάθε οικογένεια ο Πύργος [ήταν ένα τετράγωνο κτήριο με ισχυρά τοιχία τα οποία έφερον σε ίσας αποστάσεις τριγωνικές τρύπες (πολεμότρυπες)]. Μέσα στο συγγενικό πύργο μπορούσαν να συγκεντρωθούν 50-60 άτομα και να εξασφαλίσουν τη ζωή των αμυνόμενα ενόπλως, όταν θα επετίθετο εχθρός. Εις όλα τα μέρη της Μάνης είναι κατεσπαρμένοι τέτοιοι πύργοι, που πολλοί κατοικούνται και σήμερον, άλλοι είναι μισογκρεμισμένοι ή εγκαταλελειμμένοι.

Πολλές φορές όμως οι οικογένειες όταν ερχόντουσαν σε κάποια ισορροπία εκδικήσεων μπορούσαν να συμφιλιωθούν από άλλα άτομα άλλων οικογενειών. Ένα μέσο συμφιλιώσεως είτανε το «ψυχικό». που εθεωρείτο ταπεινωτικό και ξεφτιλιστικό.

Όταν οι αδικήσαντες θέλανε να προλάβουν την εναντίον των εκδίκησιν έπρεπε ο εκ της οικογενείας των φονεύσας να πάη μετά των συγγενών του στο σπίτι του παθόντος να σκύψη και να ζητήση συγχώρηση, να «προσκυνήση», ενώ αυτοί τον «σκέπαζαν με το φόρεμα» αυτών. Εάν οι θανόντες ήσανε πατέρας και μητέρα, των οποίων το παιδί εσκότωσε, τον ζητών συγγνώμην, τον προσαγόρευον μετά απ’ αυτό «παιδί των», αν αδελφός «αδελφόν» κ.ο.κ.

Η εκδίκησις στη Μάνη γινότανε ιδίως δια δολοφονίας της λεγομένης «χωσίας», δηλαδή ενέδρας.

Ο τρόπος αυτός καθιερώθηκε όχι από δειλίαν ούτε και από φόβον, αλλά επειδή ελάμβανον εκατέρωθεν όλας τας δυνατάς προφυλάξεις και τους ήτανε δύσκολο να εκδικηθούν. Γι’ αυτό κρυβόντουσαν κάπου απόμερα (που μπορούσε να περάση ο φονέας) και εκδικούντανε. Η «χωσία» η μανιάτικη εκδήλωνε τον τρόπο της εκδικήσεως.

Και σήμερα το λέμε ότι θα του κάμη «χωσία», στους δειλούς όμως, όταν δεν έχουν την τόλμη να αντιμετωπίσουν τον εχθρόν τους κατά μέτωπον από φόβον.

Σε (χωσία) νυκτερινή δεν ελαμβάνετο υπ’ όψιν ο «συνεβγαλτής». Γιατί οι κρυμμένοι ισχυριζόντουσαν ότι δεν «βλέπανε».

Η λύσις των διαφορών των στα δικαστήρια δεν ελαμβάνετο υπ’ όψει καθόλου με εξαιρετικήν σημασίαν, διότι και μετά την εκδίκασιν της υποθέσεως ζητούσαν «το πάρσιμο του αίματος».

Ευνόητον είναι όμως ότι και στα δικαστήρια οι γεμάτες από μίσος και εκδίκησι ψυχές τους δεν ελάττωναν το πάθος αυτό, γι’ αυτό έβλεπε κανείς πως προσπαθούσαν να περιπλέξουν στην κατηγορία και να ρίξωσιν στας φυλακάς όσον μπορούσαν περισσοτέρους αντιπάλους, μεταχειριζόμενοι κάθε μέσο.

Έχω όμως τη γνώμη πως το έθιμο της εκδικήσεως ωφείλετο κατά μέγα μέρος και εις την αγάπη που έτρεφον οι Μανιάται για τ’ αρσενικά παιδιά, «που ήσανε οι μόνοι κληρονόμοι των και οι ρίζες των». Η γέννησις αγοριού στη Μάνη γιορτάζεται και σήμερα ακόμη με πυροβολισμούς και άλλας ενδείξεις χαράς, ενώ τουναντίον των κοριτσιών διέχυνε την θλίψιν και την κατήφειαν. Και σήμερα γνωρίζω πολλούς Μανιάτες που δεν τα θέλουν τα κορίτσια, έχουν πάθει «αγορομανία» αν επιτρέπεται η λέξις αυτή.

Επειδή δε, μπορούσαν να φέρουν όπλα, γι’ αυτό τους αποκαλούσαν «ντουφέκες», δηλ. ότι ήσανε κατάλληλοι να μάχωνται και να εκδικώνται.

Τέλος, ποίαν σημασίαν και επίδρασιν είχε το έθιμο αυτό στη Μάνη, άριστα μας το γράφει ο ποιητής Νιφάκος, όστις ισχυρίζετο ότι όταν πέθαινε κανείς εκ του φυσικού θανάτου, οι συγγενείς του τον έκλαιγαν.

«Αμάτωτον, ασκότωτον και ακδίκητον» και θλιβόντουσαν εξαιρετικά, διότι εσκέπτοντο ότι δεν θα μπορούσαν ποτέ «τον χάρον να ευρούσι, να πάρουσι το αίμα του να παρηγορηθούσι», κατά Μ. Μητσάκη.

Σήμερα στον 20όν αιώνα κατόρθωσαν οι κάτοικοι στα περισσότερα χωριά, «γιατί το έθιμο αυτό της εκδικήσεως ακμάζει και σήμερα σε πολλά χωρία της Μάνης», να καταλάβουν ότι το μοιρολατρικό μέσο που μεταχειριζόντουσαν οι πρόγονοί των για ν’ αποκαταστήσουν την υπόληψί των, ήτο βάρβαρον και κακούργον.

Επέδρασε όμως σημαντικά επί της γαλήνης των πνευμάτων και η δημοτική εκπαίδευση, η οποία έδρασε επωφελώς «γιατί το κύριο μέσο της απελευθέρωσης του κάτω λαού από κάθε βαρβαρισμό είναι η αγωγή» στη Μάνη, εις την οποίαν υπάρχουν οι ολιγώτερον αναλφάβητοι από όλην την Ελλάδα.

Εκείνο όμως που θα συνέτεινε εις την μεγαλυτέραν πρόοδον της ορεινής χώρας και εις την εξάλειψιν του εθίμου αυτού θα ήτο η ανάπτυξις ενός δικτύου συγκοινωνίας, την οποία στερούνται οι Μανιάται.

Και η συγκοινωνία είναι ένα μέσο που συνέτεινε στο κακό, γιατί όλοι μας γνωρίζομεν τα αγαθά που προκύπτουν από την συγκοινωνίαν.

Ελπίζομεν πως το κράτος θα μεριμνήση για την κατασκευήν δικτύου συγκοινωνίας στην ορεινή αυτή χώρα, της οποίας οι παροιμιωδώς φιλόξενοι κάτοικοι συνεισέφεραν στο βωμόν της πατρίδος μίαν ανάλογον προς τας δυνάμεις των θυσίαν κατά τους απελευθερωτικούς αγώνας, απαθανατίσαντες τα ονόματά των στας χρυσάς δέλτους της Ιστορίας.

Του Τάκη Δ. Κουκέα