Αγαπητέ μου βουλευτή, διάβασε.
Μου είχες πει ότι θα φροντίσεις να έχω μια αξιοπρεπή ζωή όταν ερχόσουν στην πλατεία και τον καφενέ του χωριού μου. Το είπες.
Μου είχες πει ότι θα τρέξεις να βοηθήσεις αν πάθω κάτι εγώ ή τα παιδιά μου, πίνοντας και τρώγοντας μαζί μου στην ταβέρνα του χωριού μου. Το είπες.
Μου είχες πει ότι το παιδί μου θα μάθει γράμματα κι αν δεν μπορώ εγώ να το διαβάζω, θα φροντίσεις εσύ, θυμάσαι, έξω από το έρημο σχολειό του χωριού μου. Το είπες.
Μου είχες πει ότι ποτέ δε θα πεινάσω, θα έχω πάντα δουλειά, το χωράφι μου θα βγάζει πάντα καρπούς, δε θα φοβάμαι, θα είμαι ευτυχισμένος, θα κάνω ταξίδια σίγουρος ότι θα φτάσω, μου είπες ότι θα με ακούς. Το είπες.
Αφού μου είπες κι άλλα πολλά, είπες ότι όλα αυτά για να τα κάνεις πρέπει να σου δώσω ένα εισιτήριο. Με έπεισες. Στο έδωσα.
Κι από τότε μπήκες σε ένα μεγάλο σπίτι, σε μια μεγάλη πόλη που έχει απέξω δύο λεβέντες τσολιάδες να μας θυμίζουν την ιστορία της χώρας που ζούμε.
Μπήκες και δεν ξανάρθες στο χωριό. Πίνω τον καφέ μου μόνος μου. Διαβάζω το παιδί μου μόνος μου. Ψάχνω ασπιρίνες να γιατρευτώ μόνος μου. Σκάβω το χωράφι μόνος μου, και όταν ήρθα να σου μιλήσω, εσύ κρύφτηκες μέσα σε αυτό το μεγάλο σπίτι με τους σιωπηλούς τσολιάδες απέξω. Γιατί;
Ήρθα πολλές φορές και μαζί μου ήρθαν πολλοί σαν και μένα, ειρηνικά, όμορφα, ήσυχα. Δε μας είδες, δε μας άκουσες. Γιατί;
Όταν οι φωνές έγιναν κραυγές πάλι δεν άκουσες, έστειλες μόνο κάτι παλικάρια με λευκά κράνη να μας προστατέψουν από κάτι άλλα παλικάρια με μαύρα κράνη, που είχαν αδυναμία να σπάνε τα λευκά μάρμαρα της περιοχής (κάτι σαν μαρμαράδες).
Τα μαύρα κράνη πετούσαν τα μάρμαρα, τα λευκά κράνη καπνογόνα και εμείς στη μέση κρατούσαμε το κεφάλι και κλείναμε το στόμα. Γιατί;
Έφυγα, γύρισα στο χωριό μου με το κεφάλι σπασμένο και χωρίς ανάσες.
Με τα λίγα γράμματα που ξέρω σκέφτηκα να σου γράψω ένα γράμμα, μιας και δεν ακούς, τουλάχιστον να διαβάσεις. Κάπου άκουσα ότι τα γραπτά μένουν και αν συμβαίνει αυτό, δεν μπορεί, κάποτε θα το διαβάσεις, εσύ, άλλος δεν ξέρω.
Αυτό που ξέρω και έμαθα χρόνια τώρα είναι ότι στον καφενέ του χωριού εγώ θα είμαι πάντα εκεί μόνος και εσύ θα ψάχνεις πάντα για ένα εισιτήριο.
Μόνο που τώρα θα το κρατήσω για μένα, έτσι σαν εισιτήριο της ζωής μου.
Αυτά τα λίγα και σε χαιρετώ. Φίλησέ μου τους 299 φίλους σου. Μην έρθεις στο χωριό, δε θα είμαι εκεί, χρησιμοποίησα το εισιτήριο για μένα. Φεύγω και δεν ξέρω αν θα επιστρέψω, έτσι όπως τα κάνατε, όλοι.
Τα λέμε πάλι…
Του Κώστα Δεληγιάννη