Κάθε φορά που με πιάνει μελαγχολία και θέλω να ανταμώσω ανθρώπους που αγάπησα και δεν είναι εδώ ως παρουσίες, έχω βρει ένα ησυχαστήριο, ένα μικρό ξωκλήσι που βρίσκεται απομονωμένο, λίγο πιο έξω από ένα χωριό εδώ στη Μεσσηνία. Από τα θεμέλιά του κατά καιρούς βγαίνει ένα γάργαρο δροσερό νερό, ένα νερό – ζωή, που έθρεψε τα χωράφια των χωριανών εκεί, μαζί κι αυτούς και τις οικογένειές τους. Κάποτε ήταν ένα πλούσιο χωριό, τώρα είναι απλά ένα χωριό με πολλά έρημα σπίτια που περιμένουν τον Αύγουστο να ανοίξουν τις πόρτες τους και κάποια γερόντια που ζουν με τις μνήμες τους.
Στο μικρό ξωκλήσι αυτό το έφερε η μοίρα να ζήσω δυο-τρεις σημαντικές στιγμές της ζωής μου. Μία από αυτές ήταν η τελευταία επιθυμία του τυφλού πατέρα μου να τον πάω να το δει. Τον πήγα και το είδε με τα μάτια της υπέροχης ψυχής του. Το ξαναζώ όταν πηγαίνω και μαζί με αυτό ζω και τους ανθρώπους που αγάπησα. Κάθομαι λίγο, ακούω το κελάηδισμα του νερού, ανάβω 5 κεράκια, κάνω ένα τσιγάρο και φεύγω γεμάτος από εικόνες, δικές μου εικόνες, και τη σκέψη ότι η ζωή συνεχίζεται και είναι όμορφη.
Έχω ένα παράπονο, όμως. Την τελευταία φορά που πήγα ήταν η πόρτα κλειδωμένη, με το φόβο- φαντάζομαι- της κλοπής. Δεν ξέρω αν μπορούν να κλαπούν οι ιδέες και τα συναισθήματα. Αυτό που θέλω, είναι την επομένη φορά που θα πάω να το βρω ανοικτό. Με περιμένει, άλλωστε, ένας καβαλάρης πάνω σε ένα λευκό άλογο, που είναι ζωγραφισμένος σε έναν τοίχο εκεί και μιλάμε. Άφησα τα κεράκια μου στην κλειδωμένη πόρτα. Σκέφτηκα πως κάποιος θα βρεθεί να τα ανάψει και πήρα το δρόμο του γυρισμού.
Θα μου πείτε γιατί σας τα λέω αυτά… Για επικοινωνία, γιατί δεν μπορώ να μελαγχολώ συνέχεια. Γι’ αυτό, αν βρείτε ένα ησυχαστήριο κι εσείς, θα με θυμηθείτε. Επικοινωνήστε. Κερδίζετε πολλά και, πάνω απ’ όλα, εσάς. Τα λέμε πάλι…
Του Κώστα Δεληγιάννη
Λεζάντα φωτογραφίας: Το ξωκλήσι όπως ήταν πολύ παλιά, κάποτε… Τα γερόντια στο χωριό το θυμούνται… Τώρα είναι αλλιώς, όπως κι εμείς…