Σε μετάβαση το μοντέλο της ελαιοκαλλιέργειας
Πάνω από 600 αγροτεμάχια στη Μεσσηνία βρίσκονται αυτή τη στιγμή προς πώληση σε γνωστή πλατφόρμα ακινήτων, με τις τιμές και τις τοποθεσίες να παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία. Ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις όπου οι εκτάσεις προσφέρονται για μετατροπή σε οικόπεδα εξοχικής κατοικίας, ενώ η πλειοψηφία αφορά αγροτική γη, κατάλληλη κυρίως για καλλιέργεια ελαιοδέντρων.
Ο Δημοσθένης Λαμπρινόπουλος, ιδιοκτήτης γραφείου real estate, επισημαίνει στην “Ύπαιθρο Χώρα” ότι η αγορά των αγροτεμαχίων παρουσιάζει ιδιαιτερότητες, κυρίως λόγω του πολυκερματισμού του κλήρου. «Υπάρχουν εταιρείες που αναζητούν εκτάσεις της τάξεως των 300 στρεμμάτων, αλλά η αδυναμία συγκέντρωσης ενιαίων εκτάσεων “παγώνει” το ενδιαφέρον», σημειώνει. Παράλληλα, αναφέρει πως το ενδιαφέρον από επενδυτές είναι περιορισμένο, αποδίδοντας την κάμψη και στη μείωση της τιμής του ελαιολάδου.
Ωστόσο, ο ίδιος εμφανίζεται αισιόδοξος για το μέλλον: «Το ενδιαφέρον για τα αγροτεμάχια με ελιές θα επιστρέψει, καθώς πρόκειται για ένα προϊόν υψηλής ποιότητας».
Σχετικά με τις τιμές, εξηγεί ότι εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη μορφολογία και την τοποθεσία. Παράδειγμα αποτελεί αγροτεμάχιο 15 στρεμμάτων στον Μελιγαλά που πωλείται προς 18.000 ευρώ, σε αντίθεση με άλλη έκταση 25 στρεμμάτων, που φτάνει τα 55.000 ευρώ. Οι περισσότεροι αγοραστές είναι καλλιεργητές ή εταιρείες που δραστηριοποιούνται και σε άλλες χώρες της Ε.Ε.
Στην εικόνα αλλαγής που διαμορφώνεται στην αγροτική γη της Μεσσηνίας προσθέτει την άποψή του και ο Γιώργος Κόκκινος, πρόεδρος της Ομάδας Παραγωγών «Νηλέας». Όπως εξηγεί, «από το 2020 και μετά παρατηρείται αύξηση στις πωλήσεις αγροτεμαχίων, κάτι που παλιότερα ήταν σπάνιο».
Ο ίδιος εκτιμά ότι βρισκόμαστε σε μετάβαση από την παραδοσιακή στη βιομηχανική ελαιοκαλλιέργεια, με λιγότερες ανάγκες σε εργατικά χέρια και μικρότερο κόστος.
«Αυτό σημαίνει είσοδο μεγάλων εταιρειών, κάτι που ενδέχεται να οδηγήσει σε μαζικές πωλήσεις γης», σημειώνει, ενώ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για όσους έχουν εκτάσεις σε δυσπρόσιτες ή άγονες περιοχές, όπου η εμπορική αξία υποχωρεί σημαντικά.
Ο κ. Κόκκινος τονίζει ότι η κατάσταση αυτή θα μπορούσε να αλλάξει, εφόσον υπήρχε κρατικός φορέας στήριξης για τους νέους αγρότες, που θα βοηθούσε στην αύξηση του γεωργικού κλήρου μέσω χαμηλότοκων ή επιδοτούμενων δανείων.
Η αγορά αγροτεμαχίων στη Μεσσηνία βρίσκεται, πλέον, σε φάση αναπροσανατολισμού. Το τοπίο μεταβάλλεται, τόσο λόγω οικονομικών παραμέτρων όσο και εξαιτίας της στροφής προς πιο συγκεντρωτικά επιχειρηματικά μοντέλα γεωργικής εκμετάλλευσης.
Προς επίρρωση των όσων υποστηρίζει ο κ. Κόκκινος θα πρέπει να σημειώσουμε ότι έχει ξεκινήσει και στην Ελλάδα ένας κύκλος συζητήσεων που υποστηρίζει ότι η εντατική ελαιοκαλλιέργεια είναι το μέλλον. Κι αυτό, γιατί η κρίση έχει επιδεινώσει προϋπάρχουσες προκλήσεις στον τομέα, όπως υψηλό κόστος παραγωγής, ελλείψεις ειδικευμένου εργατικού δυναμικού και εξαιρετικά κατακερματισμένος χαρακτήρας της ελληνικής γεωργίας. Γι’ αυτό δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν ότι η φύτευση με ελαιώνες υψηλής και υπερυψηλής πυκνότητας είναι η απάντηση για την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων στον ελαιοκομικό τομέα της χώρας και ειδικότερα στη Μεσσηνία.
Βέβαια, αν υπήρχε κρατική μέριμνα, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Δεν υπάρχει κανένας λόγο να “αντιγράψουμε” μοντέλα καλλιέργειας άλλων χωρών, που έκαναν σημαία τους την υπέρπυκνη φύτευση ελιών και τους γραμμικούς αρδευόμενους ελαιώνες.
Θεωρούμε ότι είναι καιρός να κάνουμε το μειονέκτημα (της ποσότητας) ένα μεγάλο πλεονέκτημα, να αναδείξουμε την παραδοσιακή ελληνική ελαιοκαλλιέργεια, τις υγειοπροστατευτικές ιδιαιτερότητες που έχουν τα παραγόμενα ελαιοπροϊόντα, σε συνδυασμό με την υψηλή ποιότητά μας, τη βιοκαλλιέργεια και τις γηγενείς ποικιλίες μας. Με την προϋπόθεση, βέβαια, να υπάρχει εθνικό σχέδιο για τον πρωτογενή τομέα…
Α.Π.