Μεγάλο Σαββάτο σήμερα, αύριο Πάσχα, χαρά, αυγά, αρνιά και γλέντια, μια πολύ καλή ευκαιρία να μαζευτούμε όλοι μαζί, να γνωριστούμε, να αγκαλιαστούμε και να γιορτάσουμε την Ανάσταση, ελπίζοντας και στη δική μας, να φτιάξουμε μια όμορφη ατμόσφαιρα. Έχοντας στο μυαλό μου όλα αυτά και για να μη σας στενοχωρώ μέρες που είναι με τα «σκόρπια» μου και τα «ανάκατα», είπα να γράψω ένα παραμύθι που μου ήρθε κοιτώντας τη θάλασσα της Πύλου, έτσι για μια μικρή αλλαγή.
Mια φορά και έναν καιρό ήταν ένας γεράκος που ζούσε μόνος δίπλα στη θάλασσα. Κάθε πρωί που ξυπνούσε πίνοντας τον καφέ του, πάντα της μιλούσε, ήταν η μόνη του παρέα, κι αυτή πάντα του απαντούσε, πότε ταραγμένη, πότε ήρεμη, με τα κύματά της να χαϊδεύουν τα πόδια του έτσι σαν το χάδι της μάνας του. Ήταν πάντα εκεί μαζί του, σαν μια ζωή που πέρασε και μια ζωή που είναι εδώ.
Είχε τον ήλιο ζεστασιά στα πρωινά του, τα αστέρια του ουρανού για φως τα βράδια του και τη γαληνή του φεγγαριού στα μάτια του, αλλά ήταν μόνος.
Ένα όμορφο και ηλιόλουστο πρωινό, κοιτώντας την ταραγμένη θάλασσα, με τον αέρα των κυμάτων να του χαϊδεύει τα μαλλιά έτσι όπως η μάνα του παλιά, ένα γλυκό χάδι, βλέπει να επιπλέει στον αφρό ένα μεγάλο στρείδι και να παλεύει να σωθεί από τα κύματα. Ταράχτηκε, με μιας άφησε τη ζεστασιά του, τη γαλήνη και τον καφέ του και βούτηξε να το πιάσει.
Το πήρε στα χέρια του, φάνταζε πολύ όμορφο με αυτές τις όμορφες καμπύλες γραμμές που είχε πάνω του, αλλά ήταν ερμητικά κλειστό.
Του κίνησε την περιέργεια, «τόση ομορφιά δεν μπορεί, κάτι σπουδαίο θα έχει μέσα» είπε στον εαυτό του και προσπάθησε να το ανοίξει, το καθάρισε, το χάιδεψε, του μίλησε όμορφα, του είπε ιστορίες, το αγάπησε.
Και ναι, σε λίγο ως δια μαγείας αυτό άρχισε να ανοίγει, όχι πολύ, αλλά τόσο όσο να φαίνεται το εσωτερικό του. Ο γεράκος είδε ένα μικρούλι μαργαριτάρι που προσπαθούσε να μεγαλώσει να του χαμογελά, του χαμογέλασε κι αυτός, όμως ήταν μικρό, δεν ήταν έτοιμο να βγει, να ανταμώσουν.
Ο γεράκος στενοχωρήθηκε, λυπήθηκε, το καθάρισε, το χάιδεψε, του μίλησε όμορφα, του έδωσε ένα φιλί, το έκλεισε και το γύρισε στην ταραγμένη θάλασσα να μεγαλώσει, διαπιστώνοντας ότι το μικρούλι μαργαριτάρι δεν ήταν έτοιμο ακόμα να στολίσει τη ζωή του.
Κι από τότε ο γεράκος περιμένει μέρες, εβδομάδες, μήνες, χρόνια, το στρείδι που αγάπησε, να μεγαλώσει το μαργαριτάρι που είχε μέσα του για να στολίσει την έρημη ζωή του. Το στρείδι έφυγε και μαζί του έφυγε κι αυτός, μάταια καρτερούσε, τον πήρε η θάλασσα για να ανταμώσουν.
Και κάπως έτσι έζησαν αυτοί καλά (ο γεράκος και το στρείδι) κι εμείς καλύτερα, όπως τελειώνουν τα παραμύθια, γιατί παραμύθια είναι, τελειώνουν. Κι αν ρωτάτε για μένα, κι εγώ καλά είμαι, το ίδιο εύχομαι και σε σας.
Μιλάμε πάλι…
Του Κώστα Δεληγιάννη