«Μάτια» μόνο για τον τουρισμό έχει η Πελοπόννησος

«Μάτια» μόνο για τον τουρισμό έχει η Πελοπόννησος

Ανάμεσα στις επτά ελληνικές περιφέρειες με τη μεγαλύτερη επίδοση πανευρωπαϊκά

Δεν είναι μόνο οι διάσημοι ελληνικοί προορισμοί, όπως τα νησιά του Νοτίου Αιγαίου ή του Ιονίου. Η Ελλάδα βλέπει πλέον σχεδόν όλες τις Περιφέρειές της, ακόμα και τις λιγότερο γνωστές, να τουριστικοποιούνται, ένα φαινόμενο που δε συναντάται πουθενά αλλού στην Ευρώπη.

Αυτό είναι το κεντρικό αποτέλεσμα της νέας έρευνας με αντικείμενο την τουριστικοποίηση στην Ευρώπη που εκπόνησε το Εργαστήριο για τη Γεωγραφία της Εργασίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, και παρουσιάζει η «Καθημερινή». Σύμφωνα με την έρευνα, μία από τις Περιφέρειες που έχει αποφασίσει να χρησιμοποιήσει τον τουρισμό σε άρμα ανάπτυξης είναι και η Πελοπόννησος. Δυστυχώς όμως, όπως προκύπτει από όλες τις μελέτες που έγιναν για την πορεία της οικονομίας τα τελευταία πενήντα χρόνια, όπου κυριάρχησε η επιλογή του τουρισμού ως «ατμομηχανή» της οικονομίας, τα αποτελέσματα ήταν απογοητευτικά.

Με ένα μέσο όρο ανάπτυξης του πραγματικού ΑΕΠ κατά 1% το χρόνο δεν ήταν δυνατό ούτε να κρατήσουμε βηματισμό με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά ούτε και να διασφαλίσουμε ένα ανεκτό επίπεδο ευημερίας για τους πολίτες. Αντίθετα, η χώρα κατρακύλησε σταδιακά σε όλους τους συγκριτικούς μακροοικονομικούς δείκτες στην τελευταία θέση, όχι μόνο μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης, αλλά και εκείνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27.

Ακόμη και εκεί που καταγράφεται ονομαστική πρόοδος, συγκριτικά υστερούμε, επειδή οι άλλοι τρέχουν γρηγορότερα από εμάς. Κοινό συμπέρασμα όλων των μελετητών: Η χώρα πρέπει να αλλάξει πορεία, επιλέγοντας ένα άλλο παραγωγικό μοντέλο.

Θα πρέπει να μην εθελοτυφλούμε και να δούμε το πρόβλημα σε όλες του τις εκφάνσεις κατάματα. Χωρίς «δαιμονοποιήσεις», χωρίς υπαινιγμούς περί «θεωρητικών» πανεπιστημιακών ή λαϊκίστικων τοποθετήσεων, ότι η κοινωνία μας κυριαρχείται από καταστροφικό σύνδρομο για κάτι που πηγαίνει καλά. Ο τουρισμός δεν προσφέρεται για ατμομηχανή της οικονομίας, επειδή δε διαθέτει βασικές προϋποθέσεις. Πρώτον, η παραγωγικότητα  του κλάδου είναι χαμηλή, η δε απασχόληση που προσφέρει είναι περιορισμένων δεξιοτήτων και δεν είναι σε θέση να συγκρατήσει τους νέους από την αναζήτηση εργασίας εκτός των συνόρων. Δεύτερον, η ζήτηση τουριστικών υπηρεσιών προέρχεται κατά βάση από το εξωτερικό. Συνεπώς εξαρτάται από την εκάστοτε οικονομική συγκυρία των άλλων χωρών, στη διαμόρφωση της οποίας η Ελλάδα είναι αμέτοχη.

Ο τουριστικός κλάδος, με όλα τα προβλήματά του, προσφέρει αυτά που μπορεί και δεν ευθύνεται βέβαια για την κακή πορεία της οικονομίας. Όμως, η υπεύθυνη ηγεσία της χώρας, πολιτική, πνευματική αλλά και επιχειρηματική, είναι αναγκασμένη να αναζητήσει λύσεις για τα παραπάνω, εντάσσοντας βέβαια με τις αναγκαίες βελτιώσεις του προϊόντος, σε ένα μακρόπνοο σχέδιο και τον τουρισμό. Ο τουριστικός κλάδος σε όλες τις οικονομίες, ακόμη και στις λεγόμενες τουριστικές χώρες, έχει συμπληρωματικό ρόλο, συμβάλλοντας μαζί με κλάδους υψηλής παραγωγικότητας και σημαντικής προστιθέμενης αξίας στην πρόοδο και την ευημερία του κοινωνικού συνόλου.

Τα κυριότερα σημεία της έρευνας

Η τουριστικοποίηση διαχωρίζεται από τον τουρισμό, καθώς αναφέρεται στη διαδικασία μετασχηματισμού ενός τόπου, μιας περιφέρειας ή μιας χώρας σε πεδίο εκτεταμένης ανάπτυξης τουριστικών δραστηριοτήτων που συνδέεται με τη συνεχή προσαρμογή του τόπου αυτού στις ανάγκες των επισκεπτών και στις επιδιώξεις των τουριστικών επιχειρήσεων.

Το εργαστήριο δημιούργησε ένα δείκτη για να μετρήσει αυτό το μέγεθος, βασιζόμενο σε έξι μεταβλητές, μεταξύ των οποίων τις κλίνες και τις αφίξεις ανά κάτοικο, καθώς και την εξάρτηση της απασχόλησης του πληθυσμού από τους κλάδους της εστίασης και της φιλοξενίας.

Σύμφωνα με τα δεδομένα που συνέλεξαν οι ερευνητές από όλες τις Περιφέρειες της Ευρώπης για το 2022, η Ελλάδα στέφθηκε πρωταθλήτρια καταλαμβάνοντας τις πρώτες δύο θέσεις με τις Περιφέρειες του Νοτίου Αιγαίου και των Ιόνιων Νήσων. Τις ίδιες θέσεις είχε καταλάβει και στην αντίστοιχη μελέτη που εκπόνησε το πανεπιστήμιο το 2009.

Σε σύγκριση μάλιστα με τότε, αύξησε αρκετά το «σκορ» της τουριστικοποίησης. Στην πρώτη 10άδα συγκαταλέγεται και η Κρήτη (10η θέση), ενώ πιο κάτω βρίσκονται το Βόρειο Αιγαίο (22η θέση), η Πελοπόννησος (24η θέση), η Ήπειρος (25η θέση), και η Κεντρική Μακεδονία (29η θέση) ανάμεσα σε 254 Περιφέρειες.

Ο ευρωπαϊκός «χάρτης» της τουριστικοποίησης

«Καμία άλλη χώρα, με τόσες Περιφέρειες, δεν έχει τις περισσότερες από αυτές σε τόσο έντονα και υψηλά στάδια τουριστικοποίησης», υπογράμμισε ο Κώστας Γουρζής, μεταδιδακτορικός ερευνητής. Ενδεικτικά, το Νότιο Αιγαίο δέχθηκε το 2022, σύμφωνα με τη Eurostat, πάνω από 20 επισκέπτες ανά κάτοικο, ενώ σχεδόν ένας στους τέσσερις απασχολούμενους στην Περιφέρεια εργαζόταν στον κλάδο της φιλοξενίας και εστίασης. Αντίστοιχα υψηλά ποσοστά καταγράφουν και τα νησιά του Ιονίου, στα οποία η συνδεδεμένη με τον τουρισμό απασχόληση άγγιξε το 30%. Στην τρίτη θέση πανευρωπαϊκά βρέθηκε η Αδριατική Κροατία και την πεντάδα συμπλήρωσαν οι Βρυξέλλες και η Μάλτα, με τις Βαλεαρίδες Νήσοι και τη Βιέννη να ακολουθούν.

Όπως σχολιάζουν οι επιστήμονες, τα δεδομένα δείχνουν πως παρά την έκρηξη του αστικού τουρισμού αλλά και την παραδοσιακά ισχυρή τουριστική δραστηριότητα στις Άλπεις, το τρίπτυχο ήλιος-θάλασσα-άμμος που προσφέρει ο ευρωπαϊκός Νότος παραμένει η πιο ελκυστική τουριστική επιλογή, η οποία μάλιστα τα τελευταία χρόνια ισχυροποιείται.

Η τουριστικοποίηση εντοπίζεται κυρίως σε χώρες, όπως η Ισπανία, η Ελλάδα και η Κύπρος, που χαρακτηρίζονται από χαμηλό βαθμό εκβιομηχάνισης και προ της οικονομικής κρίσης βασίζονταν στις επενδύσεις σε κατασκευές.

Στην έρευνα διαφαίνεται πως παρότι η τουριστικοποίηση αποτελεί πανευρωπαϊκή τάση, επηρεάζει περισσότερο το Νότο, και εντοπίζεται κυρίως σε χώρες, όπως η Ισπανία, η Ελλάδα και η Κύπρος, που χαρακτηρίζονται από χαμηλό βαθμό εκβιομηχάνισης και προ της οικονομικής κρίσης βασίζονταν στις επενδύσεις σε κατασκευές.

Για αυτό και μέσα στην οικονομική κρίση είδαν τον τουρισμό ως σανίδα σωτηρίας χρησιμοποιώντας τις υφιστάμενες υποδομές τους-όπως τα μεγάλης κλίμακας ξενοδοχειακά συγκροτήματα και τα περιφερειακά αεροδρόμια- ώστε να αναπροσαρμόσουν ταχύτερα την οικονομική τους βάση, ξεκινώντας έτσι μια τάση υπερβολικής εξάρτησης από το συγκεκριμένο κλάδο.

Σε αντίθεση με τον τουρισμό, ο οποίος στην περίπτωση της Ελλάδας βασιζόμενος στο φυσικό κάλλος της χώρας αναπτύσσεται επί δεκαετίες ειδικά στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, αποτελώντας αναπόσπαστο κομμάτι της οικονομικής ανάπτυξης, ο υπερτουρισμός και η υποχώρηση όλων των υπόλοιπων δραστηριοτήτων στο βωμό του φαίνεται ότι φέρνουν τα αντίθετα αποτελέσματα, με τους ερευνητές να κάνουν λόγο για ένα ανησυχητικό φαινόμενο.

Αρνητικές επιπτώσεις

Το Εργαστήριο μελέτησε τις επιπτώσεις της τουριστικοποίησης συσχετίζοντας τον αντίστοιχο δείκτη με μεγέθη όπως το ΑΕΠ ανά κάτοικο, το ΑΕΠ της κάθε Περιφέρειας και δείκτες που δηλώνουν εργασιακή ασφάλεια, και απέδειξε ότι «τα οικονομικά οφέλη της τουριστικοποίησης δε μεταφράζονται σε βιώσιμη ανάπτυξη ή σε βελτιωμένες συνθήκες εργασίας».

Σύμφωνα με τον Κώστα Γουρζή, η ανάλυση έδειξε ότι οι περιφέρειες που τουριστικοποιούνται, βλέπουν το περιφερειακό τους ΑΕΠ να μειώνεται. «Τα κέρδη από τον τουρισμό πηγαίνουν σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις και τμήματα του επιχειρηματικού κόσμου, αλλά το ΑΕΠ των περιοχών δεν αυξάνεται. Αυτό το μοντέλο της μονοκαλλιέργειας του τουρισμού δε συμβάλλει σε ευρύτερη ανάπτυξη», υπογράμμισε. Αντίστοιχα, η μελέτη απέδειξε μεγάλη συσχέτιση του υπερτουρισμού με την εργασιακή ανασφάλεια, δείχνοντας μάλιστα πως υποβαθμίζει τις εργασιακές συνθήκες όχι μόνο στους κλάδους που σχετίζονται με αυτόν, αλλά σε όλους τους κλάδους συνολικά.

Είναι διαπιστωμένο σε παγκόσμια κλίμακα πως οι οικονομίες που είναι πολύ έντονα προσδεδεμένες με τον τουρισμό και έχουν υποανεπτυγμένη βιομηχανία και αγροτικό τομέα είναι πολύ εξαρτημένες από τρίτους, δηλαδή από εισαγωγές αγροτικών προϊόντων και τεχνογνωσίας από άλλες χώρες.

Στις έντονα τουριστικοποιημένες Περιφέρειες φαίνεται πως έχουν συρρικνωθεί σημαντικά άλλοι παραγωγικοί κλάδοι, όπως ο πρωτογενής τομέας και η βιομηχανία.

«Το κενό που άφησε αυτή η συρρίκνωση καλύφθηκε από υπερέμφαση στον τουρισμό, πολλές φορές με τρόπο που αγνοούνται οι έντονες πιέσεις, όπως οι περιβαλλοντικές, που δέχονται συγκεκριμένοι τόποι και η εκπτώχευση και υποβάθμιση της ζωής των μόνιμων κατοίκων και σταδιακά των επισκεπτών», παρατήρησε ο Στέλιος Γκιάλης, αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι εκτάσεις γης που αντί να χρησιμοποιηθούν για την καλλιέργεια της γης, χρησιμοποιούνται για την οικοδόμηση ξενοδοχειακών μονάδων.

Όπως σημείωσε, είναι διαπιστωμένο σε παγκόσμια κλίμακα πως οι οικονομίες που είναι πολύ έντονα προσδεδεμένες με τον τουρισμό και έχουν υποανεπτυγμένη βιομηχανία και αγροτικό τομέα είναι πολύ εξαρτημένες από τρίτους, δηλαδή από εισαγωγές αγροτικών προϊόντων και τεχνογνωσίας από άλλες χώρες. Έχουν δομική ανισορροπία στο παραγωγικό τους σύστημα», δήλωσε.

Ένα βιώσιμο μοντέλο

Την ίδια στιγμή καθίστανται και πολύ εύθραυστες σε μια εποχή των έντονων μεταβολών όπως αυτή που διανύουμε. Παραδείγματος χάρη, ήδη από τα στοιχεία της έρευνας φαίνεται ότι εξαιτίας της έντονης ζέστης τους καλοκαιρινούς μήνες, κάποιοι επισκέπτες άρχισαν δειλά διπλά να εγκαταλείπουν το θερμό Νότο για τον ψυχρό Βορρά. Όπως σχολίασε ο αναπληρωτής καθηγητής, η Ελλάδα θα μπορούσε με λιγότερο καλές επιδόσεις στα απόλυτα στατιστικά της επισκεψιμότητας, να απολαμβάνει τα οφέλη του τουρισμού, αποφεύγοντας τα μειονεκτήματα του υπερτουρισμού. Αυτός είναι και ο δρόμος ώστε να οικοδομήσει ένα βιώσιμο μοντέλο μεσο-μακροπρόθεσμα: «Καλύτερα η στρατηγική αυτή να κοστίσει μερικές χιλιάδες αφίξεις το χρόνο, παρά η Ελλάδα να είναι πρώτη αλλά να υφίσταται αυτή την υποβάθμιση».

Ακόμα και η αύξηση των γεννήσεων που καταγράφεται σε Περιφέρειες με έντονο τουριστικό προφίλ αποτελεί το αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας παράδοσης στον τουρισμό, και δεν είναι αποκύημα της εντατικής τουριστικοποίησης που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, πρόσθεσε.

Το ελληνικό brand αντέχει τη συζήτηση περί «υπερτουρισμού»;

Ενδεικτικά, ο αναπληρωτής καθηγητής πρότεινε τη λήψη μέτρων που θα παρέχουν κίνητρα στην ανάπτυξη μικρών βιοτεχνιών ή του αγροτικού τομέα που θα μπορούν να λειτουργούν συμπληρωματικά για τις ανάγκες που γεννάει η τουριστική κίνηση.