Μπορεί ένα συνέδριο για την οικονομία και την ανάπτυξη να δώσει ειδήσεις; Εν προκειμένω το 3ο Διεθνές Συνέδριο (icodecon.com) το οποίο διοργανώνει το ΤΕΙ Πελοποννήσου με συνδιοργανωτές το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο, το ΤΕΙ Δυτικής Μακεδονίας, το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, το Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Σόφιας (University of National and World Economy) – Βουλγαρία και το Πανεπιστήμιο του Ιασίου (University Alexandru Ioan Cuza) – Ρουμανία. Η απάντηση ποικίλει, καθώς έχουμε παρευρεθεί σε αρκετά.
Για το παραπάνω, όμως, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ποιότητα των ομιλητών, όπως οι διεθνούς κύρους καθηγητές Λιαργκόβας Παναγιώτης, Χιόνης Διονύσιος και Δρυμπέτας Ευάγγελος, αλλά και η παρέμβαση του αναπληρωτή υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης, Αλέξη Χαρίτση, ήταν η αιτία ώστε η πρώτη μέρα να στεφθεί από απόλυτη επιτυχία και… ειδήσεις.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, σημειώνοντας ότι τις εργασίες του παρακολούθησαν όλοι οι φορείς της πόλης.
Στο χαιρετισμό του ο δρ. Δημήτριος Π. Πετρόπουλος, αντιπρύτανης ΤΕΙ Πελοποννήσου, πρόεδρος Οργανωτικής και Επιστημονικής Επιτροπής, τόνισε ότι όταν ξεκίνησε η ιδέα του συνεδρίου, έθεσε δύο στόχους προκειμένου να θεωρηθεί πετυχημένο. Πρώτον, να δώσει βήμα σε νέους ανθρώπους και επιστήμονες να παρουσιάσουν τα έργα τους και, δεύτερον, μέσα από τις παρεμβάσεις και τις ομιλίες να αναδειχθούν τα προβλήματα της πραγματικής οικονομίας και της κοινωνίας. Για τον κ. Πετρόπουλο ο στόχος επετεύχθη, γι’ αυτό και το συνέδριο προχωρά.
Εκείνο, βέβαια, για το οποίο πρέπει να γίνει ιδιαίτερη αναφορά, είναι ότι για πρώτη φορά ακούσαμε από… επιστημονικά χείλη ότι το μείγμα της πολιτικής που ακολουθήθηκε από το 2010 ως το 2015 ήταν… χαλασμένο. Στην τοποθέτησή του, μάλιστα, ο καθηγητής Διονύσης Χιώνης τόνισε ότι το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους (PSI+) που διεκδίκησε η τότε ελληνική κυβέρνηση το 2012, άνοιξε τον «Ασκό του Αιόλου» και το ντόμινο των επιπτώσεων από την απόφαση αυτή έφτασε έως και τον Έλληνα εργαζόμενο και φορολογούμενο πολίτη.
Χαρακτηρίζεται ως το σημαντικότερο λάθος κυβέρνησης της χώρας μας, καθώς οδήγησε σε συνολικές ζημίες προ φόρων των εγχώριων τραπεζών, ύψους 38 δισ. ευρώ, την ίδια ώρα που τα συνολικά κεφάλαιά τους ανέρχονταν σε περίπου 29 δισ. ευρώ.
Το δεύτερο που μάθαμε, πάλι από τον κ. Χιώνη, είναι ότι καλώς ορισμένα κόμματα “φώναζαν” ότι η λογική του τότε Γερμανού Οικονομικών Σόιμπλε για το μείγμα πολιτικής που θα έπρεπε να ακολουθήσουμε “δηλητηρίαζε” την ελληνική οικονομία και κοινωνία, στέλνοντάς την πιο γρήγορα στο… θάνατο.
Από την άλλη πλευρά, τόσο ο Π. Λιαργκόβας όσο και ο Διον. Χιώνης σχολίασαν ότι το αφήγημα της κυβέρνησης για καθαρή έξοδο τον Αύγουστο του 2018 από τα μνημόνια έχει πολλούς αστερίσκους. Ο πρώτος τόνισε ότι από τη στιγμή που υπάρχουν υπογεγραμμένες μνημονιακές υποχρεώσεις, εποπτεία και συγκεκριμένοι στόχοι για πρωτογενή πλεονάσματα, το αισιόδοξο σενάριο χωλαίνει. Βέβαια, είναι θετικό ότι η οικονομία δεν έχει τα χάλια των προηγούμενων ετών, αλλά για να μην τα… τινάξει, θα πρέπει να υπάρχει μείγμα δημοσιονομικής πειθαρχίας, συνέχεια των μεταρρυθμίσεων και διευθέτηση του προβλήματος με τα χρέος.
Ο κ. Χιώνης υπήρξε περισσότερο αισιόδοξος, μίλησε για μια νέα εποχή για τη χώρα, αλλά θα πρέπει να συζητήσουμε σοβαρά για την επόμενη ημέρα, έχοντας ως πρώτο μας μέλημα το θέμα της διευθέτησης του χρέους.
Ούτε, όμως, ο αναπληρωτής υπουργός Αλέξης Χαρίτσης προτίμησε τα… πανηγύρια. Σημείωσε ότι η ελληνική οικονομία, ύστερα από μία σχεδόν δεκαετία ύφεσης, έχει περάσει πλέον σε τροχιά ανάπτυξης. Το 2017 ήταν η πρώτη χρονιά μετά το 2007 που η ελληνική οικονομία σημείωσε ρυθμό ανάπτυξης που ξεπέρασε το 1%. Η πολιτική σταθερότητα στο εσωτερικό και η αξιοπιστία της χώρας διεθνώς έχουν αποκατασταθεί.
Αφού, λοιπόν, φαίνεται φως στο βάθος του τούνελ, “τώρα είναι η καταλληλότερη στιγμή για να συζητήσουμε πλατιά και ουσιαστικά για την επόμενη μέρα, για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας. Γιατί χρειαζόμαστε, όμως, μία τέτοια στρατηγική; Η σφοδρή κρίση των προηγούμενων χρόνων που σταδιακά αφήνει πίσω της η ελληνική οικονομία, ανέδειξε, μεταξύ άλλων, τα όρια του παραγωγικού υποδείγματος που επικράτησε στη χώρα κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Είναι πλέον κοινός τόπος ότι η κρίση των προηγούμενων ετών δεν ήταν απλώς μία κρίση των δημοσιονομικών του κράτους. Ήταν πρωτίστως μία κρίση του παραγωγικού μοντέλου που κυριάρχησε στην Ελλάδα για δεκαετίες”, επισήμανε.
Επίσης, συνέχισε: “Κεντρική, λοιπόν, πρόκληση της αναπτυξιακής στρατηγικής για την ανάταξη της ελληνικής οικονομίας αποτελεί η αλλαγή του αναπτυξιακού υποδείγματος, ο παραγωγικός μετασχηματισμός. Η κυβέρνησή μας, σε συνεργασία και επικοινωνία με τους παραγωγικούς και επιστημονικούς φορείς, την αυτοδιοίκηση, την κοινωνία των πολιτών, προχωρά λοιπόν στην εκπόνηση Εθνικής Αναπτυξιακής Στρατηγικής.
Όραμα της στρατηγικής είναι η ποιοτική μετατόπιση του παραγωγικού υποδείγματος της ελληνικής οικονομίας προς την κατεύθυνση της οικονομίας της γνώσης. Αυτό διασταυρώνεται και αλληλοϋποστηρίζεται με την προσπάθεια αναστροφής της μετανάστευσης υψηλά εξειδικευμένων εργαζομένων, αλλά και δημογραφικής ανάταξης, αναγκαίο στοιχείο οποιασδήποτε μελλοντικής προοπτικής της χώρας μας.
Κεντρικός άξονας της στρατηγικής είναι το ανθρώπινο κεφάλαιο, ως μέσο για τη σταδιακή αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας στη δημιουργία ολοκληρωμένων αλυσίδων αξίας και την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλότερης προστιθέμενης αξίας. Κεντρικός στόχος είναι η αύξηση της απασχόλησης, η δημιουργία νέων ποιοτικών θέσεων εργασίας».
Ολοκληρώνοντας, είπε: “Αναγκαίες προϋποθέσεις της παραγωγικής ανασυγκρότησης είναι, όμως, εξίσου η κοινωνική δικαιοσύνη και η μείωση των μεγάλων κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων που επικρατούν σήμερα και επιδεινώθηκαν στα χρόνια της κρίσης, όπως επίσης η περιβαλλοντική βιωσιμότητα και ο σεβασμός στο φυσικό κεφάλαιο της χώρας”.
Του Αντώνη Πετρόγιαννη