Αίσιο τέλος είχε η περιπέτεια νεαρού Ρομά, ο οποίος χθες σε δεύτερο βαθμό αθωώθηκε από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Καλαμάτας για άμεση συνέργεια σε ληστεία, σε μια υπόθεση με παράνομη αγοραπωλησία χρυσών λιρών. Πρωτόδικα ο κατηγορούμενος είχε κριθεί ένοχος και είχε καταδικαστεί σε κάθειρξη 8 ετών, ενώ και χθες ο εισαγγελέας πρότεινε την ενοχή του με την αναγνώριση ελαφρυντικού. Ωστόσο, το δικαστήριο τον αθώωσε.
Για να αγοράσουν λίρες
Σύμφωνα με όσα ακούσθηκαν χθες στο δικαστήριο, τον Ιούλιο του 2011 ο κατηγορούμενος μετέφερε με το αυτοκίνητό του έναν γνωστό του που ήταν συλλέκτης χρυσών λιρών και το μηνυτή στην Αθήνα, προκειμένου να αγοράσουν χρυσές λίρες.
Όπως περιέγραψε ο μηνυτής, ο συλλέκτης (ο οποίος πλέον δε βρίσκεται στη ζωή) του είχε πει ότι γνώριζε κάποιον στην Αθήνα που πουλάει χρυσές λίρες σε καλή τιμή. Μάλιστα, ο ίδιος τις είχε δει και είχε διαπιστώσει ότι είναι αληθινές. Ξεκίνησαν για την Αθήνα και όταν έφτασαν στο Μαρούσι, συνάντησαν τον πωλητή σε μια καφετέρια. Μετά οδηγήθηκαν όλοι στο αυτοκίνητο για να πάνε για τη συναλλαγή και όπως κατέθεσε, ενώ στο ταξίδι καθόταν μπροστά, του ζήτησαν να καθίσει πίσω από τον κατηγορούμενο οδηγό. Περιέγραψε πως όταν μπήκε στο αυτοκίνητο ο πωλητής, ζήτησε να δει τα χρήματα κι αυτός του έδειξε το τσαντάκι με τα 50.000 ευρώ. Τότε τον έσπρωξε βίαια στο κάθισμα, άρπαξε το τσαντάκι και έφυγε τρέχοντας. Ο κατηγορούμενος, όπως είπε ο μηνυτής, ενώ είδε όλη τη σκηνή δε βγήκε από τη θέση του οδηγού, ώστε να απεγκλωβιστεί, καθώς ήταν διθέσιο το αυτοκίνητο, και να κυνηγήσει τον πωλητή που άρπαξε τα λεφτά, ενώ τόνισε πως αυτό έγινε σκόπιμα και ήταν όλα προσυνεννοημένα.
Έγινε καπνός
Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε την κατηγορία και περιέγραψε λίγο διαφορετικά την ιστορία. Όπως είπε, μετά την καφετέρια μπήκαν όλοι στο αυτοκίνητο για να πάνε στο σπίτι του πωλητή να πάρουν τις λίρες. Όταν έφτασαν, ο μηνυτής τού έδωσε τα λεφτά, αλλά όσο κι αν περίμεναν, ο πωλητής δεν επέστρεψε να φέρει τις λίρες, ενώ αν και έψαξαν την περιοχή, δεν μπόρεσαν να τον εντοπίσουν. Είπε πως αυτός ήταν μόνο μεταφορέας και θα πληρωνόταν, ενώ ήξερε τον πωλητή και επικοινωνούσε μόνο ο συλλέκτης και όχι αυτός.
Της Βίκυς Βετουλάκη