Ιστορικά ενδιαφέροντα του νεκροταφείου μας

Ιστορικά ενδιαφέροντα του νεκροταφείου μας

Σκαλίζοντας τα ιστορικά βιβλία της πόλης μας και συγκεκριμένα τη «Μεσσηνιακή λογοτεχνική ανθολογία», συνάντησα ένα άκρως ενδιαφέρον δημοσίευμα του συμπατριώτη μας ποιητή και λογοτέχνη, Πότη Ψαλτήρα (1893 – 1946).
Το δημοσίευμα έχει χρονολογία 1931 και δημοσιεύτηκε στο Καλαματιανό Ημερολόγιο της εποχής.
Επειδή ο γράφων, ασχολούμενος με την ιστορία της παλιάς Καλαμάτας, θεωρεί ότι η λογοτεχνική και ιστορικής σημασίας παρουσίαση είναι εντυπωσιακή, το μεταφέρει στους φίλους αναγνώστες και θιασώτες της παλιάς Καλαμάτας ως έχει:
 
ΠΟΤΗ ΨΑΛΤΗΡΑ 
ΕΝΑΣ ΤΑΦΟΣ ΣΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΤΗΣ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ 
Επάνω στην παράξενην αυτή Γη μας, που κανείς δεν ξέρει κι ούτε θα μάθη καθώς φαίνεται κανείς ποτέ για ποιο σκοπό στριφογυρίζει σαν τρελλή ακατάπαυστα στο διάστημα, πόσοι και πόσοι δύσμοιροι θνητοί δεν έρχονται κάθε στιγμή σε θέσι – και μάλιστα στην άθλιαν αυτήν εποχή μας – που εύχονται να περάσουν την Αχερουσία μιάν ώρα αρχήτερα, για να μπορέσουν έτσι να γλυτώσουν μια και καλή από τους μπακάληδες, τους μανάβηδες, τους χασάπηδες, τους ψαράδες, τους παπουτσήδες, τους πανιτζήδες ή υφασματεμπόρους, τους ραφτάδες, τους καπελλάδες, τους γιατρούς, τους φαρμακοποιούς και προπάντων από τους εισπράχτορες του Δημοσίου. Γιατί μόνο πεθαίνοντας μπορεί κανείς ν’ απαλλαγή από όλους αυτούς τους αμείλικτους κυρίους, που μας βυζαίνουν αλύπητα σαν βδέλλες αχόρταστες.
Εκτός όμως από αυτούς είναι και μερικοί άλλοι, από τους οποίους δεν μπορεί κανείς να γλυτώση όχι μόνον αν τα τινάξη, αλλά και αν ακόμα οι νεκροθάφτες προσφερθούν ευγενώς να τον θάψουν και είκοσι μέτρα! υπό την γην. Και αυτοί είναι οι διάφοροι μανιώδεις κατασκευασταί επιτυμβίων επιγραμμάτων πεζών ή εμμέτρων, που διαβάζομε συχνά επάνω στους τάφους, όχι βέβαια χωρίς αναγουλώδεις συνέπειες στο στομάχι μας. Από τους τελευταίους μάλιστα βρίσκει κανείς τον μπελά του χειρότερα όταν πεθάνη (αντί να γλυτώση), γιατί τότε ακριβώς του ρίχνονται αγριώτερα, ξεφουρνίζοντες επάνω στην καμπούραν του τάφου του τις πεζογραφικές ή στιχουργημένες σαχλαμάρες των.
Υπάρχουν όμως και εξαιρέσεις. Σπάνιαι εξαιρέσεις, αλλά υπάρχουν. Εμπρός σε μια τέτοια εξαίρεσι δεν πάει πολύς  καιρός που βρέθηκα, γυρίζοντας ανάμεσα στους τάφους του Νεκροταφείου της Καλαμάτας, έπειτα από μια κηδεία, που παρηκολούθησα.
Στο δυτικό λοιπόν μέρος του Κοιμητηρίου και πλησίον του Ναού βρίσκεται ο τάφος του Ιωάννου Π. Μπενάκη. Επάνω στον τάφο και στο μέρος της κεφαλής του νεκρού έχει τοποθετηθή ορθία μία μεγάλη μαρμάρινη πλάκα με σκαλισμένα τα ακόλουθα τρία τετράστιχα:
 
«Αν δεν κοσμή την πλάκα του παρήγορος Μυρσίνη
Το δάκρι γέροντος πατρός το χώμα του ποτίζει.
Κι ενώ το σώμα το αβρόν η κρύα γη βαρύνει
Η αύρα τον παρηγορεί, η αύρα τον κοιμίζει.
 
***
 
Τον είδε βρέφος τρυφερόν των Καλαμών η πόλις
Κι εις εποχήν ανοίξεως ως άνθος εγεννήθη.
Ηλίους πλην εμέτρησεν εικοσιπέντε μόλις
Και πάλιν – πάλιν άνοιξιν εδώ απεκοιμήθη.
 
***
 
Τώρα επί του τάφου του ως στήλη μαρμαρίνη
Ο έρημος αυτό πατήρ τον ύπνον του φυλάττει.
Παραμονεύει τον νεκρόν κι υπό το άλγος κλίνει
Έως να έλθη κι εις αυτόν η ώρα η υστάτη.
 
Κάτω από τους στίχους υπάρχει η επιγραφή: «Ιωάννης Π. Μπενάκης, εγεννήθη το 1846 έτος. Ετελεύτησε το 1872». Και στην κορυφή της μαρμάρινης πλάκας υπάρχει ανάγλυφη και γενειοφόρος η μορφή του νεκρού.
Καθώς  επληροφορήθην από συγγενείς του νεκρού, ο Ιωάννης Π. Μπενάκης ήτο μικρότερος αδελφός του αειμνήστου Δημάρχου Καλαμών Εμμανουήλ Μπενάκη. Εφονεύθη δε κάποιαν νύκτα δια πιστολίου πλησίον του ναού των Ταξιαρχών (Μπενάκη – πλατείας Μαυρομιχάλη) υπό τινός Πατρίκη εκ Μεσσήνης.
Ο θάνατός του ενέπνευσε τους στίχους αυτούς που παραθέτω ανωτέρω και που τόσο ξεχωρίζουν από τους ανόητους στίχους με τους οποίους ημπορούμε να ειπούμε ότι… πεθαίνουν για δεύτερη φορά τους πεθαμένους οι διάφοροι άγνωστοι συντάκται των επιτυμβίων σαχλογραφημάτων. Προ πάντων το τρίτο τετράστιχο του ποιήματος έχει μια ιδιαίτερη ομορφιά. Η εικόνα που μας δίδουν οι στίχοι του τετραστίχου αυτού, είναι αληθινά μοναδική για επιτύμβια παράστασι. Η θέσις του πατέρα, που «ως στήλη μαρμαρίνη κλίνει υπό το άλγος και φυλλάττει τον ύπνο» του πεθαμένου παιδιού του επάνω από τον τάφον του και μαζί «παραμονεύει τον νεκρόν έως να έλθη κι εις αυτόν η ώρα η υστάτη», αποτελεί ιδέαν πρωτότυπον και αρχαιοπρεπή, που κλείνει μέσα της αναμφισβήτητη την αξία μιας σπανίας γραμματικής συλλήψεως. Μάλιστα θα ήταν τελειότερη η όλη παράστασις εάν στην κορυφή της μαρμάρινης πλάκας δεν υπήρχεν η μορφή του νεκρού, αλλά η μορφή του πατρός του, πράγμα που υπέθεσα ότι συνέβαινεν όταν πρωτοείδα την πλάκα με το γενειοφόρον και  προχωρημένης ηλικίας πρόσωπον του αναγλύφου, το οποίον ατυχώς έχει εξέλθη από χέρια αδεξίου τεχνίτου. Οι συγγενείς όμως του νεκρού μ’ εβεβαίωσαν ότι πρόκειται για το πρόσωπο του Ιωάν. Μπενάκη. Από τους ιδίους έμαθα ότι τους στίχους του ποιήματος έγραψεν ο αείμνηστος Δημητράκης Τζάνες Δικηγόρος και Πολιτευτής, όστις κατεγίνετο και στη στιχουργία. Δεν έχω διαβάσει άλλους στίχους του Τζάνε. Οι ανωτέρω όμως (που δεν θέλω να φαντασθώ ότι έχουν τυχόν σχέσιν με οιονδήποτε δανεισμόν), μου έκαμαν ιδιαίτερη εντύπωση, γιατί – ανεξάρτητα από τη μορφή τους ατέλεια (μετρικήν όχι) – οφείλονται σε  μια γνήσια ποιητική διάθεσιν, έχουν πνοήν και κλείνουν δυνατήν συγκίνησι. Και χάρις στους στίχους αυτούς ο τάφος του Ιω. Μπενάκη αποτελεί αληθινά ένα σπάνιο στολίδι για το Κοιμητήριο της Καλαμάτας
(Νοέμβρης 1930).

Για την ιστορία της πόλης: Βασίλης Ι. Μανιάτης