Τα τελευταία χρόνια καθιερώθηκε να γίνεται το ετήσιο μνημόσυνο των ηρωικών νεκρών του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος, που έπεσαν μαχόμενοι στο λιμάνι της Καλαμάτας, στη μάχη που έγινε γνωστή ως «Μάχη της Καλαμάτας».
Τι είχε συμβεί και πώς βρέθηκαν εδώ οι στρατιώτες αυτοί; Οι Γερμανοί προέλαυναν ταχύτατα. Κατέλαβαν την Αθήνα, πέρασαν τον Ισθμό της Κορίνθου και ξεχύθηκαν στην Πελοπόννησο. Στις 28 Απριλίου ολοκλήρωσαν την κατάληψη της Ηπειρωτικής Ελλάδας φθάνοντας στην Καλαμάτα.
Στην Καλαμάτα, όμως, είχαν φθάσει χιλιάδες στρατιώτες, Βρετανοί, Αυστραλοί, Κύπριοι, Νεοζηλανδοί, Καναδοί, του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος, καθώς και Γιουγκοσλάβοι και Παλαιστίνιοι που είχαν αρχίσει να επιβιβάζονται σε πλοία με προορισμό την Κρήτη από το βράδυ της 26ης Απριλίου.
Δυστυχώς, όταν έφθασαν οι Γερμανοί, υπήρχαν ακόμη κατά μήκος της ακτής περίπου 8.000 άνδρες, άοπλοι οι περισσότεροι και υπό τον ανηλεή βομβαρδισμό των γερμανικών αεροπλάνων «στούκας» καθέτου εφορμήσεως.
Κι ενώ, λοιπόν, την πόλη, που την είχαν εγκαταλείψει όλοι οι κάτοικοί της, φοβούμενοι, τις πρώτες ώρες της Κατοχής, την καταλάβανε δια περιπάτου, όταν έφθασαν στην παραλία μας, συνάντησαν τη σφοδρή αντίσταση των συμμαχικών δυνάμεων, που προσπαθούσαν να κερδίσουν χρόνο, μήπως στο μεταξύ πλησιάσουν τα καράβια να τους πάρουν.
Οι Γερμανοί υποχώρησαν, αφού εγκατέλειψαν στην προκυμαία δύο πυροβόλα και 100 αιχμαλώτους στα χέρια των Άγγλων.
Στη συνέχεια τα συμμαχικά τμήματα προωθήθηκαν προς την πόλη, όπου άρχισαν άγριες οδομαχίες από σπίτι σε σπίτι, με τελικούς νικητές, λόγω υπεροπλίας, τους Γερμανούς.
Όταν χάθηκε και η τελευταία ελπίδα διαφυγής, οι συμμαχικές δυνάμεις αποφάσισαν να παραδοθούν.
Έτσι, το πρωί της 29ης Απριλίου βρήκε την Καλαμάτα και 7.000 συμμάχους στα χέρια των Γερμανών. Οι υπόλοιποι έφυγαν προς τη Μάνη- που αργότερα με τη βοήθεια των Ελλήνων φυγαδεύτηκαν προς τη Μέση Ανατολή.
Θυμάμαι, άλλοι από τους συμμάχους, που δεν είχαν παραδοθεί, έφευγαν για τα βουνά. Μέσα από τον ξεροπόταμο Νέδοντα έφευγαν βορινά της Καλαμάτας, κι άφηναν μέσα στις μάντρες του ποταμού παλάσκες- όπλα- ασφυξιογόνες μάσκες- κιβώτια σιδερένια με σφαίρες, μέχρι και ένα οπλοπολυβόλο.
Φεύγοντας, ζητούσαν «μπρέντ και γουότερ», ψωμάκι και νερό.
Οι καλοί μας γείτονες τους έδιναν ό,τι είχαν και τους γέμιζαν τα παγούρια με νερό. Αυτοί, σε ανταπόδοση, έδιναν ρολόγια, ξίφη, ασημένιες ταυτότητες, πιστόλια, ασημένιους σταυρούς κ.ά., αλλά οι καλοί και πονετικοί Έλληνες δεν έπαιρναν τίποτα από όλα αυτά. Κοίταζαν μόνο να τους βοηθήσουν. Ποιος ξέρει τι να έγιναν αυτοί οι άνθρωποι!
Όλα αυτά, θυμάμαι, γίνονταν στη θέση «Κοτρώνι», σημερινή ιχθυαγορά.
Ένας στρατιώτης, ψηλός και ροδοκόκκινος, μου χάρισε μια ασφυξιογόνο μάσκα και την έκρυψα κάτω από το κρεβάτι μου. Όμως, το ανακάλυψαν οι γονείς μου και την έθαψαν βαθιά στην αυλή μας. Φόβος και τρόμος από τους κατακτητές. Είχαν ειδοποιήσει τους Καλαματιανούς να παραδίδουν σ’ αυτούς ό,τι στρατιωτικό είδος είχαν, ή έβρισκαν, αλλιώς επί τόπου θανατική εκτέλεση. Θυμάμαι ακόμα ότι στο σημείο εκείνο –θέση «Κοτρώνι» οδού Σπάρτης τότε- είχαν εγκαταλείψει και ένα στρατιωτικό «τζιπ» ξεσκέπαστο με ένα μεγάλο ασύρματο και ένα μεγάλο πολυβόλο. Είχε ακόμα και ένα ραδιόφωνο, το οποίο μετέδιδε συνέχεια.
Σε ανάμνηση της μάχης που έγινε στην πόλη μας στις 28 Απριλίου 1941, της γνωστής ως «Μάχης της Καλαμάτας», αναγέρθηκε το 1994 στη νοτιοδυτική πλευρά του Πάρκου των Σιδηροδρόμων μνημείο πεσόντων.
Στο μνημείο αυτό τελείται κάθε χρόνο επιμνημόσυνη δέηση, παρουσία των συμπολεμιστών τους που καταφθάνουν από τα πέρατα της κοινοπολιτείας, των Αρχών του τόπου και πλήθος κόσμου.
Για την ιστορία και τις θύμησες:
Βασίλης Ι. Μανιάτης