125 έργα του χαράκτη Τάσσου στο Μουσείο Μπενάκη

125 έργα του χαράκτη Τάσσου στο Μουσείο Μπενάκη

Ο σημαντικός Μεσσήνιος χαράκτης Α. Τάσσος (Τάσσος Αλεβίζος), γνωστός από τις ξυλογραφίες του αλλά ακόμα γνωστότερος -σε παλιότερες γενιές- από τα γραμματόσημα των ελληνικών και κυπριακών ταχυδρομείων και τις εικονογραφήσεις του αναγνωστικών γυμνασίου, έχει αφήσει «κληρονομιά» ένα σημαντικό έργο άγνωστο εν πολλοίς σήμερα. 
Ξεκίνησε την καλλιτεχνική του σταδιοδρομία από πολύ νωρίς, μόλις 16 χρόνων, ως σπουδαστής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, όπου πήρε τα πρώτα του μαθήματα στα εργαστήρια του Κωνσταντίνου Παρθένη και του Γιάννη Κεφαλληνού, ο οποίος έμελλε να τον επηρεάσει καθοριστικά στην επιλογή του να στραφεί στη Χαρακτική. 
Έφηβος ακόμα, εν μέσω της δικτατορίας Μεταξά, συμμετείχε ως ιδρυτικό μέλος της ομάδας Στάθμη, μια ομάδα καλλιτεχνών που επρόσκειτο στο ΚΚΕ, του οποίου ήταν και ο ίδιος μέλος από το 1930. 
Την περίοδο της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ και, μαζί με άλλους μαθητές του Κεφαλληνού, σχεδίασε αφίσες για την Αντίσταση. Εκτέλεσε μια σειρά από υπερμεγέθεις ξυλογραφίες τοίχου που δεν τις τύπωνε σε χαρτί αλλά μετά τη χάραξή τους, τις εξέθετε πάνω στο ξύλο προσδίδοντας στο έργο του μνημειακό χαρακτήρα. 
Μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο είχε μεγάλη καλλιτεχνική δραστηριότητα. Ακριβώς εκείνη την πρώτη μεταπολεμική περίοδο γνώρισε και το χαράκτη Γαλάνη στο Παρίσι, ο οποίος έπαιξε αναμφισβήτητο ρόλο στην τεχνοτροπία του, όπως άλλωστε παλιότερα ο Κεφαλληνός.
Το 1953 έκανε την πρώτη σημαντική του έκθεση την οποία επρόκειτο να ακολουθήσουν πάμπολλες άλλες, ατομικές και μη. Βιοποριστικά εικονογραφούσε βιβλία, λευκώματα, γραμματόσημα, ενώ παράλληλα εκπροσώπησε την Ελλάδα σε σημαντικές εκθέσεις διεθνώς. 
Υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής ανά την ελληνική επικράτεια χάρη στα χαρακτικά του που απεικονίζουν εργάτες της υπαίθρου, γυναίκες και άντρες του μόχθου, αρχικά με τη χρήση χρωμάτων- κάτι που σταδιακά εγκατέλειψε.
Ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας των απεικονίσεών του, όμως, που παρέπεμπαν σε τεχνοτροπίες βυζαντινές ακόμα και αρχαιοελληνικά μοτίβα, καθιστούσε το προσωπικό του στυλ ιδιαίτερα αναγνωρίσιμο και προσφιλές. Κατά την περίοδο 1967 – 1974, δηλαδή την επταετία που διήρκησε η Χούντα, αποσύρθηκε από την καλλιτεχνική δραστηριότητα, σταμάτησε να εκθέτει όπως και να συνεργάζεται με τα Ελληνικά Ταχυδρομεία.
Παρέμεινε στην Ελλάδα απομονωμένος από την κεντρική καλλιτεχνική σκηνή ως αυτοεξόριστος. Παρόλα αυτά αμέσως μετά με την αποκατάσταση της δημοκρατίας η Εθνική Πινακοθήκη τον τίμησε με μία μεγάλη έκθεση. Τα χρόνια που ακολούθησαν εκτέλεσε μια σειρά από υπερμεγέθεις ξυλογραφίες τοίχου που δεν τύπωνε σε χαρτί αλλά μετά τη χάραξή τους τις εξέθετε πάνω στο ξύλο προσδίδοντας στο έργο του μνημειακό χαρακτήρα. 
Διασημότερο ίσως είναι το επιβλητικό έργο 5 μέτρων για το Πολυτεχνείο, το οποίο βρίσκεται στη Βουλή. Αλλά και τρεις συνθέσεις στο Δημαρχείο του Βόλου, εκ των οκτώ που του είχαν αναθέσει, αλλά δυστυχώς τον πρόλαβε ο θάνατός του και δεν ολοκλήρωσε..
 
«Ήταν ιδιαίτερα σημαντική η έκθεση του Σεπτεμβρίου του 1975 αμέσως μετά τη δικτατορία» εξηγεί η επιμελήτρια κα Ειρήνη Οράτη. «Δεν επρόκειτο για αναδρομική, αλλά είχε θεματικό άξονα που ονόμασε “Μαύρο Άσπρο ΙΙ” με έργα με έντονο συμβολικό χαρακτήρα που εκτέλεσε μέσα στα χρόνια της Χούντας. Καθώς η εποχή ήταν χρωματισμένη ανάλογα, η έκθεση είχε απρόσμενη επιτυχία με την προσέλευση απίστευτου αριθμού ανθρώπων.
Η Εθνική Πινακοθήκη τού έκανε μεγάλη αναδρομική το 1987, δύο χρόνια μετά το θάνατό του. Άλλωστε, λίγο πριν πεθάνει είχε παραχωρήσει στην Πινακοθήκη όλες του τις ξυλογραφίες, σύνολο 150 έργα». 
Έχουν περάσει 30 χρόνια από το θάνατό του Τάσσου και 28 από εκείνη τη σημαντική έκθεση. Τι νεότερο έρχεται να καταθέσει η έκθεση του Μπενάκη; Η κa Οράτη απαντάει: «Εμείς έχουμε δύο στόχους. Καταρχήν να μπορέσουμε να δείξουμε το έργο του Τάσσου σε ένα διαφορετικό κοινό, και μάλιστα καθώς έχουν περάσει σχεδόν 30 χρόνια από την προηγούμενη έκθεση να δούμε κατά πόσο μπορεί να σταθεί η δουλειά του σήμερα και κατά δεύτερον, αφού ψάξαμε πολύ κάνοντας μεγάλη έρευνα βρήκαμε και παρουσιάζουμε έργα άγνωστα που δεν είχαν εκτεθεί σε προηγούμενες εκθέσεις».
Η συλλογή της ALFA Bank παραχωρεί 34 έργα, η Εθνική Πινακοθήκη επίσης δανείζει έργα, ενώ η Εταιρεία Εικαστικών Τεχνών «Α. Τάσσος» που ίδρυσε η σύζυγός του και φίλοι του καλλιτέχνη και έχει στη διάθεσή της αρχειακό υλικό, προσχέδια, ντοκουμέντα, ξύλινες πλάκες συμμετέχει εξίσου στο όλο εγχείρημα. Δυστυχώς, το Φιλοτελικό Μουσείο, το οποίο έχει όλες τις μακέτες των γραμματοσήμων που φιλοτέχνησε ο Τάσσος, αδυνατεί να τις παραχωρήσει για την έκθεση.
Σύνολο 125 έργων αποτελούν την έκθεση, από τα σημαντικότερα και χαρακτηριστικότερα έργα που καθόρισαν τη δημιουργική του πορεία, που απαρτίζουν έξι ενότητες: Σπουδαστικά έργα μεταξύ 1934 με 1940, έργα της Κατοχής 1940 με 1946, έγχρωμες ξυλογραφίες 1947 με 1960, «Μαύρο-Άσπρο 1960 με 1966 και «Μαύρο-Άσπρο ΙΙ» 1967 με 1974 και τα έργα μέχρι το τέλος της ζωής του 1975 με 1985. Ξυλογραφίες επί το πλείστον, κάποιες λιθογραφίες και χαλκογραφίες, και κάποιες από τις υπερμεγέθεις ξυλογραφίες τοίχου.
Η έκθεση στο κτήριο της οδού Πειραιώς θα συμπληρωθεί από μία ταινία πορτρέτο, εργαλεία και αντικείμενα από το εργαστήριό του, ενώ θα υπάρχουν ξεναγήσεις για έξι Σάββατα. 
ΠΗΓΗ: Χρήστος Παρίδης, lifo.gr