Στα ρεπορτάζ που αφορούν στην καλλιέργεια και την εμπορική πορεία ενός προϊόντος να έχουμε συνηθίσει να επικεντρωνόμαστε σε ζητήματα όπως η τρέχουσα παραγωγή, οι τιμές κ.λπ. Όμως, είναι πάντα εκεί η ουσία; Χαρακτηριστικό παράδειγμα ανάγκης περαιτέρω διερεύνησης της πορείας ενός προϊόντος αποτελεί η πατάτα, που – πέρα από τις εποχικές και γεωγραφικές διακυμάνσεις των τιμών και των αποδόσεών της– την τελευταία δεκαετία καταγράφει στρεμματική μείωση της τάξεως του 40%.
Τα παραπάνω αναφέρονται σε ρεπορτάζ του Χρήστου Διαμαντόπουλου, στην εφημερίδα “Ύπαιθρος Χώρα”.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία των εκτάσεων των καλλιεργειών, όπως αυτές αποτυπώνονται μέσα από τις Ετήσιες Γεωργικές Στατιστικές Έρευνας της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για τα έτη 2008 – 2014, η καλλιέργεια πατάτας στην Ελλάδα μειώθηκε από τα 455.500 στρέμματα το 2008 σε 261.000 στρέμματα το 2014.
Όπως αποτυπώνεται στον πίνακα που επεξεργάστηκε η «ΥΧ», η μεγάλη απώλεια των στρεμμάτων σημειώθηκε το 2014, όταν από τα 434.000 στρέμματα του 2013 η καλλιέργεια έπεσε στα 261.000 (μείωση κατά 173.000 στρ.). Αν, μάλιστα, λάβει κανείς υπόψη του και τα στοιχεία ΟΣΔΕ, η μείωση αυτή που ξεκίνησε τότε συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, γεγονός που σχετίζεται και με τον τρόπο που υπολογίζονται και ενεργοποιούνται τα δικαιώματα βάσει της νέας ΚΑΠ.
Έτος | Στρέμματα |
2008 | 455.000 |
2009 | 456.200 |
2010 | 448.000 |
2011 | 448.000 |
2012 | 441.400 |
2013 | 434.000 |
2014 | 261.000 |
Παράγοντες μείωσης
Θα ήταν εύκολο να αποδώσει κανείς τη μεγάλη αυτή μείωση σε διάφορους παράγοντες, όπως το συνεχώς αυξανόμενο κόστος καλλιέργειας ή την επιβολή της δυσβάσταχτης φορολογίας για τους αγρότες. Χωρίς να υποβιβάζουμε το ρόλο αυτών των δύο πολύ σημαντικών –σύμφωνα με τους περισσότερους παραγωγούς– παραγόντων, θα πρέπει να δούμε και πιο μακριά. Για παράδειγμα, η ανυπαρξία αγροτικής πολιτικής είναι ένα στοιχείο που οδήγησε την πατάτα, αλλά και άλλα σημαντικά αγροτικά προϊόντα, σε συρρίκνωση. Ειδικότερα, όλα αυτά τα χρόνια δεν έχει γίνει καμιά ουσιαστική έρευνα τοποθέτησης των γεωργικών μας προϊόντων στις διεθνείς αγορές.
Μιλάμε για νέες καλλιέργειες και νέους αγρότες χωρίς, όμως, προσανατολισμό, χωρίς πιλοτικά προγράμματα εφαρμογής, χωρίς παροχή εκλαϊκευμένης γνώσης, χωρίς, στις περισσότερες περιπτώσεις, μεταποιητική υποδομή και εξασφάλιση της διάθεσης του προϊόντος. Μιλάμε για αναδιάρθρωση των καλλιεργειών χωρίς μπούσουλα, επαφιέμενοι στις τυχαίες ατομικές έρευνες και πρωτοβουλίες, απουσία του υπεύθυνου εθνικού φορέα. Επιπλέον, η γραφειοκρατία, αλλά και η έλλειψη ελεγκτικών μηχανισμών έχουν βάλει το λιθαράκι τους στη σημερινή κατάσταση.
Οι παραγωγοί
Από την πλευρά του, ο Παναγιώτης Δουρούμης, παραγωγός και γραμματέας του Αγροτικού Συνεταιρισμού Μεσσήνης, σημειώνει στην «ΥΧ» ότι «όταν πρέπει να καλλιεργώ ξοδεύοντας χρηματικά ποσά, όπως για παράδειγμα 1.000 ευρώ το στρέμμα, και από αυτά θα πάρω πίσω τα 50 ευρώ, τότε εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι πλέον η καλλιέργεια έχει γίνει εξαιρετικά ασύμφορη. Εκτός, όμως, από το μεγάλο κόστος και την αύξηση της φορολογίας, ακόμα ένας παράγοντας είναι και η γιγάντωση των εισαγωγών.
Δεν είναι δυνατόν, όταν συγκομίζονται οι ελληνικές πατάτες να γίνονται μαζικές εισαγωγές από χώρες, όπως η Αίγυπτος, που έχουν πολύ χαμηλό κόστος (σ.σ. το 1/5 σε σχέση με την Ελλάδα) και οι δικές μας να μένουν απούλητες και, μάλιστα, να γίνονται και ελληνοποιήσεις. Οι έλεγχοι πρέπει να ενταθούν και να γίνονται σωστά».
Ωστόσο, θέσαμε στον κ. Δουρούμη το εξής εύλογο ερώτημα: Τις χρονιές 2008-2010, που η καλλιέργεια έφτανε τα 400.000 στρ. περίπου, δε γίνονταν αθρόες εισαγωγές και ελληνοποιήσεις;
Σύμφωνα με τον κ. Δουρούμη, τότε τα πράγματα ήταν διαφορετικά και οι ελεγκτικοί μηχανισμοί δεν είχαν ατονήσει –όπως στις μέρες μας–, με αποτέλεσμα να είναι πιο αποτελεσματικοί.
Επιμέλεια: Αντώνης Πετρόγιαννης