Για αύξηση της κατανάλωσης του ελαιολάδου στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά 250% τα τελευταία 17 χρόνια και κατά 2,48% το 2017 συγκριτικά με το 2016, φθάνοντας συνολικά τους 326.000 τόνους, κάνει λόγο έρευνα που δημοσιεύθηκε από την ελληνική πρεσβεία της Ουάσιγκτον.
Με το μεγαλύτερο μέρος της ζήτησης να καλύπτεται από ελαιόλαδο εισαγόμενο από την Ισπανία και την Ιταλία, την ίδια στιγμή που η εγχώρια παραγωγή καλύπτει λιγότερο από το 5%, η πρεσβεία καλεί τους Έλληνες παραγωγούς να ενεργοποιηθούν και να αναλάβουν πρωτοβουλίες, ώστε να αυξήσουν την παραγωγή τους. Η ανακοίνωση αναφέρει ότι οι εξαγωγείς ελληνικού ελαιολάδου θα πρέπει να επικεντρωθούν σε τρεις παραμέτρους: ποιότητα, τιμή και συσκευασία. Η καλύτερη δυνατή σχέση μεταξύ των τριών θα δημιουργήσει συνθήκες ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος σε μια συνεχώς επεκτεινόμενη και πολλά υποσχόμενη αγορά ελαιολάδου.
Συνδυασμένη με έναν υγιεινότερο τρόπο ζωής, η κατανάλωση ελαιολάδου στις Ηνωμένες Πολιτείες επιδεικνύει σταθερή αύξηση, καθιστώντας τη χώρα σημαντική αγορά για τους παραγωγούς από όλο τον κόσμο.
Πέραν των όσων προαναφέρθηκαν, η έρευνα, η οποία διεξήχθη υπό την αιγίδα του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της Ελληνικής Πρεσβείας, παρουσιάζει την τρέχουσα κατάσταση της αγοράς και αναγνωρίζει τις τάσεις και τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται για τους υπάρχοντες αλλά και τους μελλοντικούς εισαγωγείς από την Ελλάδα.
Ενώ, λοιπόν, οι Αμερικανοί καταναλωτές αντικαθιστούν σε θεαματικό βαθμό το βούτυρο και τα υπόλοιπα λάδια με το ελαιόλαδο, φαίνεται ότι δε γνωρίζουν πολλά για το προϊόν που καταναλώνουν.
Αντιθέτως, ένας στους τρεις δηλώνει πως η επιλογή του τύπου ελαιολάδου που αγοράζει είναι συγκεχυμένη, αγνοώντας τα αντικειμενικά κριτήρια επιλογής. Οι πιο συνηθισμένοι παράγοντες επιλογής είναι δύο: Η τιμή και ο τύπος του ελαιολάδου, με το έξτρα παρθένο να είναι με διαφορά η πρώτη επιλογή.
Επιπλέον, πολλοί καταναλωτές είναι πρόθυμοι να πληρώσουν για premium έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, υψηλής ποιότητας, το οποίο διατίθεται σε εξειδικευμένα καταστήματα.
Η έκθεση παρατηρεί πως τα δύο σημαντικότερα μειονεκτήματα της ελληνικής βιομηχανίας ελαιολάδου είναι το υψηλό κόστος παραγωγής και η έλλειψη διαφοροποίησης, με το τελευταίο να οδηγεί σε υπερβολική εξάρτηση από τις εξαγωγές σε χύμα ελαιόλαδο. Επιπλέον, η ανάγκη για καινοτομία στα ελληνικά προϊόντα θεωρείται προφανής.
Τέλος, σημειώνεται ότι εκτός του συσκευασμένου ελαιολάδου και η εισαγωγή του χύμα έχει αυξηθεί σημαντικά στις Ηνωμένες Πολιτείες τα τελευταία χρόνια. Το 2016 το 42% των συνολικών εισαγωγών αφορούσε το χύμα ελαιόλαδο, ποσοστό που βρισκόταν μόλις στο 16% πριν από δέκα χρόνια.