Μερικά… έργα τέχνης από τους τοίχους της πόλης
Η πόλη και τα συνθήματα είναι λέξεις παράλληλες που η μία τρέφει την άλλη ακόρεστα, σχεδόν ανταγωνιστικά, με μέτρο σύγκρισης την εξάπλωσή τους. Φυσικά και δε μιλάω για τις μουτζούρες, τα αθλητικά βαρετά μοτίβα που πια έχουν ξεφύγει από τους τοίχους και γράφονται ανεξίτηλα στις ψυχές των οπαδών ή ακόμα τις διάφορες ομάδες νέων που συνηθίζουν να μας υπενθυμίζουν στους τοίχους ότι πέρασαν από εδώ, λες και μας ενδιαφέρει η ελλειμματική τους έκφραση σε κάθε είδους επιφάνεια που, αν και δεν το ‘χει επιλέξει, πέφτει θύμα τέτοιων νυχτερινών δραστών.
Τα συνθήματα στους τοίχους είναι πινακίδες που αντί να μας υπαγορεύουν πού πρέπει να σταματάμε, πού απαγορεύεται να στρίψουμε ή σε ποιον πρέπει να παραχωρούμε προτεραιότητα, μας δίνουν μια σπρωξιά προς την ακαριαία σκέψη, παίζουν το ρόλο του πρωινού που πρέπει να είναι δυνατό ώστε να αντέξουμε τις δύσκολες ημέρες ή, ακόμα ακόμα, είναι το καθημερινό συνεχές ξυπνητήρι μας που εμείς που δε γράφουμε, επιτρέψαμε στο σύγχρονο αόρατο στοχαστή να το βάζει κάθε μέρα να χτυπά, μέχρι να αναγκαστούμε να το ακούσουμε και να ξυπνήσουμε.
Όχι, δεν υπερβάλλω. H πόλη σε πολλά της σημεία είναι ένα ανοιχτό δημόσιο βιβλίο που, όταν το πρωί κινώ για τη δουλειά μου, κάποιος φροντίζει να μου κάνει παρέα, θυμίζοντάς μου ότι όσο εγώ κοιμάμαι, τα βράδια αυτός εργάζεται ώστε το πρωινό μου να ξεκινάει με ένα κλείσιμο ματιού στη σκέψη μου, μία ηλιαχτίδα ελπίδας στο ρημαγμένο τηλεοπτικό τοπίο που ξέφυγε από το γυαλί και κατέκλυσε με ορμή το αστικό τοπίο.
Υπάρχουν συνθήματα που με μία πλούσια λακωνικότητα περιγράφουν ακριβώς την εξέλιξη της παχύσαρκης κοινωνίας μας. Αρχικά η συνειδητοποίηση ότι ο αθλητισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εικόνα του κενού που έσβησε με γομολάστιχα το ιδεώδες, έπειτα η παραδοχή ότι το ναρκωτικό της τηλεόρασης παραμένει ένα από τα λίγα νόμιμα δηλητήρια που επιβιώνει, διαλύοντας το συναίσθημα και, τέλος, η υποψία του φόβου για έναν ακόμη λαϊκισμό που βρίσκεται προ των πυλών.
Έτσι, η ετυμηγορία των συνθημάτων αποκαλύπτει ξεκάθαρα τις κοινωνικές προτεραιότητες, τις αγωνίες που σε κάθε συγκεκριμένη χρονική περίοδο απασχολούν τις αστικές κοινωνίες, τους κινδύνους που κάθε φορά απειλούν τους πολίτες ή ταυτίζονται με το σάπιο σύστημα που μας τυραννά.
Έτσι, λοιπόν, η έκφραση «κλείστηκε στους τέσσερις τοίχους» μάλλον υπερθετική έννοια έχει για ένα σύνθημα που, σε αντίθεση με τον άνθρωπο, μεγαλώνει όσο μεγαλώνει και ο τοίχος.
Συλλογικότητες, ρεαλιστική αλληλεγγύη, είναι η λύση στην απομόνωση και τη σκληρότητα του φασισμού. Τα πάνω πέφτουν στο λάκκο που έσκαψαν τα ίδια στον εαυτό τους και τα κάτω ήρθε η ώρα να αντεπιτεθούν με μεθόδους αντιιεραρχικές άμεσης δημοκρατίας, εγρήγορσης.
Στο κάτω κάτω η επιμονή των συνθημάτων θα ξεκάνει τη νάρκωση του μπετονένιου ανθρώπου που για πρώτη φορά όσο ζω, τον βλέπω να στέκεται απέναντι στον τοίχο και να αναρωτιέται για το μέλλον των συνθημάτων και της κοινωνίας που δημιουργήθηκε ερήμην του.
Του Αντώνη Πετρόγιαννη