Παρά την προτροπή του τραγουδιού, δεν είχα περπατήσει ως τώρα στην Καλαμάτα.
Σε κάθε καινούργια πόλη που περπατώ, η παλιά απορία: τι έκανε τους ανθρώπους να την αλλάξουν τόσο πολύ; Αυτοί που έμεναν στα ωραία παλιά σπίτια, τι απέγιναν; Πώς αποφάσισαν να τα γκρεμίσουν, ή το αντίθετο, να τα διατηρήσουν όταν γύρω τους άλλαζαν όλα; Και ποιοι ήταν αυτοί; Ήταν έμποροι, γαιοκτήμονες, ανώτεροι υπάλληλοι, στρατιωτικοί; Έχτισαν πολυκατοικίες για τα παιδιά τους; Αντέδρασαν όταν το σπίτι τους κηρύχθηκε διατηρητέο;
Στην Καλαμάτα, οι απαντήσεις φαίνονται εύκολες. Είναι μια πόλη που μετά την Επανάσταση (η οποία, λένε οι Καλαματιανοί, άρχισε απο εδώ), αναπτύχθηκε σαν λιμάνι για να φεύγουν τα προϊόντα της Μεσσηνίας, οι ελιές Καλαμών με τ’ όνομα, και το λάδι, οι σταφίδες, τα καπνά, τα σύκα. Σπίτια εμπόρων και παραγωγών θα είναι τα ωραία διώροφα που έχουν απομείνει, υπάρχει και η Αγορά στο ιστορικό κέντρο, πολύ διατηρημένη. Σπίτια μεγάλα για τα σημερινά μέτρα στην πόλη, μικρά όμως για να τα πεις μέγαρα, ή αρχοντικά. Τα περισσότερα ακολουθούν το ίδιο στυλ, νεοκλασικό ελληνικό. Έχουν μεγάλες βεράντες για να απολαμβάνουν τον καιρό, κι έχουν κήπους. Ακόμα ευωδιάζουν στην πόλη λεμονιές. Υπάρχει συνείδηση, δηλαδή, ότι ανήκουν σε μια πόλη με συγκεκριμένο πρόσωπο, δεν χτίζει ο καθένας ό,τι του αρέσει, όπως στα σημερινά εξοχικά. Ακόμα και η γοτθική παραλλαγή που συναντάς, σε μια κεντρική γωνία, εναρμονίζεται στα μεγέθη με το περιβάλλον. Προσπαθούν να εντυπωσιάσουν οι σχεδιαστές, αλλά ακολουθούν και γενικούς κανόνες.
Ύστερα έρχονται τα μοντέρνα, με χτιστό ερεισίνωτο, απλές γραμμές, μερικά έχουν τολμηρά σχέδια στις πόρτες, μέχρι και Αρ νουβώ θυμίζουν.
Πάντα αναρωτιέμαι σ’ αυτές τις βόλτες, τι απέγιναν οι φιλόδοξοι άνθρωποι που κατοίκησαν τα επιβλητικά παλιά σπίτια. Πού να βρίσκονται τώρα οι απόγονοι τους. Τόσο γρήγορα άνθισε και μαράθηκε η ελληνική, ας την πούμε αστική τάξη. Η παραγωγή και οι εξαγωγές μετά τον πόλεμο παρήκμασαν αργά και σταθερά. Ωστόσο, πρώην εργάτες κι αγρότες που κάποτε ζούσαν σκληρά, απέκτησαν διαμερίσματα στην πόλη με ανέσεις. Το επίπεδο ζωής ανέβηκε γρήγορα, η αισθητική δεν προλάβαινε να το παρακολουθήσει. Πέρασαν χρόνια μέχρι ν’ αρχίσουν οι δήμαρχοι να κηρύσσουν διατηρητέα μερικά κτίρια, ν’ αρχίσουν οι νέοι να ζητούν όμορφο περιβάλλον στις πόλεις τους. Γρήγορα ανέβηκε κι έλαμψε η μικρή αστική τάξη (ή μάλλον τάξη μικρών αστών) αστραπιαία έδυσε, αργά ανατέλλουν οι αισθητικές απαιτήσεις των κατοίκων πόλεων.
Η Καλαμάτα ήταν τυχερή στην ατυχία της, μετά το σεισμό είχε δήμαρχο τον Σταύρο Μπένο, ο οποίος προσπάθησε πολύ να διατηρήσει παλιά κτίρια. Μερικά αναστηλώθηκαν, όπως η μεσαιωνική εκκλησία των Αγίων Αποστόλων. Θα πρέπει να ζορίστηκαν κάποιοι ιδιοκτήτες ακινήτων, αλλά υποθέτω ότι τώρα πια όλοι απολαμβάνουν το αποτέλεσμα. Η πόλη έχει ιστορικό κέντρο με προσωπικότητα, παραλία με μερικά στολίδια (του παρελθόντος), χορταστικό ποδηλατόδρομο, κι ένα πάρκο με ανοιχτό μουσείο σιδηροδρόμων, δηλαδή τα παλιά βαγόνια και τις μηχανές στον σταθμό που δεν λειτουργει πια.
Εκεί με πιάνει ο καημός, όπως σ’ όλες τις πόλεις της Πελοποννήσου. Οι διαδρομές που δεν πρόλαβα να κάνω με το τρένο πριν οι γραμμές καταργηθούν. Μέχρι τα Λεχαινά έφτασα μόνο κι εκεί σταμάτησα.
Στη Σκωτία, πριν δυο χρόνια, είχαμε πληρώσει αρκετά ακριβό εισιτήριο και περιμέναμε ουρά για μια διαδρομή με παλιά ατμομηχανή σε παλιά βαγόνια, που δεν άξιζε πολλά μπροστά στο μωραΐτικα τοπία. Να, σαν το παλιό βαγόνι που σέπεται εδώ στην άκρη του καλαματιανού πάρκου.
Αν είχα κεφάλαια θα έκανα εγώ μια τέτοια επιχείρηση. Θα νοίκιαζα τις γραμμές, θα έβαζα τις παλιές μηχανές με τα παλιά βαγόνια να γυρίζουν σε Μεσσηνία και Ηλεία, Αρκαδία και Αργολίδα και θα ξετρελαίνονταν παιδιά και μεγάλοι. Εννοείται ότι θα πλήρωνα κάποιον πολύ ικανό νέο, να ξεδιαλύνει τα γραφειοκρατικά, με τον ΟΣΕ πρωτίστως.
Μαντίλι καλαματιανό δεν βρήκα ν’ αγοράσω πουθενά. Ήταν μικρά, μεταξωτά, άσπρα, με κόκκινο σχέδιο γύρω τους, ένα απλό περίγραμμα. Άφαντα δυστυχώς.
Χορό καλαματιανό δεν έτυχε να δώ, αλλά κυριαρχεί όπως ξέρουμε σε κάθε γλέντι. Κι ο χορός ευδοκιμεί στην Καλαμάτα πλέον, δεν είναι τυχαίο.
Παστέλια αγόρασα πολλά, έστω κι αν είναι ίδια μ’ αυτά που πουλιούνται στην Αθήνα, έχουν άλλη χάρη στη γενέθλια γη, όπως ξέρουμε όλοι.
Σε κάθε καινούργια πόλη που περπατώ, η παλιά απορία: τι έκανε τους ανθρώπους να την αλλάξουν τόσο πολύ; Αυτοί που έμεναν στα ωραία παλιά σπίτια, τι απέγιναν; Πώς αποφάσισαν να τα γκρεμίσουν, ή το αντίθετο, να τα διατηρήσουν όταν γύρω τους άλλαζαν όλα; Και ποιοι ήταν αυτοί; Ήταν έμποροι, γαιοκτήμονες, ανώτεροι υπάλληλοι, στρατιωτικοί; Έχτισαν πολυκατοικίες για τα παιδιά τους; Αντέδρασαν όταν το σπίτι τους κηρύχθηκε διατηρητέο;
Στην Καλαμάτα, οι απαντήσεις φαίνονται εύκολες. Είναι μια πόλη που μετά την Επανάσταση (η οποία, λένε οι Καλαματιανοί, άρχισε απο εδώ), αναπτύχθηκε σαν λιμάνι για να φεύγουν τα προϊόντα της Μεσσηνίας, οι ελιές Καλαμών με τ’ όνομα, και το λάδι, οι σταφίδες, τα καπνά, τα σύκα. Σπίτια εμπόρων και παραγωγών θα είναι τα ωραία διώροφα που έχουν απομείνει, υπάρχει και η Αγορά στο ιστορικό κέντρο, πολύ διατηρημένη. Σπίτια μεγάλα για τα σημερινά μέτρα στην πόλη, μικρά όμως για να τα πεις μέγαρα, ή αρχοντικά. Τα περισσότερα ακολουθούν το ίδιο στυλ, νεοκλασικό ελληνικό. Έχουν μεγάλες βεράντες για να απολαμβάνουν τον καιρό, κι έχουν κήπους. Ακόμα ευωδιάζουν στην πόλη λεμονιές. Υπάρχει συνείδηση, δηλαδή, ότι ανήκουν σε μια πόλη με συγκεκριμένο πρόσωπο, δεν χτίζει ο καθένας ό,τι του αρέσει, όπως στα σημερινά εξοχικά. Ακόμα και η γοτθική παραλλαγή που συναντάς, σε μια κεντρική γωνία, εναρμονίζεται στα μεγέθη με το περιβάλλον. Προσπαθούν να εντυπωσιάσουν οι σχεδιαστές, αλλά ακολουθούν και γενικούς κανόνες.
Ύστερα έρχονται τα μοντέρνα, με χτιστό ερεισίνωτο, απλές γραμμές, μερικά έχουν τολμηρά σχέδια στις πόρτες, μέχρι και Αρ νουβώ θυμίζουν.
Πάντα αναρωτιέμαι σ’ αυτές τις βόλτες, τι απέγιναν οι φιλόδοξοι άνθρωποι που κατοίκησαν τα επιβλητικά παλιά σπίτια. Πού να βρίσκονται τώρα οι απόγονοι τους. Τόσο γρήγορα άνθισε και μαράθηκε η ελληνική, ας την πούμε αστική τάξη. Η παραγωγή και οι εξαγωγές μετά τον πόλεμο παρήκμασαν αργά και σταθερά. Ωστόσο, πρώην εργάτες κι αγρότες που κάποτε ζούσαν σκληρά, απέκτησαν διαμερίσματα στην πόλη με ανέσεις. Το επίπεδο ζωής ανέβηκε γρήγορα, η αισθητική δεν προλάβαινε να το παρακολουθήσει. Πέρασαν χρόνια μέχρι ν’ αρχίσουν οι δήμαρχοι να κηρύσσουν διατηρητέα μερικά κτίρια, ν’ αρχίσουν οι νέοι να ζητούν όμορφο περιβάλλον στις πόλεις τους. Γρήγορα ανέβηκε κι έλαμψε η μικρή αστική τάξη (ή μάλλον τάξη μικρών αστών) αστραπιαία έδυσε, αργά ανατέλλουν οι αισθητικές απαιτήσεις των κατοίκων πόλεων.
Η Καλαμάτα ήταν τυχερή στην ατυχία της, μετά το σεισμό είχε δήμαρχο τον Σταύρο Μπένο, ο οποίος προσπάθησε πολύ να διατηρήσει παλιά κτίρια. Μερικά αναστηλώθηκαν, όπως η μεσαιωνική εκκλησία των Αγίων Αποστόλων. Θα πρέπει να ζορίστηκαν κάποιοι ιδιοκτήτες ακινήτων, αλλά υποθέτω ότι τώρα πια όλοι απολαμβάνουν το αποτέλεσμα. Η πόλη έχει ιστορικό κέντρο με προσωπικότητα, παραλία με μερικά στολίδια (του παρελθόντος), χορταστικό ποδηλατόδρομο, κι ένα πάρκο με ανοιχτό μουσείο σιδηροδρόμων, δηλαδή τα παλιά βαγόνια και τις μηχανές στον σταθμό που δεν λειτουργει πια.
Εκεί με πιάνει ο καημός, όπως σ’ όλες τις πόλεις της Πελοποννήσου. Οι διαδρομές που δεν πρόλαβα να κάνω με το τρένο πριν οι γραμμές καταργηθούν. Μέχρι τα Λεχαινά έφτασα μόνο κι εκεί σταμάτησα.
Στη Σκωτία, πριν δυο χρόνια, είχαμε πληρώσει αρκετά ακριβό εισιτήριο και περιμέναμε ουρά για μια διαδρομή με παλιά ατμομηχανή σε παλιά βαγόνια, που δεν άξιζε πολλά μπροστά στο μωραΐτικα τοπία. Να, σαν το παλιό βαγόνι που σέπεται εδώ στην άκρη του καλαματιανού πάρκου.
Αν είχα κεφάλαια θα έκανα εγώ μια τέτοια επιχείρηση. Θα νοίκιαζα τις γραμμές, θα έβαζα τις παλιές μηχανές με τα παλιά βαγόνια να γυρίζουν σε Μεσσηνία και Ηλεία, Αρκαδία και Αργολίδα και θα ξετρελαίνονταν παιδιά και μεγάλοι. Εννοείται ότι θα πλήρωνα κάποιον πολύ ικανό νέο, να ξεδιαλύνει τα γραφειοκρατικά, με τον ΟΣΕ πρωτίστως.
Μαντίλι καλαματιανό δεν βρήκα ν’ αγοράσω πουθενά. Ήταν μικρά, μεταξωτά, άσπρα, με κόκκινο σχέδιο γύρω τους, ένα απλό περίγραμμα. Άφαντα δυστυχώς.
Χορό καλαματιανό δεν έτυχε να δώ, αλλά κυριαρχεί όπως ξέρουμε σε κάθε γλέντι. Κι ο χορός ευδοκιμεί στην Καλαμάτα πλέον, δεν είναι τυχαίο.
Παστέλια αγόρασα πολλά, έστω κι αν είναι ίδια μ’ αυτά που πουλιούνται στην Αθήνα, έχουν άλλη χάρη στη γενέθλια γη, όπως ξέρουμε όλοι.
Άννας Δαμιανίδη, Protagon.gr