Από τα 67 φαρμακεία στο Δήμο Καλαμάτας λίγα είναι αυτά που «ανθούν» ακόμα
Του Αντώνη Πετρόγιαννη
Οι φαρμακευτικές εταιρείες πιέζουν για άμεση πληρωμή, την ώρα που ο ΕΟΠΥΥ πληρώνει τους φαρμακοποιούς-στην καλύτερη περίπτωση- έπειτα από τρεις μήνες. Αρκετοί πελάτες ζητούν βερεσέ και η κατάσταση θυμίζει πλέον περασμένες δεκαετίες.
Όλα αυτά σε έναν κλάδο ο οποίος γνώρισε μεγάλες δόξες με το «πάρτυ» της φαρμακευτικής δαπάνης. Τα ποσοστά κέρδους, όμως, έχουν αισθητά μειωθεί, ενώ η ετήσια φαρμακευτική δαπάνη των ταμείων περιορίστηκε στα 2 δισ. ευρώ από 5,1 δισ. το 2009.
Όπως δήλωσαν στο «Θ» χθες το πρωί φαρμακοποιοί της Καλαμάτας, «στον καλλικράτειο Δήμο αυτή την περίοδο λειτουργούν 67 φαρμακεία. Η κατάσταση στα περισσότερα από αυτά είναι οικονομικά αποκαρδιωτική, ενώ αν κάποιοι συνάδελφοι δεν περίμεναν να βγουν στη σύνταξη τα αμέσως επόμενα χρόνια, θα είχαν βάλει ήδη λουκέτο».
Όσο για τον περίφημο «βερεσέ», όπως μας επισήμαναν, «αυτός υπήρχε ήδη τα τελευταία χρόνια και, απ’ ό,τι φαίνεται, θα εξακολουθήσει. Εκτός, όμως, από την παραπάνω κατάσταση, έχουμε να αντιμετωπίσουμε και τα φέσια των πελατών μας. Έρχονται, παίρνουν τα φάρμακά τους επί πιστώσει και αντί να πληρώσουν κάποια στιγμή το χρέος τους, ψάχνουν για άλλο φαρμακείο, για να ξεκινήσουν το ίδιο γαϊτανάκι. Ας βάλουμε στην άκρη και τους πολίτες που έρχονται στο φαρμακείο και μας λένε ότι δεν έχουν να πληρώσουν ούτε τη συμμετοχή τους. Κι εκεί μπαίνει το ηθικό δίλημμα: μπορείς να αφήσεις έναν ασθενή και ιδιαίτερα ηλικιωμένο χωρίς φάρμακα;
Πλέον, όποιος φαρμακοποιός δεν έχει δικά του χρήματα για να αντέξει την οικονομική πίεση της πραγματικότητας, δεν μπορεί να επιβιώσει. Σήμερα οι περισσότεροι από εμάς ανοίγουμε για ένα μεροκάματο. Αν μετρήσεις τη φορολογία από το πρώτο ευρώ, τη μείωση του ποσοστού κέρδους, αλλά και την αύξηση των πάγιων εξόδων, η κατάσταση είναι απελπιστική. Και η πρώτη συνταγή σ’ αυτή την κατάσταση είναι οι απολύσεις των υπαλλήλων. Η οικονομική πίεση που δεχόμαστε οδηγεί -με μαθηματική ακρίβεια- στην ελαχιστοποίηση του προσωπικού. Πλέον το ενδιαφέρον για να ανοίξει κάποιος φαρμακείο είναι μηδενικό.
Όπως ήταν αναμενόμενο, περισσότερο χτυπήθηκε η βάση του κλάδου, τα πολλά μικρά φαρμακεία που σηκώνουν το κύριο βάρος της εξυπηρέτησης του κόσμου, κι αυτό έχει προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στην εξυπηρέτηση των ασθενών. Σε συνδυασμό και με άλλες κοινωνικές παρενέργειες της κρίσης, μεγάλες μερίδες πληθυσμού απώλεσαν την επαρκή εξυπηρέτησή τους σε φάρμακα, καθώς τα πλήγματα ήταν πιο σκληρά σε φτωχές γειτονιές και απομονωμένες περιοχές».
Δεδομένης της παραπάνω εικόνας, τα περισσότερα φαρμακεία προμηθεύονται τις ελάχιστες ποσότητες φαρμάκων και αν ρίξει κανείς μία ματιά στα ράφια, αντιλαμβάνεται τι ακριβώς συμβαίνει. Η κατάσταση θα γίνει χειρότερη, καθώς η τρόικα πιέζει για απελευθέρωση της αγοράς των μη υποχρεωτικώς συνταγογραφούμενων φαρμάκων (ΜΥΣΥΦΑ), των συμπληρωμάτων διατροφής και των βιταμινών, τα οποία έχουν ετήσιο τζίρο κοντά στα 500 εκατομμύρια ευρώ.
Στο μεταξύ, με επιστολή του στον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, ο πρόεδρος του Φαρμακευτικού Συλλόγου Αττικής, Κωνσταντίνος Λουράντος, σημειώνει ότι σε μία αγορά που έχει στην κυριολεξία στερέψει, που η αγοραστική ικανότητα των πολιτών έχει σχεδόν μηδενιστεί, έρχεται η τρόικα να μιλήσει για απελευθέρωση ωραρίων λειτουργίας φαρμακείων και απελευθέρωση των τιμών των φαρμάκων.
Τονίζει, δε, ότι δεν μπορεί να ζητείται απελευθέρωση των τιμών των ΜΥΣΥΦΑ, όταν η Ελλάδα έχει αποδεδειγμένα τα φθηνότερα φάρμακα. Δεν μπορεί, επίσης, να ζητείται απελευθέρωση του ωραρίου, όταν η χώρα μας έχει αναλογικά τα περισσότερα φαρμακεία.
Γενικότερα, οι αριθμοί δείχνουν το μέγεθος της κρίσης: Στην Ελλάδα λειτουργούν σήμερα περίπου 11.000 φαρμακεία, που είναι τα περισσότερα στην Ευρώπη, σε σχέση με τον πληθυσμό. Λόγω της κρίσης, έκλεισαν 280, ενώ σε 480 έχουν γίνει κατασχέσεις από την εφορία. Εξαιτίας των μεγάλων χρεών τους προς τράπεζες ή προμηθευτές, 2.170 φαρμακοποιοί αναγκάστηκαν να κάνουν εκχωρήσεις μελλοντικού τζίρου, δηλαδή χρημάτων που πρόκειται να εισπράξουν από τα ταμεία. Το 33% των φαρμακείων της χώρας προμηθεύεται φάρμακα και λοιπό υλικό μόνο με μετρητά, χάνοντας την πίστωση λόγω οικονομικής αδυναμίας.