Το ελληνικό ελαιόλαδο είναι περιζήτητο στις διεθνείς αγορές και οι προβλέψεις για διατήρηση της νέας σοδειάς στα περσινά επίπεδα-ρεκόρ αποτελούν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τους Έλληνες παραγωγούς να αποσπάσουν μερίδιο αγοράς από τους βασικούς ανταγωνιστές σε παγκόσμιο επίπεδο, την Ισπανία και την Ιταλία.
Σύμφωνα με τα νέα δεδομένα που έχει στη διάθεσή του το Διεθνές Συμβούλιο Ελαιολάδου, η παραγωγή στην Ελλάδα εκτιμάται ότι μπορεί να φτάσει και να ξεπεράσει την περσινή παραγωγή-ρεκόρ, αγγίζοντας τους 320.000 τόνους, αυξημένη κατά 7%.
Σύμφωνα με τις ίδιες προβλέψεις, η παραγωγή στην Ισπανία ναι μεν θα αυξηθεί μετά την περσινή καταστροφική χρονιά και θα φτάσει τα 1,2 εκατομμύρια τόνους, απέχοντας σημαντικά, όμως, από την επίδοση-ρεκόρ του 2013 με τα 1,8 εκατομμύρια τόνους.
Αυξημένη σε σχέση με πέρυσι προβλέπεται να είναι και η παραγωγή ελαιολάδου στην Ιταλία, αλλά σαφέστατα χαμηλότερη από τη μέση επίδοση των τελευταίων 10 ετών, φτάνοντας τους 350.000 τόνους.
Ανταγωνιστικό
Η Ελλάδα πέρυσι μπορεί να είδε την παραγωγή της να υπερδιπλασιάζεται, ωστόσο η μεγάλη πτώση της παγκόσμιας παραγωγής ελαιολάδου εξαιτίας της παρατεταμένης ξηρασίας στην Ισπανία και ενός «φονικού» βακτηρίου που νέκρωσε εκατοντάδες χιλιάδες ελαιόδεντρα στην Ιταλία ανέδειξε το ελληνικό ελαιόλαδο, που πλέον γνωρίζει ημέρες δόξας στις διεθνείς αγορές. Χάρη σε αυτόν το συνδυασμό παραγόντων, το ελληνικό ελαιόλαδο έγινε πιο ανταγωνιστικό από ποτέ, κερδίζοντας μερίδια από τους δύο μεγαλύτερους παραγωγούς ελαιολάδου στον κόσμο. Το συγκεκριμένο βακτήριο δεν έχει ανιχνευθεί στην Ελλάδα, ο κίνδυνος μετάδοσής του όμως στη χώρα μας από την Ιταλία είναι υπαρκτός
Οι Ιταλοί παραγωγοί ελαιολάδου αναμένουν φέτος ακόμη μία κακή περίοδο, ενώ η παραγωγή στην Ισπανία, που μειώθηκε πέρυσι περισσότερο από 50%, στους 825.700 τόνους, θα παραμείνει συμπιεσμένη λόγω των άσχημων καιρικών συνθηκών.
Εκτιμήσεις για αύξηση εξαγωγών κατά 250 εκ.
Νέο μοντέλο ανάπτυξης με «όπλο» την τυποποίηση
Σημαντική αύξηση της αξίας των εξαγωγών ελαιολάδου κατά 250 εκατομμύρια ευρώ ετησίως μπορεί να επιφέρει η εισαγωγή ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης που θα βασίζεται στην τυποποίηση του προϊόντος και τη δημιουργία ελληνικού brand-name στην παγκόσμια αγορά.
Πρόσφατη μελέτη για τον ελαιοκομικό τομέα της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας εκτιμά πως η είσοδος νέων ανταγωνιστών και η αναθεώρηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής καθιστούν μονόδρομο μία εκ βάθρων αλλαγή του τρόπου που λειτουργεί ο κλάδος στην Ελλάδα, με έμφαση πλέον στην τυποποίηση, την καθετοποίηση της εγχώριας παραγωγής και τις οικονομίες κλίμακας.
Σύμφωνα με τη μελέτη αυτή, η βέβαιη μείωση των κονδυλίων της νέας ΚΑΠ στον τομέα του ελαιολάδου μπορεί να οδηγήσει την επόμενη πενταετία σε μείωση της ελληνικής παραγωγής κατά 10%. Ωστόσο, η υιοθέτηση ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης που θα δίνει έμφαση στην τυποποίηση και την καθετοποίηση θα μπορούσε να αυξήσει τα έσοδα από εξαγωγές ελληνικού ελαιολάδου.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, η τυποποίηση και η δημιουργία του ελληνικού «brand» θα μπορούσαν να αυξήσουν τα έσοδα από εξαγωγές ελληνικού ελαιολάδου κατά 250 εκατομμύρια ευρώ ετησίως (προσεγγίζοντας τα 560 εκατ. ευρώ ετησίως από περίπου 310 εκατ. ευρώ που είναι κατά μέσο όρο την τελευταία πενταετία).
Το ελαιόλαδο αποτελεί σημαντικό κομμάτι της ελληνικής οικονομίας, καθώς καλύπτει το 9% της αξίας αγροτικής παραγωγής στην Ελλάδα (έναντι 1% στην Ευρώπη) και είναι η τρίτη μεγαλύτερη παραγωγός ελαιολάδου παγκοσμίως.
Η διεθνής ελαιοπαραγωγή έχει διπλασιαστεί την τελευταία 25ετία, προσεγγίζοντας τους 3 εκατ. τόνους την τελευταία πενταετία, από 1,5 εκατ. τόνους στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Βασικές κινητήριες δυνάμεις της αλματώδους ανάπτυξης ήταν: i) η Ισπανία, η οποία διπλασιάζοντας την παραγωγή της καλύπτει πλέον άνω του 40% της παγκόσμιας παραγωγής και ii) οι νέες χώρες-παραγωγοί (κυρίως Τουρκία, Τυνησία, Μαρόκο και Συρία), οι οποίες αύξησαν το μερίδιό τους στην παγκόσμια παραγωγή στο 35% το 2014, από 25% το 1990.
Κομβικό ρόλο, πάντως, στη διεθνή αγορά τυποποιημένου ελαιολάδου (εμπορικές ροές) διαδραματίζει η Ιταλία, η οποία εκμεταλλευόμενη τη διεθνή αναγνωρισιμότητα του ιταλικού ελαιολάδου εισάγει χύμα ελαιόλαδο (κυρίως από Ισπανία και Ελλάδα) και το επανεξάγει τυποποιημένο, κερδίζοντας υπεραξία της τάξης του 1,3 ευρώ το κιλό.
ΠΗΓΗ: Κώστας Νάνος, Έθνος