Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε στην Καλαμάτα την 1η Απριλίου του 1902. Όμορφη, μελαχρινή, ερωτεύσιμη, ποιήτρια, φεμινίστρια. Χτυπημένη, όμως, από τη φυματίωση και την κακιά της ώρα. Ο αποτυχημένος έρωτας με τον Κ. Γ. Καρυωτάκη τη σημάδεψε και τον σημάδεψε. Πεθαίνει δύο χρόνια μετά την αυτοκτονία του ανθρώπου της, το 1928. Του άνδρα που τη συγκλόνισε εξακολουθητικά και δεν μπόρεσε να τον ξεπεράσει.
Γράφει στις 10 Αυγούστου 1928: «Καθώς απλώνω τα χέρια μου στο κενό, εντελώς κενό, σε κείνον που πέρασε χωρίς να μπορέσω να τον κρατήσω με όλη την αγάπη μου, μου φαίνεται πως δεν είμαι πια τίποτε άλλο παρά έρωτας. Η σκέψη μου είναι τόσο γεμάτη από ό,τι μου είπε, ό,τι του είπα, ό,τι μου έγραψε, τα χαρακτηριστικά του, τον πόνο του, τον θάνατό του […]».
«Ερωτοτροπούσα πάντα συχνότερα μ’ ένα λουλούδι κι ένα πουλί παρά μ’ έναν άνθρωπο», γράφει η Μαρία Πολυδούρη για το παιδί που ήταν κάποτε.
Προς το τέλος της ζωής της, στο νοσοκομείο «Σωτηρία», όπου νοσηλεύεται εξαιτίας τής φυματίωσής της, επιστρέφει στο θάνατο των δύο αδελφών της, που θα πεθάνουν σε νηπιακή ηλικία: «Τον θάνατο τον έβλεπα πολύ τραγικό. Δεν καταλάβαινα πώς ένα ωραίο πλάσμα μπορεί να πεθαίνει και η ζωή να τελειώνει. Όταν είδα να πεθαίνουν δύο αδελφάκια μου, κάτι όμορφα και έξυπνα παιδάκια, κατάλαβα πως το τραγικώτερο πράγμα στη ζωή ήταν ο θάνατος».
Ζει, δρα και γράφει τη σκληρή δεκαετία του Μεσοπολέμου, η οποία ακολούθησε της Μικρασιατικής Καταστροφής. Με κουρελιασμένη την εθνική ιδέα, με τους καταυλισμούς των ξεριζωμένων Μικρασιατών βουτηγμένους στη λάσπη, με την ανέχεια και την οικονομική κρίση να συντονίζονται με τη διεθνή οικονομική ύφεση.
Η Μαρία Πολυδούρη, τέκνον μιας δύσκολης εποχής, συναντά τη δική μας, εξίσου δύσκολη και αδιέξοδη. Μέσα από τα ποιήματά της, τα οποία επανεκδίδονται, με φιλολογική επιμέλεια και επίμετρο της Χριστίνας Ντουνιά, αναπληρώτριας καθηγήτριας Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είναι η τρίτη-και συμπληρωμένη-απόπειρα έκδοσης του συνόλου του ποιητικού έργου της Μαρίας Πολυδούρη: «Τα ποιήματα» (εκδόσεις Εστία). Έχουν προηγηθεί οι προσπάθειες της Λιλής Ζωγράφου (Εστία, 1961) και του Τάκη Μενδράκου (Αστέρι, 1982).
Το αίτημα-ερώτημα, το οποίο θέτει η επιμελήτρια και δεν είναι αποκλειστικά φιλολογικό: «Σε ποιο βαθμό η ποίηση της Πολυδούρη διαβάζεται σήμερα, όχι σαν μια μνημειακή μορφή ενός μακρινού παρελθόντος, αλλά σαν μια σύγχρονη, ζωντανή τέχνη;».
Στο πρώτο μέρος του τόμου αναδημοσιεύονται οι ποιητικές συλλογές της Πολυδούρη, «Οι τρίλιες που σβήνουν» και «Ηχώ στο χάος», με διαφορά μόλις ενός έτους, το 1928 και το 1929 αντίστοιχα. Ακολουθούν όσα ποιήματα της Καλαματιανής ποιήτριας δε συμπεριελήφθησαν σε προηγούμενες εκδόσεις, άλλα που βρίσκονται δημοσιευμένα και αθησαύριστα σε περιοδικά και εφημερίδες, καθώς και όσα προέρχονται από «Τα τετράδια της Μαρίας Πολυδούρη», τα οποία ανακοίνωσε υποδειγματικά -όπως κρίνει η Χριστίνα Ντουνιά- ο φιλόλογος Κώστας Παπαντωνόπουλος.
Στο επίμετρο βρίσκουμε δύο εργασίες εξαιρετικά διαφωτιστικές της ζωής και του έργου της Μαρίας Πολυδούρη. Στην πρώτη «Μαρία Πολυδούρη ή τα ρόδα του αίματος» μελετάται το έργο της και οι περιπέτειες πρόσληψής του. «Ένας από τους στόχους», περιγράφει η Χριστίνα Ντουνιά, «είναι η μετατόπιση του αναγνωστικού ενδιαφέροντος από τη στενή βιογραφική οπτική και τη μοιραία της σχέση με τον Καρυωτάκη, προς το δημιουργικό έργο της ποιήτριας».
Τι επιτυγχάνεται μέσω αυτής της μετατόπισης; Αναδεικνύονται οι βασικοί άξονες της ποιητικής της εξέλιξης, η σχέση της με την ευρωπαϊκή και την ελληνική λογοτεχνική παράδοση και εντοπίζονται τα στοιχεία εκείνα που δίνουν αναγνωρίσιμη ταυτότητα και προσωπικό ύφος.
Στη δεύτερη μελέτη του επιμέτρου, «Στοιχεία βιογραφίας», συντάσσεται ένα εμπλουτισμένο χρονολόγιο με νέα βιογραφικά στοιχεία, τα οποία προκύπτουν από την αξιοποίηση άγνωστου αρχειακού υλικού, κυρίως από τις δύο χειρόγραφες εκδοχές της βιογραφίας της Πολυδούρη που έγραψε η αδελφή της Βιργινία και τις επιστολές της από το Παρίσι, που πρόσφατα ανακαλύφθηκαν.
-Του ΒΑΣΙΛΗ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑ από την «Ελευθεροτυπία»