H πιο ατίθαση συμμορία στην ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας
Από την Καλαμάτα στη Μονή Χρυσοκελλαριάς κι από εκεί στη Νέα Μάκρη
Από τον ΧΡΗΣΤΟ ΠΑΡΙΔΗ
Την άνοιξη του 1962, μία παρέα νέων γυναικών, η Μαρία, η Δωροθέα, η Καλλίνικη, η Φαιδρονία, η Σεβαστή και ακόμα μια Μαρία, αποφασίζουν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους στον Πειραιά και να κατέβουν στην Καλαμάτα για να γίνουν μοναχές.
Επειδή δεν έχουν όλες συμπληρώσει τα 21 χρόνια, οι γονείς τις φέρνουν πίσω. Εκείνες αποφασισμένες στο στόχο τους «αποδρούν» για δεύτερη φορά. Το θέμα παίρνει μεγάλες διαστάσεις κι ο Τύπος της εποχής το κάνει πρωτοσέλιδο, ανάγοντάς το σε σκάνδαλο.
Οι γονείς επεμβαίνουν για δεύτερη φορά κι έτσι και πάλι εξαναγκάζονται να γυρίσουν στα πατρικά τους. Κι όμως, δεν το βάζουν κάτω! Ακολουθεί και τρίτη φορά, η οποία ήταν και η οριστική για τις έξι κοπέλες, που είχαν, όπως όλα δείχνουν, ένα σχέδιο στο μυαλό τους. Κατάφεραν να πείσουν τους πάντες ότι ήθελαν να γίνουν όντως καλόγριες και, μάλιστα, έβαλαν κι ένα σοβαρό στόχο. Δε θα απομονώνονταν απλά σε ένα μοναστήρι για να προσεύχονται και να ακολουθούν το τελετουργικό της ορθόδοξης εκκλησίας, αλλά θα υπηρετούσαν έμπρακτα το κοινό καλό.
Έτσι, αφού για μερικά χρόνια έζησαν ανεξάρτητες, κάνοντας η κάθε μία τους ό,τι περνούσε από τα χέρια τους, κυριολεκτικά, άλλη φτιάχνοντας κεντήματα, άλλη ράβοντας πουκάμισα, το 1967 ίδρυσαν στην περιοχή της Νέας Μάκρης, σε ένα κτήμα που τους παραχώρησε η Μονή Πεντέλης και με τη συνδρομή του εφοπλιστή Μάρκου Λύρα, το Λύρειο Παιδικό Ίδρυμα. Μία ανοιχτή κοινότητα για παραμελημένα παιδιά που προέρχονται από προβληματικά περιβάλλοντα και γονείς που αδυνατούν να τα μεγαλώσουν, μία μεγάλη, υπερμεγέθη ίσως, ανάδοχος οικογένεια.
Αυτό το ίδρυμα επέλεξε η κινηματογραφίστρια Βάλερυ Κοντάκου ως θέμα της στο νέο της ντοκιμαντέρ «Μάνα». Κι αν ο τίτλος ακούγεται κάπως ψυχοπονιάρικος, δεν είναι και τόσο. Έτσι αποκαλούν τα 50 παιδιά -από τη βρεφική ηλικία μέχρι τα 18 τους-, που ζουν εκεί μέσα, τις ηλικιωμένες πια γυναίκες, και τη νεώτερη Παρθενία, η οποία μεγάλωσε μαζί τους πριν γίνει και η ίδια μοναχή.
Το να αποκαλεί ένα παιδί «μάνα» μία μαυροντυμένη από την κορυφή μέχρι τα νύχια γυναίκα δεν είναι ίσως και το πιο ευχάριστο πράγμα, αλλά προφανώς είναι το λιγότερο βλαβερό στη ζωή αυτών των άτυχων παιδιών. Όπως λέει και η Ηγουμένη Μαρία: «Τα παιδιά είναι ο πρώτος αποδέκτης της δυστυχίας και της απελπισίας».
Έτσι, όσο κι αν φαίνεται καταρχήν αλλοπρόσαλλο, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να βλέπουμε μοναχές, η μία εκ των οποίων με γυαλιά ηλίου πιλοτάρει ένα μεγάλο βαν, να ακολουθούν τη μελλόνυμφη Μαρία, ένα από τα κορίτσια που ενηλικιώθηκε, στην πρόβα νυφικού της. Μοιάζει δε να έχουν όλες τους ολοκληρωμένη άποψη για το μάκρος της ουράς, τα στριφώματα, τη μέση, ακόμα και για το ύψος των μοντέλων στα περιοδικά μόδας! Η καημένη η Μαρία που φοράει το νυφικό λέει κάποια στιγμή: «Εγώ που θα το φορέσω δε θα πω τη γνώμη μου;».
Τρία χρόνια συζητήσεων χρειάστηκαν για να πείσει η Κοντάκου τις ακαταπόνητες αυτές γερόντισσες του Λύρειου να σταθούν μπροστά από τις κάμερες. Και άλλα τρία χρόνια μπαινόβγαινε στους χώρους του ιδρύματος γυρίζοντας στιγμιότυπα από τη ζωή των παιδιών και των σχέσεών τους με τις «μάνες» τους, ενίοτε και με τις πραγματικές που τους επισκέπτονται, όπως στην περίπτωση του Νίκου που ζει μαζί με άλλα μέλη της πολυμελούς του οικογένειας στο Λύρειο μέχρι που έρχεται η στιγμή να καταταγεί στο στρατό.
Τόσο στην πρώτη του μέρα όσο και στην ορκωμοσία τον ακολουθεί μια κουστωδία ανθρώπων, από τις μοναχές που τον ανάστησαν και τη βιολογική του μητέρα μέχρι τα αδέλφια του.
Γενικώς η ζωή στο αγροτικό περιβάλλον του τεράστιου κτήματος μέσα στο οποίο βρίσκεται το ίδρυμα, και τα πέντε σπίτια που το αποτελούν, κυλάει χαρούμενα και εποικοδομητικά. Τα παιδιά μαθαίνουν μουσική, δημοτικό κάνουν στο μονοθέσιο σχολείο που διαθέτει, οργανώνουν εκδηλώσεις, τα μεγαλύτερα πηγαίνουν γυμνάσιο και λύκειο στην περιοχή, παρακολουθούν θέατρο.
Σε μια συζήτηση μεταξύ των μοναχών προβληματίζονται αν θα πρέπει να τα στείλουν στην εφηβική παράσταση του Εθνικού «Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου». Η Καλλίνικη αναρωτιέται πώς αποδίδει το έργο την ιστορία, «ποιος νικάει στο τέλος, είναι και το θέμα του εμφυλίου, δεν εμπιστεύομαι την κυβέρνηση» σχολιάζει. Προς αποφυγή οποιαδήποτε παρεξήγησης δεν εννοεί την νυν κυβέρνηση. Αμέσως μετά βλέπουμε στην τάξη να διδάσκονται τη σημασία της γιορτής του Πολυτεχνείου.
Το ντοκιμαντέρ μάς ταξιδεύει και μέχρι τη Μεσσηνία, τη Μονή Χρυσοκελλαριάς, όπου ήταν η πρώτη μονή που η «πιο ατίθαση συμμορία στην ιστορία της ορθόδοξης εκκλησίας» -όπως αποκαλεί η Κοντάκου τις έξι νέες τότε γυναίκες-, κατέφυγαν για να ενταχθούν στο σχήμα της εκκλησίας. Η επίσκεψη δίνει την ευκαιρία να αφηγηθούν όλη εκείνη την περιπέτεια ανυποταξίας, αλλά συνάμα γυναικείας χειραφέτησης για τα δεδομένα της δεκαετίας του ’60, τις αντιδράσεις, την επιμονή τους, το όραμα τους.
Αργότερα η ταινία μας μεταφέρει και στη Μύκονο, όχι την καλοκαιρινή, αλλά την «κανονική» των απλών ανθρώπων, όπου η μέλλουσα νύφη Μαρία ετοιμάζει με τη βοήθεια των «μανάδων» της το μελλοντικό της νοικοκυριό, όπως και το νυφικό της κρεβάτι- έθιμο που συμμετέχει όλο το χωριό. Ο γαμπρός αποδεικνύεται προξενιό του ενορίτη παπά.
Μετά το γάμο, τον οποίο επίσης έχει εντάξει η Κοντάκου, μαθαίνουμε ότι χειροτονείται και παπάς.
Κόσμος πάει κι έρχεται στο κτήμα και στο ίδρυμα, πολλοί είναι εθελοντές από την περιοχή, κάποιοι που κάποτε υπήρξαν παιδιά του Λυρείου, κοινωνικοί λειτουργοί.
Μικροπροβλήματα, ευτράπελα, παιδικά καμώματα, συζητήσεις πιο σοβαρές και κουβέντες πιο ελαφριές, γεμίζουν το χρόνο της μικρής αυτής κοινότητας που μετά από 50 σχεδόν συναπτά έτη εξακολουθεί να ανταποκρίνεται στο όραμα των πρωτεργατών της.
Δεν υπάρχουν προβλήματα, αρνητικά στο όλο εγχείρημα; Η Βάλερυ Κοντάκου εξηγεί: «Ασφαλώς και υπάρχουν. Θεωρώ αρνητικό και μόνο το γεγονός που χρειάζεται να υπάρχει ένα τέτοιο ίδρυμα. Αλλά τα περισσότερα προβλήματα δε διαφέρουν από τα προβλήματα κάθε οικογένειας. Σε μία δημόσια προβολή σηκώθηκε μία κυρία να μιλήσει και είπε: «Είμαι πια κι εγώ γιαγιά, μεγάλωσα στο ίδρυμα κι αν κάτι μου έμαθε ήταν να σέβομαι τον εαυτό μου». Ίσως γι’ αυτό μια κρίση που προέκυψε είχε αίσιο τέλος. Ο Νίκος μετά το στρατό αποφάσισε να πάει να ζήσει με τον πατέρα του κι εξαφανίστηκε, αφήνοντας στη μέση τις σπουδές του.
Μέχρι να ολοκληρωθεί το ντοκιμαντέρ, είχε επιστρέψει στο «σπίτι» του και συνέχισε τα μαθήματά του. Γενικώς τα αγόρια φεύγουν όταν ενηλικιωθούν, ενώ τα κορίτσια δεν είναι υποχρεωμένα να φύγουν αμέσως. Οι γερόντισσες βρίσκονται σε σχετικά προχωρημένη ηλικία. Οι δύο από αυτές, που έτσι κι αλλιώς δεν εμφανίζονται στο ντοκιμαντέρ, η μία Μαρία και η Σεβαστή έχουν φύγει από τη ζωή. Οι υπόλοιπες, μαζί με ένα διοικητικό συμβούλιο, διοικούν το ίδρυμα, έχοντας εξασφαλίσει χορηγούς που στηρίζουν το έργο τους. Τι θα απογίνουν όταν δεν θα βρίσκονται πια ανάμεσα στα αγαπημένα τους παιδιά; «Τους το έχω ρωτήσει κι εγώ» λέει η Βάλερυ Κοντάκου, και συνεχίζει «Η απάντηση τους είναι ότι ο Θεός θα κάνει το καλό»…
Πηγή: www.lifo.gr