Ο Μεσσήνιος που πούλησε «χρυσάφι» στην Apple

Ο Μεσσήνιος που πούλησε «χρυσάφι» στην Apple

Το μεσσηνιακό δαιμόνιο δε σταματά πουθενά. Αντιθέτως, ανθεί διαρκώς και καταφέρνει να δημιουργεί εξαίσια πράγματα εκ του μηδενός. Ο λόγος σήμερα για τον ομογενή Γιάννη Παπανδριόπουλο, που συζητιέται έντονα από τους ιθύνοντες της Apple και όχι άδικα.
Ο νεαρός Έλληνας ομογενής γεννήθηκε στη Μελβούρνη, όμως το επώνυμό του ήταν εξαιρετικά δύσκολο για τους Αυστραλούς στην προφορά του και όλοι τον αποκαλούν J pap. Άλλωστε και η ιστοσελίδα του είναι το www.jpap.org.
Ο πατέρα του, Πολύβιος, κατάγεται από τον Μελιγαλά και η μητέρα του από την Ξάνθη.
Ο Πολύβιος Παπανδριόπουλος σπούδασε ηλεκτρονικός μηχανικός στην Ελλάδα πριν εγκατασταθεί στην Αυστραλία και μετέδωσε την αγάπη του για τα ηλεκτρονικά στο γιο του. Έτσι, ο Γιάννης από μικρός συνήθιζε να περνά αρκετές ώρες στον υπολογιστή μαζί του.
Ο ίδιος σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης και είναι κάτοχος διδακτορικού διπλώματος και είναι αυτός ο οποίος επινόησε τον τρόπο να κάνει την κάμερα του iPhone να πραγματοποιεί λήψη φωτογραφιών πλήρους ανάλυσης σε 20 με 30 καρέ ανά δευτερόλεπτο, σημαντικά ταχύτερα δηλαδή από την εγγενή λειτουργία (burst mode) του iPhone. Μάλιστα, πούλησε την εφαρμογή του SnappyCam στην Apple έναντι ενός ποσού που δεν έγινε γνωστό, αλλά εκτιμάται ότι ανέρχεται σε «πολλά-πολλά εκατομμύρια δολάρια» σύμφωνα με τον αυστραλιανό Τύπο.
Η κίνηση αυτή της Apple έρχεται ως συνέχεια αντίστοιχων κινήσεων της εταιρείας κατά τις οποίες προχωρά στην εξαγορά μικρότερων ομάδων που βρίσκονται πίσω από δημοφιλείς εφαρμογές, τις λειτουργίες των οποίων ενσωματώνει στο iOS.
Ο 35χρονος ζει και δουλεύει στο Σαν Φρανσίσκο τα τελευταία χρόνια και οι γονείς του στη Μελβούρνη.
Να σημειωθεί πως το 2007 η εφημερίδα The Age κατέταξε τον Παπανδριόπουλο μεταξύ των εκατό κορυφαίων προσωπικοτήτων της χρονιάς για την ανακάλυψή του εκείνη.
Ο ίδιος εδώ και λίγα χρόνια προσπαθεί να εφαρμόσει μια μέθοδο που, όπως ισχυρίζεται, θα κάνει το ίντερνετ έως και 200 φορές ταχύτερο απ’ ό,τι είναι σήμερα! 

Του Αντώνη Πετρόγιαννη