Με τη Μαρία ήμασταν συμμαθήτριες έως την τρίτη Γυμνασίου. Ήταν ένα κορίτσι γεμάτο ζωντάνια με ένα μόνιμα ζωγραφισμένο χαμόγελο στα χείλη. Είχα από τότε να τη δω. Τη συνάντησα ξανά μια Πέμπτη, πριν από τρία χρόνια στα δικαστήρια. Με μάτια κλαμένα και γεμάτη αγωνία περίμενε να έρθει η σειρά της στη δικάσιμο. Το χαμόγελό της είχε σβήσει. Είχε παντρευτεί αμέσως μόλις τελειώσαμε το Γυμνάσιο έναν άντρα αρκετά μεγαλύτερό της. Είχαν αποκτήσει ένα παιδί, το οποίο έστελνε σε ένα ΙΕΚ να μάθει επάγγελμα. Η ίδια με τη βοήθεια του άντρα της, όταν αυτός πήρε τη σύνταξή του, είχε ανοίξει ένα μικρό γαλακτοπωλείο, όπου έφτιαχνε μόνη της γιαούρτια και κρέμες. Έβγαζε τα έξοδά της και συνεισέφερε στην οικογένειά της. Είχε πάρει και ένα μικρό στεγαστικό δάνειο, που ξεπλήρωναν με τη σύνταξη του άντρα της όσο ζούσε. Όταν αυτός πέθανε, ήρθε και η κρίση. Αναγκάστηκε να κλείσει το μικρό γαλακτοπωλείο, υπό το βάρος του ΦΠΑ, που την ανάγκαζε να πουλά ακριβά τα όσα έφτιαχνε, των δυσβάστακτων φόρων, των τεράστιων ασφαλιστικών εισφορών της στο ΤΕΒΕ και της συνταρακτικής μείωσης της σύνταξης χηρείας. Έμεινε μόνη με ένα παιδί, πολλά χρέη και μια στέγη που χρωστούσε στην τράπεζα. Προσπάθησε μάταια, πολλές φορές, να ρυθμίσει το δάνειο, ώστε να ανταποκρίνεται η δόση του στα νέα της, μικρότερα εισοδήματα. Μάταια, γιατί θεωρούνταν έμπορος. Το δίλημμα που αντιμετώπιζε ήταν: ή σπίτι ή επαγγελματική κατάρτιση του παιδιού της. Και τα δύο μαζί ήταν πολυτέλεια… Ζητούσε, για δάνειο 60.000 ευρώ, να τύχει δόσης 200 ευρώ, αντί των 500 ευρώ που έδινε. Ουδείς, όμως, τραπεζικός υπάλληλος έπαιρνε το ρίσκο της δραστικής μείωσης, παρά το γεγονός ότι είχε παράσχει σημαντική εξασφάλιση στην τράπεζα, υποθηκεύοντας το σπίτι της. Με ρώτησε «γιατί». Διότι το να μειωθεί η δόση ή να «κουρευτεί» ένα ιδιωτικό χρέος, ενέχει το ρίσκο τού να διωχθεί ποινικά ο τραπεζικός υπάλληλος που πήρε τη σχετική απόφαση, κατηγορούμενος για το αδίκημα της απιστίας, ότι δηλαδή ενήργησε κακόβουλα και ενάντια στα συμφέροντα της τράπεζας, της εξήγησα. Δυστυχώς, πρόσθεσα, όσο η κυβέρνηση δε ρυθμίζει την απαλλαγή από την ποινική ευθύνη των τραπεζικών υπαλλήλων, ουδείς τραπεζικός υπάλληλος δεν πρόκειται να ρυθμίσει κανένα «κόκκινο δάνειο», αφού θα σκέφτεται τα δικαστήρια που τον περιμένουν.
Η ιστορία της Μαρίας είναι μία από τις χιλιάδες ίδιες ιστορίες που ακούμε γύρω μας καθημερινά τα τελευταία χρόνια. Στα 100 δισ. ευρώ έφτασαν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια το 2017. Εύκολες λύσεις για αυτά δεν υπάρχουν, ωστόσο μια σοβαρή και έντιμη κυβέρνηση μπορεί να δημιουργήσει ένα αποτελεσματικό νομικό πλαίσιο που θα ενθαρρύνει τα τραπεζικά στελέχη να δίνουν λύσεις και ρευστότητα στην οικονομία, ενώ θα αποκαλύπτει τους στρατηγικούς κακοπληρωτές. Αυτούς, δηλαδή, που αφήνουν τα χρέη στην Ελλάδα και καταθέτουν τα χρήματά τους στο εξωτερικό. Τους «πονηρούς» που καταφέρνουν να δανείζονται, αξιοποιώντας τις κοινωνικές και συγγενικές τους σχέσεις με το… σύστημα.
Τη Μαρία τη θυμήθηκα ξανά προχθές που διάβασα για το σκάνδαλο της οικογένειας Τσίπρα. Τα αδέλφια και ο ξάδερφος του πρωθυπουργού, γράφτηκε στα ΜΜΕ, διεκδίκησαν ένα δημόσιο έργο, ύψους 1,1 εκατομμυρίου ευρώ, καταθέτοντας δύο φορές πλαστή φορολογική ενημερότητα στις Αρχές, πράξη της οποίας την κακουργηματική παρανομία διαπίστωσε επισήμως η αρμόδια περιφέρεια και το ταμείο των μηχανικών. Παρά ταύτα, ουδέποτε έγινε δίωξη για κακούργημα στους υπαίτιους συγγενείς του πρωθυπουργού. Διώχτηκαν για πλημμέλημα, κατά παράβαση οποιασδήποτε λογικής, το οποίο μάλιστα κρίθηκε και παραγεγραμμένο με τον περίφημο λόγο «Παρασκευόπουλου».
Το 2016, η ίδια εταιρεία «πέτυχε» να της ρυθμιστεί δάνειο, ύψους 243.000 ευρώ, με μηνιαίες δόσεις μόλις 300 ευρώ, όταν, υπό κανονικές συνθήκες, τα τοκοχρεολύσια είναι άνω των 1.000 ευρώ!
Και η ιστορία της επιχείρησης της οικογένειας Τσίπρα δε διαφέρει και πολύ από τις χιλιάδες ανάλογες ιστορίες εταιρειών, που γιγαντώθηκαν στην Ελλάδα την τελευταία τριακονταετία, συναλλασσόμενες κατά κύριο λόγο με το ελληνικό Δημόσιο. «Κρατικοδίαιτες» τις ονομάζαμε πάντα. Ωστόσο, στην περίπτωση της εταιρείας Τσίπρα υπάρχει μια διαφορά: Είναι η εταιρεία των αδελφών και του ξαδέρφου του πρωθυπουργού της χώρας, του «εξωσυστημικού» Αλέξη Τσίπρα, που εκλέχτηκε με σημαία του το γκρέμισμα της διαπλοκής του κράτους με τα επιχειρηματικά συμφέροντα. Που κατακεραύνωνε (και σωστά), όσο ήταν στην αντιπολίτευση, τα ύποπτα δάνεια και τις χαριστικές ρυθμίσεις των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων. Που υποσχόταν «σεισάχθεια» για τα δάνεια του λαού. Που είχε «ηθικό πλεονέκτημα»…
Η Νέα Δημοκρατία δεν τάζει «λαγούς με πετραχήλια». Δεν πιστεύει στις εύκολες λύσεις. Έχει εκπονήσει ένα πρόγραμμα που θα δώσει «δεύτερη ευκαιρία» στα υπερχρεωμένα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, με το οποίο επιταχύνεται η διαδικασία διευθέτησης οφειλών, παρέχεται η δυνατότητα ελάφρυνσης χρεών, αντιμετωπίζονται οι στρατηγικοί κακοπληρωτές, τονώνεται η ρευστότητα. Για τα νοικοκυριά η πρόταση της Ν.Δ. περιλαμβάνει αρχικά διαχωρισμό όλων των υποθέσεων σε τρεις κατηγορίες οφειλετών: όσων δεν έχουν κανένα περιουσιακό στοιχείο, όσων έχουν μόνο την κύρια κατοικία τους και όσων έχουν και άλλη περιουσία εκτός από την κατοικία τους.
Επίσης, περιλαμβάνει ενίσχυση των Ειρηνοδικείων των μεγάλων αστικών κέντρων με ειρηνοδίκες από γειτονικές περιοχές και σύντομη εκδίκαση των παλαιών υποθέσεων υπερχρεωμένων του Ν.3869/10, με την ανάθεσή τους σε ειρηνοδίκες μεγάλων αστικών κέντρων. Για τις επιχειρήσεις προβλέπεται απλοποιημένη εξωδικαστική επίλυση για επιχειρήσεις με τζίρο ως 2,5 εκ. ευρώ, αναβίωση του Νόμου Δένδια ( Ν. 4307/2014 της κυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου) για την ταχεία δικαστική επίλυση, αναμόρφωση της πτωχευτικής διαδικασίας, ώστε να λειτουργούν υπέρ της επιχείρησης και των εργαζομένων και θέσπιση της υποχρέωσης των τραπεζών να κινηθούν γρήγορα και αποφασιστικά στην αντιμετώπιση των «κόκκινων δανείων».
Για τη Νέα Δημοκρατία κάθε επιχείρηση που δοκιμάστηκε από την κρίση και που διοικείται από συνεπείς φορολογούμενους, έντιμους και εργατικούς επιχειρηματίες, έχει «ηθικό πλεονέκτημα» και αξίζει δεύτερης ευκαιρίας.
Της Πιπίνας Π. Κουμάντου
Μέλους του Μητρώου Πολιτικών Στελεχών της Ν.Δ.