«Η πιο βαθιά πολιτική κρίση από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο» (Reuters)
Σ’ ένα πολιτικό κλίμα που χαρακτηρίστηκε ως «η πιο βαθιά πολιτική κρίση από τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο» (Dearden –Reuters), θα πρέπει σε λίγες μέρες, στις 11 Δεκεμβρίου, να αποφασίσει η βρετανική Βουλή αν η συμφωνία στην οποία η βρετανίδα Πρωθυπουργός κατάληξε με την ΕΕ σχετικά με το Brexit είναι αποδεκτή. Ως χάος χαρακτήρισαν την κατάσταση πολλοί άλλοι, όπως οι Irish Times, The Guardian, The Washington Post, Opinion /United Kingdom. Σε τηλεοπτικό πρόγραμμα του BBC, με τίτλο Hard Talk (Σκληρή Συζήτηση) που έπαιξε αρκετές μέρες την προηγούμενη εβδομάδα, ο παρουσιαστής είπε στον «ανακρινόμενο», υποστηρικτή του σκληρού, χωρίς συμφωνία Brexit, ότι ίσως χρειάζεται ένα νέο δημοψήφισμα για να αποφασίσει ο λαός ξανά.
Ο «ανακρινόμενος», βουλευτής των Συντηρητικών και πρώην υπουργός της κυβέρνησης, απάντησε ότι ο λαός αποφάσισε. Ναι, συμφώνησε ο παρουσιαστής. Ο λαός αποφάσισε. Βασίστηκε όμως σε αυτά που εσείς λέγατε.
«Τώρα ξέρουμε πια είναι η πραγματικότητα», συμπλήρωσε, χαρακτηρίζοντας και αυτός την κατάσταση ως χάος. «Αυτή είναι μια εξευτελιστική συμφωνία» κατηγορούν τη βρετανίδα Πρωθυπουργό, Τερέζα Μέι, οι «σκληροί», πολλοί από τους οποίους προέρχονται από το δικό της κόμμα. Και καλούν για επαναδιαπραγμάτευση.
«Αυτή είναι η μόνη συμφωνία», απαντά η ΕΕ με τα πιο επίσημα χείλη.
Στους γραφειοκράτες των Βρυξελών απέδωσαν την ευθύνη για τη βρετανική κρίση οι «σκληροί». Η παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού την έβγαζε καθαρή και επιστροφή στην εθνική κυριαρχία, στην κυριαρχία δηλαδή του ντόπιου κεφαλαίου αντί του συνασπισμένου ευρωπαϊκού, ήταν η λύση. Μια εύκολη λύση που θα έβαζε όλα τα προβλήματα στο παρελθόν.
Αν, όμως , κάτι έχει φανεί ξεκάθαρα μέσα από τις διαπραγματεύσεις βρετανικής κυβέρνησης και ΕΕ για τους όρους της βρετανικής αποχώρησης, είναι οι τεράστιες δυσκολίες αλλά και τα αξεπέραστε προβλήματα που συνδέονται με αυτή την αποχώρηση. Με κύριο, μεταξύ πολλών, ότι ακόμα και μετά το Brexit, πολύ λίγη θα είναι η «εθνική κυριαρχία» της Βρετανίας.
Το μεγάλο ευρωπαϊκό κεφάλαιο του οποίου τη θέληση εκφράζουν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, επιβάλει στη Βρετανία κυρώσεις ύψους 39 δις Ευρώ. Και αν της βαστά ας αρνηθεί να πληρώσει. Της επιβάλλουν δασμούς, με το τέλος της μεταβατικής περιόδου, σε όσα προϊόντα θα εξάγει στη Ε.Ε.
Πόσο σημαντικό είναι αυτό μπορεί αμέσως να εκτιμηθεί αν λάβει κάποιος υπόψη ότι περίπου το 50% των Βρετανικών εξαγωγών είναι στις χώρες της ΕΕ.
Οι εξαγωγικές της δυνατότητες θα πληγούν θανάσιμα. Δεν είναι τυχαία ο δραματική προειδοποίηση της Τράπεζας της Αγγλίας πριν λίγες μέρες, ότι, σε περίπτωση σκληρού Brexit, «η βρετανική οικονομία θα υφίστατο πλήγμα μεγαλύτερο από την κρίση του 2008». Στο ίδιο μοτίβο και η επικεφαλής του CBI (Συνομοσπονδία της Βρετανικής Βιομηχανίας), προειδοποίησε ότι «οι επιχειρήσεις, οι δουλειές, το βιοτικό επίπεδο, θα κτυπηθούν σκληρά».
Αυτή η κατάσταση, δραματική από μόνη της, θα ανοίξει ταυτόχρονα τον δρόμο της κατά μέτωπο σύγκρουσης της Βρετανίας με την ΕΕ. Ήταν και πάνω σε αυτό τον φόβο που κτίστηκε η ΕΕ.
Έχει ξεχαστεί ότι ήταν η μεγαλύτερη καταστροφή στην ιστορία, αυτή του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και η πιθανότητα επανάληψης της, ένας από τους κύριους λόγους που έσπρωξε τους πολιτικούς εκπροσώπους του κεφαλαίου στην οικοδόμηση μιας κοινής ευρωπαϊκής αγοράς, ώστε να αποκλειστεί η δυνατότητα εμπορικών πολέμων που τόσο εύκολα, αν όχι αναπόφευκτα, μετατρέπονται σε πραγματικούς πολέμους.
Αυτός ήταν ένας από τους στόχους του ευρωπαϊκού κεφαλαίου όταν ξεκίνησε την προσπάθεια συνένωσης της Ευρώπης σε μια ενιαία αγορά.
Μόνο που το 2008 ανάδειξε, για ακόμα μια φορά στην ιστορία, όπως ανάδειξε και στη μετά το κραχ του 1929 περίοδο, ότι αυτό δεν είναι στο χέρι των πολιτικών εκπροσώπων του κεφαλαίου.
Η ανάπτυξη του καπιταλισμού δημιουργεί τεράστιες αντιφάσεις. Με κύρια τον τεράστιο πλούτο στις μητροπόλεις και την απέραντη φτώχεια στην περιφέρεια, που καθιστά την συντήρηση των μητροπόλεων αδύνατη, την κρίση αναπόφευκτη και μετατρέπει τους πρώην συμμάχους σε αντιπάλους σε ένα αγώνα ζωής και θανάτου.
Αντί σήμερα η Αριστερά να αναδεικνύει αυτές τις πραγματικότητες, την αδυναμία της καπιταλιστικής Ευρώπης να κρατήσει τις ευρωπαϊκές χώρες μαζί σε μια αρμονική συνύπαρξη, και να παρουσιάσει το δικό της πρόγραμμα, προτείνει την επιστροφή στα εθνικά νομίσματα και εθνική κυριαρχία, τους όρους δηλαδή που θα ανοίξουν τον δρόμο στους εθνικούς ανταγωνισμούς, στην πολιτική νίκη του εθνικισμού /φασισμού και του πολέμου στο τέλος.
Παρουσιάζει το ευρώ ως τον εχθρό, από το οποίο αν απαλλαχτούμε θα έχουμε βάλει τις βάσεις για ανάπτυξη. Μόνο που το ευρώ δεν είναι ο εχθρός. Το Ευρώ είναι απλά ένα εργαλείο στα χέρια του εχθρού, που δεν είναι τα άλλα έθνη, αλλά το μεγάλο ευρωπαϊκό κεφάλαιο. Και το ελληνικό μαζί.
Το ευρώ είναι απλά το εργαλείο που το μεγάλο ευρωπαϊκό κεφάλαιο έχει στα χέρια του για να κανονίζει τα «της οικογένειας του». Για όσους δεν ανήκουν σε αυτή, έχει άλλα εργαλεία ακόμα πιο αποτελεσματικά. Όπως είναι οι δασμοί και γενικά οι αποκλεισμοί των προϊόντων των ανταγωνιστών από την ντόπια αγορά.
Μ’ αυτό τον τρόπο θα αντιμετωπίζει την εκτός «οικογένειας» Βρετανία αλλά και όλους τους άλλους, η ΕΕ όλο και πιο δραστικά, όσο η κρίση επιδεινώνεται.
Τη δυναστεία των πολιτικών λιτότητας πάνω στις ζωές των απλών ανθρώπων, θα αντικαταστήσει η δυναστεία των εθνικών ανταγωνισμών και των εμπορικών πολέμων. Το συνασπισμένο ευρωπαϊκό κεφάλαιο έκανε σαφή την ετοιμότητα του για σύγκρουση μέχρι τέλους με την Βρετανική κυβέρνηση που είναι ομογάλακτη, καθαρόαιμη κυβέρνηση του κεφαλαίου.
Τι θα μπορούσε άραγε να κάνει σε μια ριζοσπαστική κυβέρνηση που θα ανερχόταν στην εξουσία με πρόγραμμα για κατάργηση των μνημονίων;
Μικρό μόνο δείγμα είδαμε στην περίπτωση Σύριζα. Μικρό μόνο δείγμα των διαθέσεων αλλά και δυνατοτήτων τους να τσακίσουν την Ελλάδα στην οποία αναδείχτηκε στην εξουσία μια κυβέρνηση που τους είχε αμφισβητήσει.
Και αν το δείγμα ήταν μικρό και ήπιο, είναι ακριβώς διότι η Ελλάδα παρέμεινε στην «οικογένεια» και συμβιβάστηκε. Ακριβώς δηλαδή το αντίθετο από ότι παρουσιάζουν οι πολιτικές δυνάμεις που προτείνουν την έξοδο από την ΕΕ ως τη λύση. Το πραγματικό μέγεθος των διαθέσεων και δυνατοτήτων τους θα αποκαλυπτόταν αν η Ελλάδα αποχωρούσε από την «οικογένεια», και ακόμα περισσότερο αν πραγματικά προχωρούσε σε μέτρα ενάντια στο κεφάλαιο και υπέρ των εργαζομένων.
Η απάντηση στα μνημόνια και τις σημερινές πολιτικές των θεσμών της ΕΕ δεν είναι η επιστροφή στην «εθνική κυριαρχία» και η όξυνση των εθνικών ανταγωνισμών που αναπόφευκτα τη συνοδεύουν.
Η απάντηση στα μνημόνια που το ευρωπαϊκό κεφάλαιο θα επιβάλλει στην φρούδα ελπίδα να ξεπεράσει την κρίση, είτε συνασπισμένο στα πλαίσια της ευρωπαϊκής «οικογένειας», είτε κατακερματισμένο, είναι η σύμπηξη κοινού μετώπου των ευρωπαίων εργαζομένων.
Η δράση των «κίτρινων γιλέκων» στη Γαλλία, αλλά και τα αποτελέσματα της, δείχνουν τις τεράστιες δυνατότητες που θα είχε μια τέτοια απάντηση.