Η προωθούμενη ρύθμιση για τα «κόκκινα δάνεια» είναι πολιτικά δειλή, κοινωνικά άδικη και πιθανόν οικονομικά επιζήμια. Δεν αντιμετωπίζει ουσιαστικά και ολοκληρωμένα το πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους και μόνο μέλημα έχει την εξυπηρέτηση των τραπεζών. Ένας κρίσιμος, αν όχι καθοριστικός, παράγοντας για την επιβίωση του μέσου ελληνικού νοικοκυριού, την ανάταξη της ελληνικής οικονομίας και τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής είναι η διευθέτηση του ζητήματος των τραπεζικών δανείων.
Τη διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε δίκαιη λύση, φαίνεται να έχουν παραβλέψει στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης και της αναζήτησης διεξόδου. Κατά την ως άνω διάταξη ορίζεται: Αν τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία κυρίως, εν όψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν την σύναψη αμφοτεροβαρούς σύμβασης, μεταβλήθηκαν ύστερα, από λόγους που είναι έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, και από τη μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη, εν όψει και της αντιπαροχής, έγινε υπέρμετρα επαχθής, το δικαστήριο μπορεί κατά την κρίση του με αίτηση του οφειλέτη να την αναγάγει στο μέτρο που αρμόζει και να αποφασίσει τη λύση της σύμβασης εξ ολοκλήρου ή κατά το μέρος που δεν εκτελέστηκε ακόμη.
Δεν είναι μόνο ο πόλεμος «απρόοπτος μεταβολή των συνθηκών’. Σίγουρα και η βαθιά οικονομική κρίση που βιώνει η πατρίδα και η κοινωνία μας δεν μπορεί να μην εντάσσεται και να μη διέπεται από την έννοια «απρόοπτος μεταβολή των συνθηκών» του 388 ΑΚ.
Ακόμη όμως και σε αυτήν την περίπτωση μη εφαρμογής του 388 ΑΚ, θα έπρεπε και θα μπορούσε να γίνει αναπροσαρμογή του δανείου στην βάση των γενικών ρητρών του δικαίου. Το άρθρο 288 ΑΚ ορίζει: ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή (το δάνειο), όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. Το άρθρο 200 ΑΚ ορίζει ότι οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. Η καλή πίστη επιτάσσει την άρση της όποιας δυσαναλογίας των υποχρεώσεων του ενός συμβαλλόμενου μέρους έναντι του άλλου. Έννοιες που αφήνουν αδιάφορους όλους όσοι μετέχουν στην διαπραγμάτευση.
Στην προκειμένη περίπτωση η τράπεζα, που αποτελεί και τον ισχυρό συμβαλλόμενο, για να δώσει το κάθε δάνειο ήλεγξε τις δυνατότητες του δανειολήπτη και την αξία του ακινήτου, στις περιπτώσεις των στεγαστικών. Επιπλέον, και θα έπρεπε αυτονόητα να γίνεται αντιληπτό και ξεκάθαρο ότι η έκδοση δανείων αποτελεί τμήμα της επιχειρηματικής της δραστηριότητας και ενέχει ρίσκο. Επομένως, πρέπει να επιβαρυνθεί τον επιχειρηματικό κίνδυνο που ανέλαβε και όχι να τον μεταθέτουν όλον (και το δικό της) στο αδύναμο συμβαλλόμενο μέρος τον δανειολήπτη. Η απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών επιβάρυνε και τα δύο μέρη και κατά αυτόν τον τρόπο οφείλεται νομικά και κοινωνικά να προσεγγιστεί το κρίσιμο ζήτημα των δανείων.
Και αυτή η τελευταία προτεινόμενη ρύθμιση περιορίζεται μόνο στα «κόκκινα δάνεια», αδιαφορώντας για τους συνεπείς δανειολήπτες. Ακόμη περισσότερο αδιαφορεί για όσους έχουν περιουσιακά στοιχεία και τους εκθέτει στον κίνδυνο μια αδυναμία συνέχισης αποπληρωμής να μεταβάλει το δάνειο σε «μαύρη τρύπα» απώλειας και των άλλων περιουσιακών στοιχείων.
Συμπερασματικά, θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη σε κάθε προσπάθεια αντιμετώπισης του προβλήματος όλα τα δεδομένα. Οι περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, η υπερφορολόγηση και η ύφεση έχουν επιφέρει δραματική μείωση του εισοδήματος των Ελλήνων πολιτών, με συνέπεια να μην μπορούν να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους ή να πιέζονται υπέρμετρα για να είναι συνεπείς. Τα ακίνητα έχουν υποστεί κατακόρυφη μείωση της αξίας τους, ώστε να είναι αδύνατη η αποπληρωμή των δανείων ακόμη και με την εκποίησή τους.
Η απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών οφείλει να βαρύνει και τα δύο αντισυμβαλλόμενα μέρη και όχι μόνο το ένα, και μάλιστα το πιο αδύναμο, τον δανειολήπτη. Οι τράπεζες, ως επιχειρήσεις, οφείλουν να αναλαμβάνουν τον επιχειρηματικό κίνδυνο που αναλογεί στη δραστηριότητά τους. Επιπλέον, οι ελληνικές τράπεζες έχουν γίνει αποδέκτες πολλών δισεκατομμυρίων για την εξασφάλιση της βιωσιμότητάς τους, τα οποία έχει αναλάβει να αποπληρώσει η ελληνική κοινωνία ως δημόσιο χρέος. Οι ίδιες οι τράπεζες θα ζημιωθούν, τελικά, αν κοντόφθαλμα αναζητήσουν από τον εκπλειστηριασμό των ακινήτων την ικανοποίησή τους.
Θα ήταν νομικά ορθό και κοινωνικά δίκαιο το κατ’ αρχήν «κούρεμα» σε όλα τα δάνεια ανάλογα με τις αναθεωρημένες οικονομικές δυνατότητες τόσο του δανειολήπτη και της αξίας του ακινήτου όσο και της υποτίμησης του συνόλου των ελληνικών οικονομικών μεγεθών και των σημερινών πραγματικών δυνατοτήτων. Σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε να προβλεφθεί: α) η δυνατότητα στο δανειολήπτη πρότασης- προσφοράς για την εξαγορά του δανείου του, ιδία δε όταν τα λεγόμενα funds αγοράζουν τα δάνεια εξευτελιστικά φθηνά, β) η δυνατότητα στον δανειολήπτη παράδοσης του ακινήτου άνευ υπολοίπου χρέους από το δάνειο.
Του Γιώργου Αρ. Μπουλούκου
Δικηγόρου- πρώην αντιπροέδρου ΔΣΑ, Συμπαραστάτη του Πολίτη και της Επιχείρησης Περιφέρειας Πελοποννήσου, υποψήφιου περιφερειακού συμβούλου με τo συνδυασμό «Νέα Πελοπόννησος»