Ο Αγιοσίδερης είναι μια λαϊκή γειτονιά της Καλαμάτας. Μηχανάκια, γήπεδο, καφενεία, αλητεία και καγκουριλίκια. Έρωτες, όμορφα έφηβα κορίτσια και αγόρια που αγαπάνε την υπερβολή και γυρίζουν γύρω γύρω την γειτονιά με μηχανάκια, με τα πόδια και με ποδήλατα, κάνοντας συνέχεια κάτι, αναζητώντας συνέχεια κάτι.
Λαϊκοί άνθρωποι με καθημερινές μικρές ρουτίνες. Ασπρισμένοι δρόμοι και αυλές, σπίτια χωρίς σχέδιο, με γλάστρες και σοκάκια που φτιάχτηκαν μόνο για περπάτημα και σήμερα έχουν μετατραπεί με το ζόρι σε δρόμους διπλής κατεύθυνσης.
Μέσα σ ‘αυτό το κολάζ που απαρτίζει την συγκεκριμένη γειτονιά λείπει εδώ και αρκετά χρόνια ένα πολύ σημαντικό κομμάτι: αυτό των μπουρδέλων. Τα “κορίτσια” και τα “σπίτια” ήταν σήμα κατατεθέν της γειτονιάς σχεδόν από την δημιουργία της. Τα κορίτσια λοιπόν της γειτονιάς ήταν κάποτε αρκετά, ψώνιζαν από τα μπακάλικα, έλεγαν καλημέρα και καλησπέρα αλλά δεν δίσταζαν να βρίσουν όσους τις πείραζαν με κακεντρέχεια.
Αυτό το αρθράκι δεν θα σας μιλήσει για όλα τα “κορίτσια” και όλα τα “σπίτια” του Αγιοσίδερη, παρά για ένα μόνο, την Μορφία και το σπίτι της.
Η πλειονότητα των ανδρών ηλικίας 50-65 είχαν για πρώτη φορά οδηγηθεί στον έρωτα μέσα από τα ανοιγμένα πόδια της Μορφίας. Έτσι ένα μεγάλο ποσοστό των ανδρών της γειτονιάς έχουν ένα κοινό, είναι κατά κάποιο τρόπο παιδιά της Μορφίας. Μυημένα στον έρωτα από την Μορφία.
Την δεκαετία του ’60 η Μορφία έμενε σ’ ένα σπιτάκι στο τέλος ενός ανηφορικού χωματόδρομου γεμάτου νεροφαγιές. Στο σπιτάκι αυτό στέγαζε και την επιχείρησή της, εκεί υποδεχόταν του πελάτες. Φαντάροι, καλαματιανοί και περαστικοί είχαν περάσει το κατώφλι του σπιτιού της που οδηγούσε στο σώμα της Μορφίας και στην ηδονή.
Το σπίτι της βρισκόταν στο μέσο της διαδρομής του πεδίου βολής και του στρατοπέδου. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι φαντάροι περνούσαν συντεταγμένα έξω από το σπίτι της για να πάνε στο πεδίο βολής και φώναζαν ρυθμικά “Μορφία- Μορφία τα μπου-τια σου” (παραλλάσσοντας το γνωστό στιχάκι που φώναζαν οι φαντάροι όταν έκαναν βήμα, που το έχει αποτυπώσει και ο Τζίμης Πανούσης, “Μαρία Μαρία τα μπού-τια σου”), με την Μορφία πολλές φορές να βγαίνει και να τους χαιρετάει χαμογελώντας. Η Μορφία απέκτησε φήμη στην Καλαμάτα αφού δεν ήταν λίγες οι φορές που πρόσφερε ηδονή ακόμα και χωρίς χρήματα ή με πολύ μικρό αντίτιμο όταν κάποιος δεν είχε αρκετά χρήματα. Aγαπούσε τα φανταχτερά ρούχα, το έντονο βάψιμο, τα χρυσά βραχιόλια, τα μακριά χρυσά σκουλαρίκια, τα δαχτυλίδια και τις αλυσίδες τις χρυσές.
Αυτή ήταν η Μορφία, μια φανταχτερή πουτάνα της γειτονιάς που της άρεσε πολλές φορές να επιδεικνύεται που της άρεσε να περνάει όμορφα. Πολλοί νέοι της εποχής την είχαν φαντασιωθεί, είχαν αποτυπώσει στο μυαλό τους μια παγωμένη εικόνα απ’ το σώμα της και με αυτή πορεύονταν στα υγρά μονοπάτια τους..
Όμως αυτή πρόσεχε τις ισορροπίες, δεν μπορούσαν όλοι να δουν και να νιώσουν το γυμνό σώμα της, δεν μπορούσαν όλοι να ηδονιστούν με τις ερωτικές κραυγές της. Τα νεαρά αγόρια και οι παντρεμένοι της γειτονιάς ήταν οι αποκλεισμένοι του έρωτα της. Με αυτό τον τρόπο κρατούσε τις ισορροπίες της γειτονιάς και γλίτωνε τις παρεξηγήσεις. Κάποτε ένας πιτσιρικάς την είχε ρωτήσει πόσο πάει και εκείνη τον έδιωξε λέγοντάς του ότι δεν θέλει ντράβαλα με τον πατέρα του.
Τα χρόνια πέρασαν και η Μορφία μεγάλωσε αλλά συνέχιζε να δουλεύει. Ένα μούτρο της γειτονιάς άνοιξε νέα μπουρδέλα στην γειτονιά με φρέσκα κορίτσια• η δουλειά της Μορφίας όλο και έπεφτε αναγκάζοντας την να κατεβάσει τις τιμές στο μισό από εκείνες των νέων μπουρδέλων, παρ’ αυτά η Μορφία σε πολλούς συνέχιζε τις ειδικές τιμές, συνέχιζε ακόμα και το τζάμπα.
Το τέλος
Μέχρι που μια βραδιά το ’81 η Μορφία πήγε στα μπουζούκια με δύο άντρες της γειτονιάς. Αφού διασκέδασαν και τα ήπιαν, γύρισαν νωρίς το πρωί. Η Μορφία μπήκε με τους δύο άντρες σπίτι της και δεν ξαναβγήκε ποτέ.
Οι δύο άντρες την δολοφόνησαν αρπάζοντάς της τα χρυσαφικά και όλα της τα χρήματα. Το συγκεκριμένο έγκλημα συγκλόνισε την πόλη και όλη η γειτονιά θρήνησε την Μορφία.
Στην κηδεία της, στο νεκροταφείο που βρίσκεται κοντά στην γειτονιά, παρευρέθηκε πλήθος κόσμου. Το νεκροταφείο γέμισε κόσμο, ντόπιους, γείτονες και φίλους της Μορφίας από όλη την Ελλάδα.
Ένα γεγονός που έκανε εντύπωση στους καλαματιανούς ήταν ότι το νεκροταφείο το είχαν κατακλύσει πουτάνες, πούστηδες και τραβέλια που είχαν έρθει απ’ την Αθήνα ώστε να παραβρεθούν στην κηδεία της Μορφίας. ” Όλες οι πουτάνες τα τραβέλια και το πουσταριό της Αθήνας ήταν στην κηδεία της” έλεγαν.
Ο καφετζής του παραπάνω καφενείου δεν σταματούσε να φτιάχνει καφέδες σ’ όλους αυτούς τους νέους πελάτες του. Οι δίσκοι πήγαιναν και έρχονταν μέχρι που ένας πούστης γλιστράει και ρίχνει τους καφέδες του δίσκου και από την ντροπή ή και από έλλειψη χρημάτων δεν ζήτησε άλλους παρά άρχισε να γεμίζει ένα ένα τα φλιτζάνια με όσο χυμένο καφέ είχε μείνει στον δίσκο. Πολλές οι ιστορίες εκείνης της μέρας, όσοι είχαν βρεθεί έχουν από μια. Τόσο αγαπητή ήταν η Μορφία. Σ’ όλους.
Τόσο αγαπητή όπου η Καλαμάτα έχει δώσει άτυπα το όνομα της στο δρόμο που έμενε, στο δρόμο που είχε το μπουρδέλο της. Όλοι ξέρουν αυτό τον δρόμο με το όνομά της και όχι από αυτόν που γράφει η επίσημη ταμπέλα. Από που να σε πάω, ρωτάει ο ταξιτζής. Από την ανηφόρα της Μορφίας, από που αλλού;
Μπούρμπουνας