Καλαματιανοί ποιητές, που ανέδειξαν το ελληνικό πνεύμα και ύμνησαν τον όμορφο τόπο μας που λέγεται Καλαμάτα

Καλαματιανοί ποιητές, που ανέδειξαν το ελληνικό πνεύμα και ύμνησαν τον όμορφο τόπο μας που λέγεται Καλαμάτα

Η ΠΑΛΙΑ ΚΑΛΑΜΑΤΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΦΑΚΟ

Για την ιστορία της πόλης: Βασίλης Ι. Μανιάτης

Συνεχίζει και σήμερα την ενημερωτική του αποστολή ο φωτογραφικός φακός μας, δείχνοντας – όπως πάντα – εικόνες από γεγονότα, τοποθεσίες και πρόσωπα που πέρασαν και άφησαν πίσω τους ιστορικές σελίδες στο βιβλίο της παλιάς μας Καλαμάτας.
Το σημερινό μας θέμα είναι οι Καλαματιανοί ποιητές, που με το χάρισμα της τέχνης του λόγου ανέδειξαν το ελληνικό πνεύμα και ύμνησαν τον όμορφο τόπο μας που λέγεται Καλαμάτα.
Ένα αφιέρωμα μνήμης και τιμής στους ανθρώπους που γεννήθηκαν στον τόπο μας και που με το μεγαλείο της ποίησης τίμησαν την Καλαμάτα, το πανελλήνιο και όχι μόνο!

ΡΙΑ Κ. ΘΕΟΦΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1914. Ήταν κόρη του Σχολάρχη Κ. Θεοφανόπουλου και της Ελένης Σάλμα, αδελφής του Δημάρχου Παν. Σάλμα (1918).
Τέλειωσε το γυμνάσιο Καλαμάτας και από πολύ ενωρίς φάνηκε το ποιητικό της ταλέντο.
Τα ποιήματά της κρύβουν έναν ρομαντισμό αλλά και μια ευαισθησία για τους γονείς της που δεν γνώρισε ποτέ, αφού τους έχασε σε πολύ μικρή ηλικία, θύματα μιας πυρκαγιάς.
Αγάπησε τον τόπο της, την όμορφή μας Καλαμάτα, και της αφιέρωσε το ωραίο ποίημά της: «Στην πατρίδα μου»

«Θα σου πω το τραγούδι μου
όμορφή μου πατρίδα
είσαι απ’ όλες πιο όμορφη
τις πατρίδες που είδα…

Το περήφανο Κάστρο σου
και τις πορτοκαλιές σου
τις κάτασπρες νταντέλες σου
μες τις ακρογιαλιές σου,
δεν τα βλέπουνε εύκολα
πουθενά αλλού τα μάτια
ω, πατρίδα μου όμορφη
ω, γλυκειά Καλαμάτα»

Απ’ την ποιητική της συλλογή «Λαλιές πουλιών» (1979).

Η συμπατριώτισσά μας έφυγε απ’ τη ζωή το 1997.

 

ΗΛΙΑΣ Ν. ΜΙΧΑΛΟΣ
Ο Ηλίας Ν. Μίχαλος, είναι το πρώτο από τα πέντε παιδιά της οικογένειας Νικολάου Ηλ. Μιχάλου και Αλεξάνδρας Δ. Δαμηλάτη.
Γεννήθηκε εδώ το 1930. Τελείωσε το γυμνάσιο της Καλαμάτας και το 1958 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο.
Είναι μέλος της Ενώσεως Συντακτών (ΕΣΗΕΑ). Εργάστηκε κυρίως ως διορθωτής κειμένων πολλών εφημερίδων και περιοδικών.
Το 1991 συνταξιοδοτήθηκε.
Στα ελληνικά γράμματα εμφανίστηκε το 1982, εκδίδοντας το πρώτο του ποιητικό βιβλίο.
Απλός, λιτός, φιλοσοφημένος και χαμηλών τόνων, όπως ταιριάζει σε ανθρώπους που είναι απομακρυσμένοι από μικρότητες και κοσμικά πάθη.
Παρατηρητής και σχολιαστής της ζωής και της παρουσίας μας εδώ, δίνει απαντήσεις με το δικό του λογοτεχνικό και ποιητικό τρόπο, στα έργα που εξέδωσε από το 1982 έως το 1994.
Έργα του: Δοκίμια και ανθολογίες γνωμικών και επιγραμματικών φράσεων. Ιδιαίτερη αδυναμία του η ποίηση μέσα απ’ την οποία αναβλύζουν σοφίες και θαυμασμοί για τον κόσμο που ζούμε και ακόμη η ιδιαίτερη αγάπη του για την πατρίδα μας Καλαμάτα.
Τα έργα του επαινέθηκαν επανειλημμένα με κρίσεις και σχόλια από ανθρώπους των γραμμάτων και του πνεύματος, όπως: ο Αλ. Κουτσούκαλης, ο Ν. Παπαδημητρίου, ο Ι.Μ. Χατζηφώτης, ο Κ. Τσαούσης του «Έθνους», κά.
Ηλίας Ν. Μίχαλος, ποιητής και δοκιμιογράφος, παιδί της μεσσηνιακής μας γης.

Από τη συλλογή των ποιημάτων του «Περιπέτεια» (1949-1982):
«Το Ρυάκι»
Δίψα τους παίδευε μέσα στο δάσος
κι όλο άφταστο το ξέφωτο με την πηγή,
κι όμως,
λίγο πιο πέρα από το δρόμο τους,
δροσιστικό, κρυστάλλινο, άσβηστο
έτρεψε ανάμεσα στις φτέρες
το ρυάκι

Αλλά για κείνους μοίρα ή δίψα.
Κι ήξερε και χαιρόταν το ρυάκι
μόνον ένας:
ο χαϊδεμένος της αγέρωχης νεράιδας,
πού ’ναι ονοματισμένη Μοναξιά»

Στα ποιήματά του διακρίνεται η υπονοούμενη αλληγορική έννοια, στην οποία καλείται ο αναγνώστης να μπει στο πνεύμα του ποιητή.

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ (1902-1930)
Χρονολόγιο: Γεννήθηκε την 1η Απριλίου του 1902 στην Καλαμάτα. Πατέρας της ήταν ο φιλόλογος καθηγητής Ευγένιος Πολυδούρης και μητέρα της η Κυριακή το γένος Μαρκάτου.
1905: Ο πατέρας της μετατίθεται στο γυμνάσιο Γυθείου. Εκεί θα τελειώσει η Μαρία και το σχολαρχείο.
1914: Νέα μετάθεση του πατέρα της, αυτή τη φορά στα Φιλιατρά. Εκεί η Μαρία θα φοιτήσει στην Α’ και Β’ τάξη του γυμνασίου.
1916: Η οικογένεια Πολυδούρη επιστρέφει στην Καλαμάτα. Η Μαρία, σε ηλικία 14 ετών θα δημοσιεύσει στο περιοδικό «Οικογενειακός αστήρ» το πρώτο της ποίημα.
Είναι το πεζοτράγουδο «Ο πόνος της μάνας» που έγραψε στα Φιλιατρά, πριν ένα χρόνο. Συγκεντρώνει τα ποιήματά της στη συλλογή «Μαργαρίτες» που δεν εκδίδει ποτέ.
1918: Τελειώνει το σχολείο και διορίζεται κατόπιν εξετάσεων στη Νομαρχία Μεσσηνίας. Εκδηλώνει το ενδιαφέρον της για το γυναικείο ζήτημα και τη χειραφέτηση της γυναίκας.
1920: Πεθαίνει ο πατέρας της και σε 40 ημέρες η μητέρα της.
1921: Γράφεται στη Νομική Σχολή. Αρχίζει να γράφει το ημερολόγιό της.
1922: Μετατίθεται στη Νομαρχία Αττικής. Φοιτάει στο Πανεπιστήμιο. Γνωρίζει τον Καρυωτάκη και δημοσιεύει τα ποιήματά της στα περιοδικά «Έσπερος» της Σύρου, «Ελληνική Επιθεώρησις», «Πανδώρα», «Παιδική χαρά» και «Εύα».
1924: Γνωρίζεται με τον Αριστοτέλη Γεωργίου. Αρραβωνιάζονται και μετά από λίγο χωρίζουν.
1925: Εγκαταλείπει το Πανεπιστήμιο, χωρίς να τελειώσει τις σπουδές της. Γράφει τις τελευταίες σελίδες του ημερολογίου και φεύγει για το Αίγιο, όπου γράφει τη νουβέλα που δεν θα δημοσιεύσει ποτέ. Φοιτάει στη δραματική σχολή του Εθνικού και αργότερα στη Σχολή Κουνελάκη.
1926: Παίζει στο «Κουνέλι» του Νικοντέμι. Ταξιδεύει στο Παρίσι, όπου παίρνει δίπλωμα ραπτικής από το Ecole Pigier.
1927: Προσβάλλεται από το μικρόβιο της φυματίωσης και νοσηλεύεται στο Νοσοκομείο Charite.
1928: Επιστρέφει στην Αθήνα και νοσηλεύεται στο «Σωτηρία». Εκδίδει τη συλλογή «Οι τρίλιες που σβήνουν». Αυτοκτονεί ο Καρυωτάκης.
1929: Παραμένει στο «Σωτηρία». Εκδίδει τη συλλογή «Ηχώ στο χάος».
1930: Πεθαίνει στις 30 του Απρίλη, σε ηλικία 28 ετών, στην κλινική Χριστομάνου.
Τελευταίοι στίχοι που έγραψε στο σανατόριο Σωτηρία:
«Πάνε τα ωραία, τ’ αγνά, η ζωή.
Γλυκέ σκοπέ, δεν μου αντέχει η φωνή…
Σας χαιρετίζω
Σκοποί όπου πάτε, μη με ξεχνάτε…».

Η ποιήτρια Ρίτη Παπά, έγραψε για τη Μαρία Πολυδούρη:
«Ωραίο κορίτσι, ψηλό, ντελικάτο, χλωμό, με δύο μεγάλα εύγλωττα μάτια, που σύμφωνα με όσους τη γνώρισαν, καθρέφτιζαν ψυχή υπερήφανη, ευέξαπτη, ερωτική και τρομερά ανήσυχη.
Ξεχείλιζε ολόκληρη από τη δίψα της ζωής και τα χέρια της ήταν αδιάκοπα απλωμένα εκεί που πίστευε πως είχε μερίδιο.
Κατασπαταλήθηκε σε γλέντια, ξενύχτια, εκδρομές, ερωτικές περιπέτειες, αλλεπάλληλες συγκινήσεις και υπερβασίες, υποσκάπτοντας έτσι τη λειψή υγεία της».
Ο ποιητής, πεζογράφος και κριτικός Γιώργος Κοτζιούλας, αφιέρωσε το εξής ποίημα στην Μαρία Πολυδούρη:

«Πολύ ακριβά πληρώσατε, Μαρία, τη φήμη – πολυτέλεια περιττή – που σ’ ανθοδέσμες ήρθε προσφερτή
στην πιο βαρειά γυναικεία καρτέρια
Αριστοκρατική παρηγορία,
που στάθηκε στην κλίνη σας κλαφτή,
δεν ήταν συγκατάβαση αρκετή
για τρίτη θέση μεσ’ το «Σωτηρία»;
Ω! αν πέρασε η ζωή σας τραγωδία,
κι έπρεπε να φανεί η μοιραία στιγμή
για να προφτάσει η επίσημη τιμή,
θα φύγετε όμως με τη συνοδεία,
της τυμπανοκρουσίας των θαυμαστών,
Ελλήνων κριτικών και ποιητών…».
Γ. Κοτζιούλης