Μέχρι το 10ο αιώνα, οπότε καθορίστηκε η ημερομηνία των Χριστουγέννων, ήταν παράδοση να οργανώνουν δημόσια γιορτή στις 25 Δεκεμβρίου προς τιμήν του Θεού Ήλιου. Κατά τη διάρκεια του εορτασμού ο αυτοκράτορας, εκπροσωπώντας το Θεό Ήλιο, έπαιζε μια παραδοσιακή παντομίμα εμφανιζόμενος με φωτοστέφανο στο κεφάλι, δηλαδή με το αρχικό έμβλημα του Θεού Ήλιου.
Η γέννηση του Χριστού μέχρι τότε γιορταζόταν από το τέλος της τρίτης εκατονταετηρίδας στις 6 Ιανουαρίου μαζί με τα Θεοφάνεια.
Οι Βυζαντινοί, κατά την ημέρα των Χριστουγέννων, μέσα στο ναό σχημάτιζαν σπήλαιο και μέσα σ’ αυτό τοποθετούσαν στρώμα, πάνω στο οποίο έθεταν παιδί, που παρίστανε τον Ιησού.
Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους υπήρχε συνήθεια να δίνουν στη λεχώνα, προκειμένου να παράγει άφθονο γάλα, το λεγόμενο λοχόζεμα, δηλαδή ζωμό με ψημένο σιμιγδάλι και μερικά άλλα είδη, όπως βούτυρο και μέλι.
Το λοχόζεμα αυτό συνήθιζαν να το στέλλουν στα φιλικά τους σπίτια την επόμενη ημέρα των Χριστουγέννων, προς τιμήν των λοχείων της Παναγίας. Το έθιμο αυτό δεν το ενέκρινε η Εκκλησία, η οποία με τον 79ο κανόνα της εν Τρούλλω Συνόδου (691) το απαγόρευσε με ποινή αφορισμού των λαϊκών και καθαίρεσης των κληρικών, επειδή η Παναγία δε γνώρισε λοχεία, «ουκ έγνω λοχείαν». Η απαγόρευση αυτή δεν κατάφερε να εξαλείψει το έθιμο αυτό, σύμφωνα με τα εξής λεγόμενα από το Συμεών το Μεταφραστή (10ος αιώνας μ.Χ.): «Αφορίζεται ο μετά την εορτήν της Θεοτόκου σεμίδαλιν ή άλλο τι σκευάζων δια τα λεγόμενα λοχεία».
Μόνο κατά το 12ο αιώνα, κατά το Θεόδωρο Βαλσαμώνα, η συνήθεια αυτή, εξέλειψε, τουλάχιστον στην Κωνσταντινούπολη: «Χριστού χάριτι τέως εις ταύτην την των πόλεων βασιλεύουσαν ουδέν τι τολμάται τοιούτο παρά τινός».
Κατά τις μεγάλες εορτές επικρατούσε συνήθεια να καλλωπίζονται οι οικίες, να στολίζονται τα υπέρθυρά τους και να γίνεται ο καθαρισμός και των δρόμων.
Τούτο γινότανε και κατά την ημέρα του εορτασμού των Χριστουγέννων, οπότε κατά διαταγή του επάρχου της πόλεως, όχι μόνο ο καθαρισμός των δρόμων γινότανε, αλλά και ο στολισμός διαφόρων στύλων, που τους στήνανε κατά διαστήματα και τους στολίζανε με κλάδους μυρτιάς, δενδρολίβανα και άνθη της εποχής.
Κατά τις εορτές του Δωδεκαημέρου γνωρίζουμε ότι οι Βυζαντινόπαιδες γυρίζανε τα σπίτια από βαθιά χαράματα μέχρι το δειλινό με αυλούς και σύριγγες λέγοντας τα κάλαντα.
Για τους λέγοντες τα κάλαντα τα Χριστούγεννα γράφει τα εξής ο γνωστός γραμματικός, ποιητής και σχολιαστής του Ομήρου Ιωάννης Τζέτζης (1110-1180):
Και όσοι κατ’ αρχίμηνον την Ιανουαρίου
Και τη Χριστού γεννήσει δε και Φώτων τη ημέρα
Οπόσοι περιτρέχουσι τας θύρας προσαιτούντες
Μετά ωδών και επωδών και λόγους εγκωμίων.
Από τους στίχους αυτούς πληροφορούμεθα ότι, εκτός από τα ευχετικά άσματα και τα εγκώμια προς τους ενοίκους, όπως γίνεται και σήμερα, ζητούσαν στο τέλος και αμοιβή.
Πρέπει να σημειωθεί ότι τα κάλαντα δεν τα λέγανε μόνο τα παιδιά, αλλά και ενήλικοι, οι οποίοι μέχρι αργά τη νύχτα περιφερόντανε λέγοντες τα κάλαντα και δεν φεύγανε, αν δεν έπαιρναν αμοιβή.
Και δεν ενοχλούσαν μόνο τα παιδιά τους περιοίκους κατά την ημέρα αυτή, όπως και τις επόμενες του Δωδεκαημέρου, αλλά και οι μεταμφιεσμένοι, οι οποίοι με ασβολωμένο πρόσωπο κτυπούσαν τις πόρτες με φωνές και αστεϊσμούς ενοχλούντες με τον τρόπο αυτό τους οικοδεσπότες.
Επικρατούσε συνήθεια, αν το επέτρεπε ο βασιλιάς, να τελούνται ανήμερα των Χριστουγέννων ιπποδρομιακοί αγώνες στον Ιππόδρομο με την παρουσία του Βασιλέως και μεγάλου πλήθους θεατών. Την ημέρα αυτή δίνανε και τα ανάκτορα τον εορτάσιμο τόνο με την προετοιμασία για την πομπική μετάβαση του βασιλέως από το Ιερό Παλάτιο, τουλάχιστον μέχρι το ΙΒ΄ αιώνα, στο ναό της Αγίας Σοφίας.
Όταν ο βασιλέας έφθανε στην Αγία Σοφία, στον εξωνάρθηκα, ανώτερος ανακτορικός υπάλληλος, ο πραιπόοιτος, του αφαιρούσε από το κεφάλι το στέμμα. Καθώς προχωρούσε ο ηγεμόνας, συναντούσε στο νάρθηκα τον Πατριάρχη μαζί με τον οποίο προχωρούσε στον κυρίως ναό.
Έπειτα, αφού πρώτα έμπαινε στο ιερό, για να προσκυνήσει, μετέβαινε στον προς ανάπαυση χώρο, το μουτατώριο, από το οποίο και έβγαινε, όταν ήταν καιρός του ασπασμού και για να κοινωνήσει. Όταν επέστρεφε στα ανάκτορα, οι Πράσινοι και οι Βένετοι σε πέντε διάφορα σημεία τον επευφημούσαν και του έδιναν ευχές, όπως και κατά τη μετάβασή του.
Το μεσημέρι έδιναν οι βασιλείς επίσημο γεύμα στα ανάκτορα, στο οποίο προσκαλούσαν τους άρχοντες, ξένους αντιπροσώπους και δώδεκα πτωχούς κατά τον τύπο των δώδεκα μαθητών του Κυρίου, οι οποίοι έτρωγαν ξαπλωμένοι σε ανάκλιντρα κατά την αρχαία συνήθεια. Από καιρό σε καιρό σηκώνονταν και επευφημούσαν το βασιλιά, ενώ κατά χρονικά διαστήματα οι καλλίφωνοι χοροί της Αγίας Σοφίας και των Αγίων Αποστόλων έψαλλαν: «Η γέννησίς σου, Χριστέ ο Θεός ημών ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως».
Από σεβασμό για την ιερότητα της ημέρας αυτής οι βασιλείς απαγόρευαν τη σύλληψη και τη φυλάκιση κάποιου για ελαφρά παραπτώματα, εκτός αν είχε διαπράξει σοβαρό έγκλημα, οπότε, στέλλοντας διαταγές τους, διέταζαν τον αποφυλακισμό των εγκλείστων για μικρά παραπτώματα.
Με τον τρόπο αυτό τελούσαν τον εορτασμό των Χριστουγέννων οι Βυζαντινοί πρόγονοί μας.
Του Ανδρέα Δημάκη
Φιλολόγου – Ιστορικού