Με αφορμή τη λειτουργία του τελωνείου
Το λιμάνι του Πειραιά βάφτηκε κόκκινο την πρώτη Κυριακή της Αποκριάς του 1906 όταν σύμφωνα με τα πρωτοσέλιδα της εποχής μια παρεξήγηση οδήγησε σε ένοπλη και άγρια έριδα μεταξύ Μανιατών και Κρητών.
Στο φύλλο της Τρίτης 14 Φεβρουαρίου η εφημερίδα «Ακρόπολις» έκανε λόγο για «φοβερά αιματοχυσία» και παρουσίαζε τον Πειραιά ως επαναστατημένη πόλη όπου έλαβαν χώρα φόνοι, αιματηρές συγκρούσεις, επιθέσεις σε καταστήματα, διαρπαγές και ένοπλες συγκεντρώσεις.
Η εφημερίδα «Το Άστυ» γράφει μεταξύ άλλων: «Πόλεμος δε φυλετικός! Μεταξύ Κρητών και Μανιατών. Ωσανεί ήσαν μαύροι οι μεν, άσπροι οι δε. Ωσανεί εχωρίζοντο από φανατισμόν θρηκευτικόν. Ως να μην ήσαν Έλληνες οι πρώτοι όσον και οι δεύτεροι». Η αστυνομία, το Φρουραρχείο και το αρχηγείο της Χωροφυλακής δεν επέδειξαν την απαιτούμενη ταχύτητα, ούτε όμως είχαν και το απαραίτητο ανθρώπινο δυναμικό για να καταστείλουν τα επεισόδια.
Η αιτία της σύγκρουσης
Σύμφωνα με την εφημερίδα «Ακρόπολις», όλα ξεκίνησαν όταν περίπου 15 Κρητικοί υπό τον οπλαρχηγό καπετάν Βάρδα, που είχε συμμετάσχει στην Κρητική Επανάσταση του 1897-98 και στον Μακεδονικό Αγώνα, έφτασαν το πρωί της Κυριακής (12/2) με ένα ιταλικό πλοίο από τα Χανιά στο λιμάνι του Πειραιά.
Αφού μεταφέρθηκαν οι αποσκευές τους στο τελωνείο για να γίνουν οι απαραίτητοι έλεγχοι, βγήκαν από την αίθουσα όλοι εκτός από τρεις Κρητικούς που προσπάθησαν να σηκώσουν μόνοι τους μερικά από τα κοφίνια τους.
Στο λιμάνι ήταν γνωστό από δεκαετίες ότι τη δουλειά αυτή είχαν πάρει εργολαβία και με το έτσι θέλω οι Μανιάτες αχθοφόροι. Έτσι, δυο από αυτούς πλησίασαν τους Κρητικούς ζητώντας εξηγήσεις, με αποτέλεσμα ο ένας λόγος να φέρει τον άλλο και να αρχίσουν συμπλοκές με ράβδους και ρόπαλα.
Μάταια προσπάθησαν να τους χωρίσουν οι τελωνειακοί και οι επιβάτες. Στη συμπλοκή παρενέβη και ο καπετάν Βάρδας, ωστόσο η κατάσταση βγήκε εκτός ελέγχου, με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή του ο Ιωάννης Πολυμενάκης και να τραυματιστεί ο Ιωάννης Λαρεντζάκης. Είχαν δεχτεί επίθεση με μαχαίρι από έναν Μανιάτη αχθοφόρο, τον Ευστάθιο Σαραντέα, ο οποίος απειλούσε να σκοτώσει όποιον προσπαθούσε να του πάρει το μαχαίρι.
Κρητικοί με γιαταγάνια ζητούν αντίποινα
Όταν οι υπόλοιποι Κρητικοί κατάλαβαν τι είχε συμβεί άρχισαν να επιτίθενται στους Μανιάτες του τελωνείου και εκείνοι απάντησαν με ξύλα, πέτρες και ό,τι άλλο έβρισκαν μπροστά τους. Στον πανικό που επικράτησε ο κόσμος έτρεχε απεγνωσμένα στους δρόμους για να σωθεί.
Άλλοι ζήτησαν καταφύγιο μέσα σε καταστήματα και άλλοι ταμπουρώθηκαν ακόμη και μέσα στον ναό του Αγίου Νικολάου. Το Τζάνειο Νοσοκομείο εκείνη την ημέρα δεν προλάβαινε να δίνει τις πρώτες βοήθειες. Στο μεταξύ έφτασε στην περιοχή αστυνομική δύναμη και άρχισε να κυνηγά τον Σαραντέα, ο οποίος πέταξε το μαχαίρι στη θάλασσα και κρύφτηκε με μια βάρκα πίσω από το πλοίο που μετέφερε τους Κρητικούς. Αστυνομική δύναμη ανέλαβε τη φρούρηση του τελωνείου και η υπόθεση έφτασε μέχρι το υπουργείο Εσωτερικών.
Οι κάτοικοι της κρητικής συνοικίας του Πειραιά που είχαν πληροφορηθεί τα νέα άρχισαν να μιλάνε για αντίποινα. Τα μαντάτα έφτασαν μέχρι την Αθήνα, όπου οι Κρητικοί συγκεντρώθηκαν στο Μπάγκειον καφενείο στην Ομόνοια προκειμένου να οργανωθούν για να κατέβουν στον Πειραιά για εκδίκηση. Στις 17.15 πενήντα οργισμένοι Κρητικοί οπλισμένοι με μαχαίρια, γιαταγάνια, γκράδες, ρόπαλα και περίστροφα εμφανίστηκαν στην οδό Μιαούλη στον Πειραιά. Στόχος ήταν να χτυπήσουν τα καφενεία των Μανιατών που βρίσκονταν πέριξ του τελωνείου.
Οι Κρητικοί έφτασαν έξω από το καφενείο “Η Συνάντησις” του Δ. Κασίμη και ζήτησαν από τους περίπου είκοσι Μανιάτες πελάτες να βγουν έξω να τους αντιμετωπίσουν.
Οι γύρω καταστηματάρχες που κατάλαβαν τι επρόκειτο να ακολουθήσει κλείδωσαν τα μαγαζιά τους και έφυγαν όπως όπως. Σύντομα άρχισαν να βγαίνουν μαχαίρια και να κατεβαίνουν καρέκλες σε κεφάλια. Δεν άργησαν να πέσουν πυροβολισμοί και σύμφωνα με την εφημερίδα «Ακρόπολις» μια σφαίρα από το καφενείο τραυμάτισε θανάσιμα τον χωροφύλακα Εμ. Σπυριδάκη που ήταν μέσα στο πλήθος των Κρητικών.
Σύντομα οι Μανιάτες εγκατέλειψαν την περιοχή πυροβολώντας προς πάσα κατεύθυνση. Στο μεταξύ κατέβαιναν συνεχώς Κρητικοί στο λιμάνι, με αποτέλεσμα πλέον να έχουν μαζευτεί περίπου τριακόσιοι. Μετά την ανακοίνωση του θανάτου του δεύτερου συμπατριώτη τους προσπάθησαν να πυρπολήσουν το τελωνείο. Πέρασαν όλη τη νύχτα στον δρόμο σπάζοντας ό,τι έβρισκαν στο πέρασμά τους. Μεταξύ άλλων λεηλάτησαν και ένα οπλοπωλείο.
Τη Δευτέρα μετά την κηδεία του Σπυριδάκη, Μανιάτες μπήκαν στην κρητική συνοικία στην Καστέλα και πυροβόλησαν έναν άντρα. Οι Κρήτες ξεσηκώθηκαν και πάλι και κατευθύνθηκαν προς τα Υδραίικα και τη Νεάπολη όπου ζούσαν πολλοί Μανιάτες. Εισέβαλαν στο σπίτι ενός από τους πιο γνωστούς, του Στέφανου Μαρκάκου στο Τουρκολίμανο (σημερινό Μικρολίμανο), απειλώντας να σφάξουν όλη την οικογένεια. Από την επίθεση έπεσε νεκρός ο γυναικάδερφος του Μαρκάκου, Κωνστ. Στεφανάκος. Στις γύρω γειτονιές έπεσαν πάνω από χίλιοι πυροβολισμοί, με συνέπεια να υπάρχουν πολλοί τραυματίες. Στην περιοχή συγκεντρώθηκαν περίπου χίλιοι στρατιώτες με ρητή εντολή για χρήση βίας εάν χρειαστεί να κατασταλούν νέα επεισόδια.
Σύμφωνα με την εφημερίδα «Νέον Άστυ» το διοικητικό συμβούλιο του Εμπορικού Συλλόγου Πειραιώς ζήτησε συνάντηση με τον υπουργό Οικονομικών Ανάργυρο Σιμόπουλο, για να συζητήσουν το θέμα των αχθοφόρων.
Στο μεταξύ ο αρχηγός των στρατιωτικών δυνάμεων στον Πειραιά Όφμαν κατάφερε να αφοπλίσει τους Κρήτες της Καστέλας. Στην περιοχή πήγε και ο δήμαρχος Αθηναίων Σπυρίδων Μερκούρης, στην προσπάθειά του να συνδράμει στην εκτόνωση της έντασης. Με το αζημίωτο βέβαια, αφού στις δημοτικές εκλογές του 1907 κατηγορήθηκε ότι για τη διαδήλωση υπέρ του στρατολόγησε ετεροδημότες, μεταξύ άλλων και Πειραιώτες. Στη συνέχεια πρόκριτοι Μανιάτες κατέφυγαν στον εισαγγελέα Κωνσταντίνο Λυκουρέζο (προπάππος του Αλέξανδρου Λυκουρέζου) που είχε κατέβει στο λιμάνι με τον ανακριτή Βισβίζη, προκειμένου να διερευνήσει την υπόθεση που κόστισε συνολικά πέντε ανθρώπινες ζωές και είχε δεκάδες τραυματίες.
Στις 18 Φεβρουαρίου ο πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης μαζί με τον υπουργό Οικονομικών Αν. Σιμόπουλο επισκέφτηκαν το τελωνείο. Ο υπουργός δήλωσε ότι το πρόβλημα θα λυνόταν με την εφαρμογή του συστήματος των ιταλικών τελωνείων, «το οποίον όταν εφαρμοσθεί θα φέρει αγαθά αποτελέσματα». Μέχρι τις 17 Φεβρουαρίου η κρίση είχε εκτονωθεί. Οι ανακρίσεις συνεχίστηκαν για αρκετές ημέρες, ωστόσο ήδη ο Πειραιάς άρχιζε να βρίσκει τον ρυθμό του. Οι συγκρούσεις Κρητών και Μανιατών συνεχίστηκαν, όχι τόσο σκληρά, για πολλά χρόνια.
Της Έμυς Ντούρου