Αθώος επιμένει ακόμα ότι είναι ο Βορειοηπειρώτης για τη δολοφονία του δικηγόρου Σπ. Ιωάννου

Αθώος επιμένει ακόμα ότι είναι ο Βορειοηπειρώτης για τη δολοφονία του δικηγόρου Σπ. Ιωάννου

Το αντίθετο καταθέτει ο συγκατηγορούμενός του
 
 «Είμαι στη φυλακή 8 χρόνια και 37 ημέρες για κάτι που δεν έκανα» τόνισε χθες κατά την απολογία του, επιμένοντας για την αθωότητά του, ο Βορειοηπειρώτης Ορέστης Ντούτσι, που μαζί με έναν Αλβανό δικάζονται σε δεύτερο βαθμό για την άγρια δολοφονία του δικηγόρου Σπύρου Ιωάννου στο γραφείο του στην Κυπαρισσία στις 26 Ιανουαρίου 2009.
Η επανεκδίκαση της υπόθεσης στο Μεικτό Ορκωτό Εφετείο Καλαμάτας έχει διαταχθεί από τον Άρειο Πάγο. Σε πρώτο βαθμό έχουν κριθεί ένοχοι για ανθρωποκτονία από πρόθεση, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση.
Χθες η διαδικασία διήρκεσε μέχρι νωρίς το βράδυ, με τις απολογίες των κατηγορουμένων, την αγόρευση του εισαγγελέα, των δύο δικηγόρων Πολιτικής Αγωγής και ενός της Υπεράσπισης. Λόγω της πολύωρης συνεδρίασης η δίκη διεκόπη για να συνεχισθεί το πρωί της Τετάρτης, με την αγόρευση και των άλλων δύο δικηγόρων Υπεράσπισης και την έκδοση της απόφασης.
 
Επιμένει στην αθωότητά του
Η διαδικασία χθες το πρωί ξεκίνησε με πολλά αιτήματα από τους δικηγόρους υπεράσπισης του Βορειοηπειρώτη Ορ. Ντούτσι για την κατάθεση κι άλλων μαρτύρων που μπορούν να διαφωτίσουν την υπόθεση, ωστόσο απορρίφθηκαν από το δικαστήριο, έπειτα και από πρόταση του εισαγγελέα.
Αμέσως μετά ξεκίνησαν οι απολογίες, ενώ και χθες ο Βορειοηπειρώτης αρνήθηκε οποιαδήποτε σχέση με τη δολοφονία. Όπως περιέγραψε, πήγε στην Κυπαρισσία 16 χρόνων και από την πρώτη στιγμή δούλευε. Στα 18 του παντρεύτηκε τη γυναίκα του και έκαναν οικογένεια, καθώς, όπως είπε, ήθελε να προσφέρει στα παιδιά του όσα δεν του πρόσφερε η δική του οικογένεια.
«Και δυστυχώς, κάποιοι με έκλεισαν στη φυλακή για κάτι που δεν έκανα. Αλβανός έγινα την ημέρα της δολοφονίας. Είμαι Έλληνας και ζω στον τόπο μου. Είμαι 8 χρόνια και 37 ημέρες στη φυλακή για κάτι που δεν έκανα», ανέφερε ο κατηγορούμενος Βορειοηπειρώτης και παρακάλεσε το δικαστήριο, αν έχει έστω και μια αμφιβολία για την αθωότητά του, να κληθούν να καταθέσουν οι μάρτυρες που ζητά, όπως, για παράδειγμα, ο άνθρωπος που είδε τελευταίος ζωντανό στο γραφείο του τον άτυχο δικηγόρο και τους αστυνομικούς που το ίδιο βράδυ τον προσήγαγαν και τον εξέτασαν αν έχει τραύματα στα χέρια και στο σώμα.
Στη συνέχεια, είπε πως «όλη η Κυπαρισσία ξέρει ότι είναι αθώος» και καταφέρθηκε εναντίον του λογιστή φίλου του θύματος, που έχει καταθέσει και ως μάρτυρας, λέγοντας ότι ξέρει τι έχει γίνει στην πραγματικότητα και το αποκρύπτει. Μάλιστα, ισχυρίσθηκε ότι κάποιοι πληρώθηκαν για να κλείσουν στόματα, όπως είπε χαρακτηριστικά, και το συνέδεσε με την υπεξαίρεση εκείνη την εποχή 1,5 εκατομμυρίου ευρώ από συγγενή του λογιστή, τραπεζικό υπάλληλο, σε υποκατάστημα της τότε Αγροτικής.
Επίσης, σημείωσε ότι το θύμα βιντεοσκοπούσε στον υπολογιστή του τις συναντήσεις που είχε στο γραφείο του, ενώ από την έρευνα της Αστυνομίας φάνηκε ότι η καταγραφή σταμάτησε στις 10.23 το βράδυ της δολοφονίας, όμως δεν ερευνήθηκαν τα αρχεία που είχαν καταγραφεί νωρίτερα ή το προηγούμενο διάστημα.
Δεχόμενος ερωτήσεις από την Έδρα για το επίμαχο χρονικό διάστημα, είπε ότι στις 23 Ιανουαρίου τού είχαν κοινοποιηθεί 3 διαταγές πληρωμής, ενώ στις 16 Ιανουαρίου έκθεση κατάσχεσης. Τόνισε, όμως, ότι παρακολουθούσε τις υποθέσεις του και έκανε ανακοπές στις διαταγές, ενώ γνώριζε ότι δεν μπορούσαν να του κατασχέσουν το σπίτι, καθώς προερχόταν από τον ΟΕΚ. Μάλιστα, όπως κατέθεσε, το είχε διασταυρώσει σε επικοινωνία που είχε με στελέχη του Οργανισμού.
Επίσης, σχολίασε σε αυτό το σημείο ότι οι ακάλυπτες επιταγές ήταν ύψους 9.000 ευρώ και δεν είναι δυνατόν να σκοτώσεις άνθρωπο για τέτοιο ποσό.
Αφηγούμενος τα όσα συνέβησαν, ανέφερε ότι το πρωί της 26ης Ιανουαρίου ήταν σε καφετέρια στην Κυπαρισσία και εκεί συναντήθηκε με το συγκατηγορούμενό του Αλβανό. Του ζήτησε να τον πάει μέχρι το συνεργείο για το αυτοκίνητό του, ενώ συναντήθηκαν πάλι τυχαία το απόγευμα και πήγαν μαζί έως το Δώριο, προκειμένου ο Βορειοηπειρώτης να πάρει λεφτά από πελάτες του. Λεφτά, όμως, δεν πήρε και ζήτησε δανεικά ύψους 200 ευρώ από τον Αλβανό, για να πληρώσει την επομένη το δικηγόρο του για την κατάθεση αίτησης ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής.
Επιστρέφοντας στο Καλό Νερό είπε πως υπήρχε μπλόκο με αγρότες. Ο μεν ίδιος έμεινε εκεί για λίγο, ο δε Αλβανός έφυγε με ένα φίλο του. Ακολούθως, ο Βορειοηπειρώτης περιέγραψε ότι επέστρεψε σπίτι του, πήγε και πήρε τη σύζυγό του από τη δουλειά της, επέστρεψε ξανά στο σπίτι, όπου και κοιμήθηκε, έως την ώρα που τον ξύπνησαν οι αστυνομικοί. Όπως είπε, οι αστυνομικοί έψαξαν το σώμα και τα χέρια του για γρατζουνιές, ενώ ο ίδιος το πήρε στα αστεία και δεν πίστευε ποτέ ότι θα κατηγορηθεί για φόνο.
Για το συγκατηγορούμενό του δεν μπόρεσε να δώσει εξήγηση γιατί τον κατονομάζει, ενώ παραδέχθηκε πως πριν από τα περιστατικά, πίνοντας καφέ περνούσε από το σημείο που βρίσκονταν το θύμα. Ο Αλβανός τού είπε πως του έχει πάρει λεφτά για να φτιάξει χαρτιά για την κοπέλα του και δεν το έχει κάνει, κι αυτός εν είδει αστεϊσμού τού είπε: «Δώσ’ του δυο σφαλιάρες να στα δώσει».
Χαρακτήρισε το συγκατηγορούμενό του «ρομπότ», εξηγώντας πως λέει και κάνει ό,τι του λένε, ενώ εξήγησε πως υπέστη αφόρητη πίεση 4 μερόνυχτα όταν τον συνέλαβαν. Έτσι δέχτηκε να παρουσιάσει τον ισχυρισμό του τότε δικηγόρου του, ότι πράγματι επιτέθηκε στο δικηγόρο, ενώ στην πραγματικότητα ήταν αθώος.
 
Αλβανός
Αμέσως μετά ο Αλβανός συγκατηγορούμενός του κατέθεσε ότι τη μέρα εκείνη συνάντησε το Βορειοηπειρώτη τυχαία δύο φορές, τον οποίο ωστόσο γνώριζε από παλαιότερα, αλλά δεν είχαν στενές σχέσεις τα τελευταία χρόνια. Το απόγευμα που τον συνάντησε πάλι, του είπε να πάνε βόλτα μέχρι το Δώριο. Εκεί, όπως απολογήθηκε, του ανέφερε ο Βορειοηπειρώτης ότι ο Ιωάννου έχει μαζέψει όλες του τις επιταγές και θέλει να τον καταστρέψει. Επίσης, ότι θέλει να πετάξει τα παιδιά του στο δρόμο. Ζήτησε να τον βοηθήσει να του ρίξουν δύο μπουνιές για να μην πάει την άλλη μέρα στο δικαστήριο, ενώ πρόσθεσε πως μιλούσε με μίσος για το δικηγόρο. Αρχικά, όπως είπε, του ζήτησε το αυτοκίνητό του, ενώ μετά του είπε να πάνε μαζί.
Στο μπλόκο των αγροτών, αυτός έφυγε με φίλο του και πήγε σε καφετέρια και περίμενε, όπως είπε ότι του είχε πει να κάνει ο Βορειοηπειρώτης.
Περίπου κατά τις 10.00 συναντήθηκαν πίσω από τον ΟΤΕ, ενώ με το αυτοκίνητό του πήγαν στο γραφείο του δικηγόρου. Σημείωσε πως πριν μπει στο γραφείο του Σπ. Ιωάννου ο Βορειοηπειρώτης φόρεσε κουκούλα και γάντια, ενώ αντιλήφθηκε στη φόρμα του ένα όπλο. Άργησε, όμως, να βγει και μπήκε κι αυτός στο γραφείο. Εκεί είδε τον Ιωάννου πεσμένο στο πάτωμα και το Βορειοηπειρώτη να τον βαράει με ένα μαύρο μεγάλο βιβλίο στο κεφάλι. Κατηγορηματικά είπε ότι δεν είδε λοστό ή σιδερόβεργα και πως το θύμα είχε λίγο αίμα στη μύτη και φώναζε «αλήτη».
Τότε, τράβηξε το Βορειοηπειρώτη να φύγουν. Μετά αφηγήθηκε ότι ο Ορ. Ντούτσι τού είπε να πάει σπίτι του, ενώ σε άλλη επικοινωνία που είχαν, του είπε να πετάξει τα ρούχα που φορούσε.
Ερωτώμενος, ότι στην αρχή είχε υποδείξει ως συνεργό άλλο άτομο, είπε ότι είναι ανύπαρκτο και το έκανε γιατί φοβόταν το Βορειοηπειρώτη. Πρόσθεσε, δε, πως ο συγκατηγορούμενός του τον απειλούσε συνεχώς, ενώ έγινε και προσπάθεια να του δώσει 20.000 ευρώ για να τα πάρει όλα επάνω του.
Ακολούθως δέχτηκε ερωτήσεις γιατί τώρα ισχυρίζεται ότι δεν είχε πάει ποτέ στο γραφείο του άτυχου δικηγόρου, ενώ παλαιότερα είχε πει ότι είχε πάει, και απάντησε ότι έτσι του είπε ο Βορειοηπειρώτης να πει.
Επίσης, ρωτήθηκε από ένορκο πώς είναι δυνατόν το θύμα να αναγνώρισε τον Ντούτσι και μετά να λέει μάρτυρας ότι τον κατονόμασε στο νοσοκομείο, αφού, όπως καταθέτει, αυτός φορούσε μάσκα και φαίνονταν μόνο τα μάτια του, αλλά δεν πήρε απάντηση
Με την ολοκλήρωση της απολογίας του, το δικαστήριο ζήτησε πάλι το Βορειοηπειρώτη και τον ρώτησε αν έχει κάτι τελευταίο να προσθέσει. Αυτός κάλεσε το συγκατηγορούμενό του να πει την αλήθεια και σε ερώτηση γιατί πιστεύει ότι τον κατηγορεί, είπε ότι κάποιοι τον επηρεάζουν, είτε από την οικογένεια του θύματος είτε από την Αστυνομία.
 
Εισαγγελέας
Στην αγόρευσή του ο εισαγγελέας Εφετών, Βασ. Παπαδάς, ζήτησε την καταδίκη και των δύο όπως κατηγορούνται.
Αρχικά μίλησε για το θύμα, περιγράφοντάς τον ως άνθρωπο της πιάτσας και πολύ μαχητικό. Συμπλήρωσε πως ήθελε στη δουλειά του να είναι αποτελεσματικός, ενώ χρησιμοποιούσε και βαριά δικονομικά μέσα, όπως είναι η κατάσχεση.
Αναφέρθηκε ιδιαίτερα στο Βορειοηπειρώτη, τονίζοντας ότι εκείνη την περίοδο είχε βρεθεί σε μεγάλη δυσκολία και αυτό έχει αποδειχτεί, αφού πήρε δανεικά από το συγκατηγορούμενό του. Μάλιστα, είπε πως δε γνώριζε ότι το σπίτι του δεν μπορεί να βγει στον πλειστηριασμό, διαφορετικά δε θα έκανε εικονική προσημείωση του ακινήτου από τον κουμπάρο του. Είπε, επίσης, πως βρισκόταν σε ψυχολογικό τρόμο με δύο βασικά μέτωπα: ότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του προς την οικογένειά του, αλλά και την κατακραυγή από τη μικρή κοινωνία στην οποία ζούσε, σε περίπτωση που του έπαιρναν το σπίτι.
Μάλιστα, ο εισαγγελέας χαρακτήρισε το φόνο του δικηγόρου «μονόδρομο» για το Βορειοηπειρώτη, επισημαίνοντας ότι από τα χτυπήματα που δέχτηκε το θύμα δε θα μπορούσε να ζήσει κι αυτό το γνώριζε ο δράστης. Ωστόσο, δέχτηκε τον ισχυρισμό της υπεράσπισης, πως δεν υπήρξε καμία συνειδητή επικοινωνία του θύματος και διάλογος με τρίτα πρόσωπα που καταθέτουν ότι κατονόμασε το Βορειοηπειρώτη, καθώς και ότι δεν πείσθηκε από το δικηγόρο που κατέθεσε πως αυτός έπεισε τον Ντούτσι να ομολογήσει ψέματα ότι επιτέθηκε στον Ιωάννου.
Τέλος, χαρακτήρισε γενικολογίες τις καταγγελίες περί κυκλωμάτων, δηλώνοντας πως δεν τις δέχεται.
Όσον αφορά στον Αλβανό κατηγορούμενο, τον χαρακτήρισε «καλό εργαλείο στα χέρια του πρώτου».
 
Της Βίκυς Βετουλάκη