Αποτελεί κοινό τόπο, πλέον, ότι η τουριστική ανάπτυξη της Μεσσηνίας περνά και από την κουζίνα της. Αυτό δείχνουν οι προσπάθειες με τα «Σεμινάρια μεσσηνιακής γαστρονομίας» που διοργανώνει το Ίδρυμα Καπετάν Βασίλη, σε συνεργασία με το Επιμελητήριο Μεσσηνίας, και το ενδιαφέρον από επιχειρηματίες του κλάδου.
Πέραν, όμως, των προσπαθειών αυτών, θα πρέπει να γίνει συνείδηση σε όλους ότι η προώθηση της μεσσηνιακής κουζίνας, άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μεσογειακή διατροφή, θα μπορούσε να βελτιώσει ακόμα περισσότερο την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, αλλά και να προσελκύσει το ενδιαφέρον μεγαλύτερου αριθμού επισκεπτών.
Διάβαζα τις προάλλες ένα ρεπορτάζ στην «Καθημερινή», που υπέγραφε η Λίζα Γιάνναρου και το οποίο σε πανελλήνια διάσταση επιβεβαιώνει όλα αυτά που ακούμε, αλλά ακόμα δεν έχουμε κάνει. Ότι, δηλαδή, δεν είναι δυνατόν να υπάρχει κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος που να μην προωθεί, ίσως και αν πρέπει αποκλειστικά, τοπικά προϊόντα, τα οποία είναι και εξαιρετικής ποιότητας. Από αλκοολούχα ποτά μέχρι χυμούς, λαλάγγια, τυροκομικά προϊόντα και οτιδήποτε άλλο παράγουμε.
Έγραφε λοιπόν: «Δε θυμάμαι πότε ξεκίνησε το χούι, αλλά τα τελευταία χρόνια η πρώτη ερώτηση στους φίλους που γυρίζουν από ταξίδια εντός ή εκτός των τειχών είναι “φάγατε καλά;”.
Ίδιο άγχος και με τους τουρίστες που επισκέπτονται τη χώρα μας: θα έφαγαν, άραγε, καλά ή θα κακόπεσαν;
Στο μυαλό μου ένα ωραίο δείπνο μπορεί να σε αποζημιώσει από την ταλαιπωρία του ποδαρόδρομου, η δοκιμή των γευστικών μυστικών μιας πόλης –και δη το φαγητό του δρόμου– μπορεί ακόμη και να υποκαταστήσει την επίσκεψη σε ένα μουσείο. Υπάρχει καλύτερη διαφήμιση ενός τόπου από το φαγητό του;
Δεν είμαι η μόνη “τρελή”. Ο γευστικός ή γαστρονομικός τουρισμός αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια ραγδαία σε όλο τον κόσμο, με όλο και περισσότερους να επιλέγουν προορισμούς με βάση τις γευστικές εμπειρίες που μπορούν να τους προσφέρουν.
Είναι απορίας άξιον γιατί η χώρα μας με την κουζίνα των δεκάδων αποχρώσεων δεν έχει ανεβεί ακόμη σε αυτό το άρμα (μόλις πρόσφατα άρχισε να εντάσσεται ελληνικό πρωινό στα ξενοδοχεία μας). Ωστόσο, κάποιες προσπάθειες αξίζουν αναφοράς.
Πριν από λίγες ημέρες, στο πλαίσιο προσέλκυσης Γάλλων τουριστών, ο Τουριστικός Οργανισμός Χαλκιδικής, σε συνεργασία με το Marketing Greece, προσκάλεσε και φιλοξένησε τρεις Γαλλίδες δημοσιογράφους που αρθρογραφούν σε ορισμένα από τα μεγαλύτερα ΜΜΕ της χώρας (Figaro magazine, Le Point, Lui magazine, Le Bottin gourmand), καθώς και δύο γνωστές μπλόγκερ με χιλιάδες φόλοουερ. Μεταξύ άλλων, οι δημοσιογράφοι ξεναγήθηκαν σε οινοποιεία, δοκίμασαν τα τοπικά κρασιά και απόλαυσαν γεύμα με φρέσκα θαλασσινά. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού οι δύο μπλόγκερ “ανέβασαν” πάνω από 25 ποστ, τα οποία συγκέντρωσαν συνολικά 2.500 likes. Αναχωρώντας για τη Γαλλία, δήλωσαν “εντυπωσιασμένοι με το φαγητό”.
Ταυτόχρονα, εδώ και λίγες εβδομάδες, βρίσκεται σε εξέλιξη ακόμη μία προσπάθεια για την ανάδειξη της Ελλάδας ως μέγα γαστρονομικού προορισμού, αυτή τη φορά με όχημα τον κινηματογράφο.
Όπως ανακοινώθηκε στη διάρκεια των Ημερών Γαστρονομίας που διοργανώθηκαν από τις 22-24 Μαΐου στο Μουσείο Μπενάκη, το Διεθνές Φεστιβάλ Γαστρονομικού Κινηματογράφου της Αθήνας, το μόνο γαστρονομικό φεστιβάλ της Νότιας Ευρώπης, πρόκειται τον ερχόμενο Ιούνιο να φιλοξενηθεί στο Los Angeles Greek Film Festival, ένα θεσμό διεθνούς κύρους που αναδεικνύει νέους Έλληνες κινηματογραφιστές.
Θα είναι η πρώτη φορά που το LAGFF θα πραγματοποιήσει αφιέρωμα στον ελληνικό γαστρονομικό κινηματογράφο, που θα πλαισιωθεί από παράλληλες εκδηλώσεις, με τη συμμετοχή Ελλήνων σεφ και παραγωγών εκλεκτών προϊόντων της χώρα μας.
Ήδη, ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Reason και εκ των διοργανωτών του Γαστρονομικού Φεστιβάλ της Αθήνας, Γιάννης Γουρτζελάς, ταξίδεψε στο Λος Άντζελες, προκειμένου να οριστικοποιήσει τη συμφωνία και να κάνει ανοιχτή πρόσκληση σε δημιουργούς για την υποβολή μεγάλου ή μικρού μήκους έργων σχετικά με τη γαστρονομία, τα οποία θα προβληθούν στα δύο φεστιβάλ το Μάιο και τον Ιούνιο του 2016.
“Είναι μεγάλη ευκαιρία για την Ελλάδα να αναδειχθεί ως τουριστικός προορισμός”, λέει ο κ. Γουρτζελάς στην “Κ”. “Θα βρεθούμε στην καρδιά του παγκόσμιου κινηματογράφου, το Λος Άντζελες, όπου θα έχουμε την ευκαιρία να προβάλουμε ξεχωριστά προϊόντα από την Ελλάδα από παραγωγούς και φορείς”.
Όπως λέει, ήδη το ενδιαφέρον είναι μεγάλο από δημιουργούς και τους διοργανωτές των θεσμών. “Το έδαφος είναι γόνιμο. Η δυτική ακτή των ΗΠΑ και λόγω κλίματος είναι πολύ θετικά διακείμενη προς την Ελλάδα, ενώ όλοι ενδιαφέρονται να ενημερωθούν για την επόμενη μέρα στη χώρα. Εμείς ενδιαφερόμαστε να υπάρξει ένας σωστός δίαυλος επικοινωνίας των δύο χωρών μέσω του πολιτισμού της γαστρονομίας και του κινηματογράφου”».
Επιμέλεια: Αντώνης Πετρόγιαννης