Συνεργασία ΥΠΠΟ και Δήμου Κυπαρισσίας για την αναστήλωση του
Να εντατικοποιηθεί ο προγραμματισμός εκπόνησης επικαιροποιημένων μελετών και η συνεργασία υπουργείου Πολιτισμού και Δήμου Τριφυλίας, για την αναστήλωση και ανάδειξη του Μουσουλμανικού Τεμένους Κυπαρισσίας, ζητήθηκε σε σύσκεψη που είχαν την Παρασκευή το μεσημέρι το υπουργείο Πολιτισμού, ο δήμαρχος Τριφυλίας, Παναγιώτης Κατσίβελας, ο αντιδήμαρχος Κυπαρισσίας Παναγιώτης Τσίγγανος και ο διευθυντής και υπηρεσιακοί παράγοντες της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων.
Όπως είπε στο «Θ» ο αντιδήμαρχος Παναγιώτης Τσίγγανος (σ.σ. δεν κατέστη δυνατή η επικοινωνία μας με το δήμαρχο Τριφυλίας), είχαν μια πολύ καλή συζήτηση και υπάρχει ενδιαφέρον από πλευράς υπουργείου για την προώθηση της αναστήλωσης και ανάδειξης του Μουσουλμανικού Τεμένους Κυπαρισσίας, που έχει χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο με ΦΕΚ από το 1979, ενώ ο Δήμος ανέλαβε την υποχρέωση ανάθεσης κάποιων πρόσθετων μελετών που απαιτούνται. Αξίζει να σημειωθεί πως για το Μουσουλμανικό Τέμενος Κυπαρισσίας, το Μάιο του 2014, στο 34ο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρίας, μίλησε η αρχιτέκτων Κατερίνα Μανούσου -Ντέλλα, η οποία έχει εκπονήσει και μελέτη αποκατάστασής του από το 1995!
Στην ομιλία – εισήγησή της τόνισε: “Το τέμενος, χωρίς τον τρούλο του, κατείχε τη θέση υπερυψωμένου αίθριου της κατοικίας του Παναγιώτη Αντωνόπουλου, που ήταν γνωστός ως “Κάμπρας” στη μικρή κοινωνία της Άνω Πόλης. Από το εσωτερικό του αιθρίου καθίσταντο ορατά τα σωζόμενα αρχιτεκτονικά στοιχεία και τα ίχνη επί των τοιχοποιιών που ήταν αρκετά για να καθοδηγήσουν τη γραφική αποκατάσταση του τεμένους. Η θέση του τεμένους είναι χαρακτηριστικής σημασίας για την πολεοδομική ανάπτυξη του οικισμού της Αρκαδιάς. Το τέμενος της αγοράς προβαλλόταν στο ψηλότερο σημείο της μεσαιωνικής αγοράς και μετέπειτα παζαριού της οθωμανικής περιόδου, που αναπτυσσόταν με γραμμική σταυροειδή διάταξη διατρέχοντας το κέντρο του οικισμού. Ενταγμένο στο πλάτωμα όπου ανοίγεται η είσοδος στο μεσαιωνικό φρούριο, τη γνωστή ως “πλατεία Ελένης Χαμέρη” με τον πλάτανο και την περίοπτη κρήνη, επί της κεντρικής οδού που οδηγούσε στην πίσω ρούγα και τους Μύλους, αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα τοπόσημα του οικισμού.
Η κατασκευή του τεμένους χρονολογείται στους πρώτους μετά την κατάκτηση της πόλης από τους Τούρκους, καθώς διακρίνεται σαφώς στη γνωστή γραφική απεικόνιση της πόλης της Αρκαδιάς από τον Coronelli που δημοσιεύτηκε το 1685 στη Βενετία. Πρόκειται για μία τυπική διάταξη τεμένους εξωτερικών διαστάσεων 11,00Χ11,00 μ. με πάχος λιθοδομής 1,20 μ. και άφθονη χρήση κεραμιδιών στους αρμούς της τοιχοποιίας του. Στη διαμόρφωση των τόξων των ημιχωνίων στήριξης του σφαιρικού τρούλου, του “μιχράμπ” και των τοξωτών φεγγιτών, χρησιμοποιούνται λαξευτοί λίθοι. Το “μιχράμπ” έχει κωνική προς τα άνω απόληξη, είναι ημικυκλικό σε κάτοψη και φέρει ανατολίτικο διάκοσμο με πρισματικά ανάγλυφα στοιχεία. Τα ορθογώνια ανοίγματα του τεμένους έφεραν ανακουφιστικό χαμηλωμένο τόξο και τύμπανο σε ελαφρά εσοχή πιθανότατα διακοσμημένο. Στη δυτική του όψη διακρίνονται ίχνη προστώου στον όροφο με τρεις τρουλίσκους υποβασταζόμενους με κίονες. Στο ισόγειο της δυτικής κύριας όψης του υπήρχαν τρία καταστήματα, διάταξη την οποία ευνόησε η επικλινής διαμόρφωση του εδάφους και ήταν αρκετά διαδεδομένη στην αρχιτεκτονική τεμενών, ιδίως σε κεντρικούς χώρους των πόλεων και σε αγορές.
Η ιδιοκτησία στην οποία περιλαμβάνεται το ιδιαίτερα σημαντικό αυτό μνημειακό κτίσμα δωρήθηκε από τον ιδιοκτήτη της μετά θάνατον στο Δήμο Κυπαρισσίας, προκειμένου να στεγάσει το Λαογραφικό Μουσείο της Άνω Πόλης. Η μελέτη αποκατάστασης του κτηριακού συγκροτήματος ολοκληρώθηκε από τη γράφουσα το 1995, έπειτα από ανάθεση του Δήμου Κυπαρισσίας. Ως γενική αρχή από τη μελέτη ήταν η επιλογή της δεύτερης οικοδομικής φάσης του ως κυρίαρχης στη σημερινή κατάσταση, κατοχυρωμένης στη συνείδηση των πολιτών. Τα στοιχεία της πρώτης οικοδομικής φάσης και ιδιαίτερα των ερειπίων του τεμένους διατηρούνται και αναδεικνύονται, αφού ολοκληρωθεί η αρχιτεκτονική τεκμηρίωσή του με σχολαστικούς καθαρισμούς, καθαιρέσεις ευτελών προσθηκών και αρχαιολογική διερεύνηση του χώρου.
Στόχος είναι να συμπληρωθεί ο τρούλος, ώστε να αναδειχθεί το τέμενος ως κεντρικός πυρήνας του μουσείου, με δυνατότητα πολλαπλών χρήσεων».
Του Ηλία Γιαννόπουλου